Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Planta 4a [Ο 4ος όροφος, Ισπανία - 2003]


Από τον Μ.Ψ. 

(Κάντε λίνκ για να δείτε το blog του M.Ψ. )




Η ταινία εκτυλίσσεται στον τέταρτο όροφο ενός επαρχιακού νοσοκομείου στην Ισπανία. Εκεί βρίσκεται το τμήμα νοσηλείας εφήβων που έχουν προσβληθεί από καρκίνο των οστών. Οι περισσότεροι έχουν ήδη χειρουργηθεί και ανάμεσα τους ξεχωρίζει μια ομάδα ανάπηρων νεαρών που κυκλοφορούν στο Νοσοκομείο με καροτσάκια και αποκαλούνται χαϊδευτικά από το προσωπικό και τους γιατρούς «καραφλούληδες», αφού έχουν χάσει τα μαλλιά τους από τη χημειοθεραπεία, που θα τους παρατείνει ίσως τη ζωή!

Η μικρή αυτή περιγραφή σίγουρα δεν προδιαθέτει για μια ευχάριστη προβολή, σημασία όμως έχει πάντα, η γωνία από την οποία θα δεις κάτι, το πρίσμα μέσα από το οποίο θα το εξετάσεις, τα σημεία στα οποία θα στρέψεις τον φακό σου και θα εστιάσεις. Ο Alberto Espinosa, έγραψε ένα θεατρικό έργο για τη ζωή των παιδιών αυτών στο Νοσοκομείο, έχοντας ζήσει ο ίδιος και επιβιώσει από τις οδυνηρές εμπειρίες μιας τέτοιας νοσηλείας. Το έργο του γνώρισε μεγάλη επιτυχία και το 2001, ο Ignacio del Moral με βάση το θεατρικό αυτό έργο, έγραψε ένα σενάριο για μεταφορά του στον κινηματογράφο, σε συνεργασία με τον Espinosa και με τον Antonio Mercero, που σκηνοθέτησε την ταινία. Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, αλλά  η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 2003 και την ίδια χρονιά κέρδισε το Βραβείο του Κοινού στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ. Ακολούθησαν πολλές ακόμα διακρίσεις και οι κριτικές σε όλο τον κόσμο χαρακτήρισαν το έργο από «εξαιρετικό» έως «αριστούργημα».

Ο Michelangelo, ο Izan, ο Dani και ο Jorge, η παρέα των παιδιών του τέταρτου ορόφου που υποδύονται οι Juan Jose Ballesta, Gorka Moreno, Alejandro Zafra και Maite Jauregui, δεν ελκύουν τη συμπάθεια του κοινού λόγω του οίκτου που προκαλούν με την πάθηση τους, αλλά γιατί παρουσιάζουν με πολύ ρεαλιστικό τρόπο μια υγιή αντίδραση στην προοπτική του θανάτου, με τη συσπείρωση τους σε μια μικρή κοινότητα φίλων που αποδέχονται την πραγματικότητα χωρίς να την αγνοούν και την αντιμετωπίζουν όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας τους, χωρίς να αποσύρονται στη σκιά της μειονεκτικότητας τους. 
Έχουν την ευκαιρία να δουν και να ζήσουν τη δική τους «περιπέτεια» και δίνουν σε μας την ευκαιρία να αντιληφθούμε πως είναι καλύτερα να ζούμε την καθημερινή μας πραγματικότητα, χωρίς περιττούς τυποποιημένους συναισθηματισμούς που δεν ωφελούν κανέναν.   

Η αλήθεια ποτέ δεν βλάπτει. Μια καθαρή ματιά, ξεπερνά τη διστακτικότητα του φόβου και προσφέρει ουσιαστικότερους στόχους και αμεσότερες λύσεις.
Η αναπηρία είναι μια κατάσταση που κανένας δεν την επιλέγει, σε κάποιους όμως συμβαίνει. Οι μικρές και συνηθισμένες αναπηρίες, οι ιάσιμες αρρώστιες, περνούν απαρατήρητες, Απέναντι στις σοβαρότερες όμως καταστάσεις, ποια θα πρέπει είναι η στάση  μας; Όλοι σε κάποιο σημείο μειονεκτούμε, άλλος λιγότερο, άλλος κάποτε περισσότερο. Ο ανάπηρος δεν επιζητά τις εκδηλώσεις του οίκτου μας. Είναι σαν να του λέμε, «δυστυχισμένε, σε λυπάμαι που είσαι έτσι, αλλά να που έρχομαι να σε δω και ασχολούμαι για λίγο μαζί σου...» Από μέσα μας την ίδια ώρα εννοούμε, «τι δράματα έχει η ζωή, τι κρίμα να υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις, ευτυχώς εγώ είμαι καλά και γερός!» Αλλά φυσικά μια τέτοια αντιμετώπιση δεν αποτελεί έκφραση Χριστιανικής αγάπης.
Ο ανάπηρος και ο άρρωστος δεν έχουν ανάγκη κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό από αυτό πού θέλουμε όλοι. Να μας αντιμετωπίζουν οι άλλοι στην αρρώστια μας και στη μικρή ή μεγάλη αναπηρία μας με φυσικότητα, να αποδέχονται αυτό που μας συμβαίνει με απλότητα, να χαίρονται τη συντροφιά μας και να προσπαθούν να καλύπτουν όσο μπορούν τη μειονεξία μας, με τη βοήθεια τους. Όταν αγαπάς πονάς αλλά δεν λυπάσαι, συμπάσχεις αλλά δεν αδρανείς, βοηθάς, μοιράζεσαι, κατανοείς και κυρίως συμπεριφέρεσαι με ίσους όρους, δεν προσβάλλεις τον απέναντι σου με την απομάκρυνση ή την αποστροφή σου.
Ακόμα και όταν η αναπηρία είναι μόνιμη και σημαντική και η αρρώστια δεν είναι περαστική, όπως μια χρόνια πάθηση, καρκίνος, δερματοπάθεια, σχιζοφρένεια, τίποτα απ’ αυτά δεν διαφοροποιεί τον άνθρωπο από την εικόνα του Θεού, πως λοιπόν εμείς θα αποστρέψουμε με δυσαρέσκεια το βλέμμα μας;
Αυτό ακριβώς επιζητούν ο ανάπηρος και ο άρρωστος, ο μελλοθάνατος κάθε είδους, θανατοποινίτης ή καρκινοπαθής, ο αποκρουστικός στην όψη αδελφός μας, όλοι διψούν γι’ αυτό το ένα και μοναδικό: αποδοχή, συντροφικότητα, με μια λέξη, αγάπη και μόνο αγάπη, καθαρή, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις.  
     
Αυτή ακριβώς την αντιμετώπιση επιδιώκουν να έχουν και τα παιδιά  στον τέταρτο όροφο. Το κοινό πρόβλημα, η ίδια ηλικία, ο συγκεκριμένος χώρος, βοηθούν την ανάπτυξη φιλίας. Το μυαλό ξεφεύγει από τις δυσοίωνες προοπτικές, δημιουργούνται στόχοι και επιδιώξεις προσιτές. Αστεία με τις νοσοκόμες, νυχτερινή ψυχαγωγία στα υπόγεια του Νοσοκομείου, αγώνας δρόμου στους άδειους διαδρόμους με τα καροτσάκια, φωτογράφηση στο ακτινολογικό μηχάνημα, η προσδοκία της εμφάνισης ενός μοντέλου στον επάνω όροφο και πάνω απ’ όλα η επικείμενη διεξαγωγή ενός αγώνα μπάσκετ, που όλα μαζί μετατρέπουν το βαρύ κλίμα της αρρώστιας και του θανάτου, σε ένα τραγούδι ζωής. Η φιλία που ενώνει τη μικρή παρέα, είναι απόλυτα πειστική για τη γνησιότητα των αποτελεσμάτων της. Η κοινή πραγματικότητα που ζουν στη ζεστή συντροφικότητα του προβλήματος τους, έστω και αν ξεφεύγει κάποιες φορές από μια καθώς πρέπει συμπεριφορά, είναι πολύ πιο υγιής από τη ζωή πολλών παιδιών που μεγαλώνουν στη μοναξιά του «φυσιολογικού» τους κόσμου.

Παράλληλα το κάθε παιδί έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, τα δικά του προβλήματα και τραύματα. Πέρα από την κοινωνία του Νοσοκομείου στην οποία ζουν, που είναι άλλωστε εικόνα του έξω κόσμου με τους καλούς και τους δύσκαμπτους χαρακτήρες που μας περιβάλλουν, υπάρχουν και οι οικογένειες των παιδιών που συμπορεύονται όπως μπορούν με τα προβλήματα τους και ανάλογα επηρεάζουν τους νεαρούς νοσηλευόμενους.
Ο σκηνοθέτης προβάλλει και αξιοποιεί μοναδικά τις υγιείς δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος, άσχετα από τη σωματική του κατάσταση. Το ψυχικό σθένος επικρατεί της σωματικής αδυναμίας και όπως γράφει μια ισπανική κριτική της ταινίας, με το γέλιο διαλύεται ο πόνος και η μοναξιά χάνει την ηχώ της.
Ίσως κάνει εντύπωση η απουσία κάποιου ιερέα από ένα τέτοιο έργο, με κεντρικό θέμα ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας, όμως η ταινία θέλει ακριβώς να τονίσει τις ανθρώπινες δυνατότητες, την προσαρμοστικότητα και την αγωνιστικότητα στα πλαίσια της ομαδικότητας και της φιλίας. Εν τούτοις, όταν ο Μικελάντζελο εξουθενωμένος από την αίσθηση εγκατάλειψης, πλησιάζει κλαίγοντας στο τηλέφωνο και καλεί τον αντικειμενικά απόμακρο, αδύναμο και εγωκεντρικό πατέρα του, στην πραγματικότητα αναζητά στον Θεό-πατέρα, τη στοργή και τη βοήθεια που μόνο Εκείνος μπορεί να του προσφέρει. Και ο Θεός πάντοτε ανταποκρίνεται στις καρδιές που με ειλικρίνεια τον επικαλούνται.

Ως προς την ευαισθησία ωστόσο που έχουμε όλοι απέναντι στα άρρωστα και ανάπηρα παιδιά, θα πρέπει να μας προβληματίσει το πόσο μονομερής και επιφανειακή είναι. Γιατί παράλληλα, αδιαφορούμε τελείως για την ψυχική τους ίσως αναπηρία, την αναπηρία της προσωπικότητας τους, για την πιθανή πνευματική αναπηρία  των υγιών παιδιών μας και φυσικά ελάχιστα μας απασχολεί η δική μας βαθιά ανικανότητα να αντιληφθούμε την αλήθεια γύρω μας και να την αξιολογήσουμε χωρίς αυταπάτες. Αν συνέβαινε αυτό, θα ανησυχούσαμε περισσότερο για την εσωτερική μας ζωή και των παιδιών μας, από ό τι για την εμφάνιση μας και την κοινωνική μας προβολή και επιτυχία, θα μας ενοχλούσε  περισσότερο η χαμένη ηθική μας ακεραιότητα από ό τι η μειωμένη σωματική μας ευεξία.
Μόνο αποκαθιστώντας τη δική μας ψυχική ισορροπία, θα αποκτήσουμε τη δυνατότητα να απομυθοποιήσουμε όλα τα κακά που μας περιβάλλουν και θα μπορέσουμε να κοιτάζουμε στα μάτια τους άρρωστους, τους ανάπηρους, τους άθλιους αυτού του κόσμου, όπως τους κοίταζε ο Χριστός, με αγάπη. 

Η μέρα του σημαντικού αγώνα μπάσκετ κάποτε έφθασε, αλλά οι «καραφλούληδες» μας, έχασαν. Οι ελπίδες που είχαν στις ικανότητες του νέου φίλου τους Γιόργκε, αποδείχτηκαν μάταιες.
Ωστόσο δεν ήταν παρά ένας αγώνας μπάσκετ. Η ζωή συνεχίζεται. Όποιος έχει νοιώσει την πιθανότητα του θανάτου κοντά του, ξέρει πόση αξία έχει μόλις ξεπερνάς μια δυσκολία, να βλέπεις πως η ζωή συνεχίζεται.
Όλα κυλούν ομαλά και είναι το μόνο σημείο στην ταινία που θα μπορούσε κάποιος να υποβάλλει μια ένσταση. Ότι ο σκηνοθέτης επιδιώκει να ολοκληρώσει το μήνυμα του, επικεντρώνοντας μόνο στα καλά της ζωής στο Νοσοκομείο, στα θετικά στοιχεία της φιλίας, στην ξενοιασιά που μπορεί να αναπτυχθεί όταν υπάρχει θέληση. Αλλά την απάντηση τη δίνει και πάλι η ίδια η ταινία. Γιατί οι ηθοποιοί δεν υποδύονται τους ρόλους τους., «είναι» παιδιά ανάπηρα, χωρίς πόδια, καθηλωμένα στα καροτσάκια τους, που όμως μπόρεσαν να δουν αυτό που εμείς ακόμα δυσκολευόμαστε να δεχθούμε. Ότι η φυσική κατάσταση και ο προσδόκιμος χρόνος επιβίωσης, είναι παράγοντες δευτερεύοντες στο τι βιώνει εσωτερικά ο άνθρωπος στη ζωή του..

Ο αγώνας τελείωσε, το γυμναστήριο άλλαξε όψη, ένα χορευτικό κέντρο με ορχήστρα είναι στη διάθεση των παιδιών. Τα φώτα χαμήλωσαν, όλοι αισθάνονται χαρούμενοι. Μουσική, χορός, τραγούδι, όλα είναι στη ζωή. Δεν υπάρχουν διαστάσεις δυστυχίας και ευημερίας. Είναι η ίδια ζωή για όλους Τα ίδια γεγονότα για όλους. Η διαφορά στο πως ζει ο καθένας, εξαρτάται από το πως ερμηνεύει στον εαυτό του τα γεγονότα αυτά. Ό τι έχει κανείς μέσα του, αυτό προβάλλει. Όποιος έχει στην καρδιά του αγάπη και ειρήνη, τα προβάλλει και στους γύρω του. Όποιος αισθάνεται μέσα του ελεύθερος, ποτέ δεν θα νοιώσει ανάπηρος, καθηλωμένος.   

Ο Γιόργκε, ο τέταρτος της παρέας, είχε έρθει στο νοσοκομείο για βιοψία.. Οι τρεις φίλοι τον δέχθηκαν κοντά τους, τον εντάξανε στην ομάδα τους, συμμετείχαν και ελάφρυναν την αγωνία του, του συμπαραστάθηκαν για να μάθει το αποτέλεσμα της εξέτασης, μοιράστηκαν τη χαρά μαζί του όταν πληροφορήθηκαν πως αυτό ήταν αρνητικό και από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου που έβλεπε στο δρόμο, με ανάμικτα συναισθήματα, παρακολούθησαν την αποχώρηση του. Και τα τρία παιδιά, ίσως και όλοι οι θεατές την ίδια ώρα, περίμεναν τον Γιόργκε να γυρίσει προς το μέρος τους, να ρίξει μια τελευταία ματιά ψηλά, να κινήσει το χέρι του σε ένα νεύμα συμπαράστασης, φιλίας και αποχαιρετισμού. Όμως εκείνος, γεμάτος από τη χαρά του που «τη γλίτωσε», μπήκε με τους δικούς του στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ίσως αυτή ήταν η πιο πικρή σκηνή σε όλο το έργο.
Αν δεν ξεχνούσαμε τόσα πολλά και τόσο εύκολα, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος. 


Μ. Ψ.