Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Occupation 2009

Στο ξεκίνημα του blog μας, είχαμε παρουσιάσει τήν σπουδαία μίνι σειρά του BBC Occupation  (σε σκηνοθεσία Nick Murphy, με τον James Nesbitt στον πρώτο ρόλο). Επανερχόμαστε με μία φιλμοκριτική του καλού μας συνεργάτη Μ.Ψ., ο οποίος όπως πάντα, αναλύει τήν ταινία σε βάθος. Καλή ανάγνωση!

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε γιατί κάποια γεγονότα που δεν μας αφορούν άμεσα, μας έλκουν ή μας απωθούν με ιδιαίτερη ένταση, μέσα στις τόσες αντιφάσεις που συναντούμε καθημερινά στο δρόμο μας. Και πάντα ανακαλύπτουμε στοιχεία του εαυτού μας σ’ αυτές τις «ξένες» ιστορίες, που μας υπενθυμίζουν το πόσο ίδιοι είμαστε  όλοι οι άνθρωποι στις επιδιώξεις και στις αντιδράσεις μας.

Με κάθε ευκαιρία, ξαναζούμε νοερά σημαντικές στιγμές της ζωής μας και επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά μας, όσο αυτό είναι δυνατό.
Ποιους κύκλους της ζωής του όμως, προσπαθεί να κλείσει ο καθένας μας, ξαναγυρίζοντας εκεί απ’ όπου απεγνωσμένα αγωνίστηκε να απομακρυνθεί; Πως να κατανοήσει κανείς την ανάγκη τριών Ιρλανδών στρατιωτών να επιστρέψουν στη φρίκη του πολέμου στο Ιράκ, που ήταν αδιάφορος ιδεολογικά γι’ αυτούς και απ’ όπου μόλις είχαν ξεφύγει; Και γιατί εμείς να ψηλαφούμε ξανά τη μάσκα ενός πολέμου που καταδικάζει η συνείδηση μας;
Το Occupation μας  εντάσσει ωστόσο αβίαστα στην πλοκή του και σαν τους ήρωες της ταινίας, επιστρέφουμε ξανά στον παραλογισμό του πολέμου, να αναζητήσουμε κι εμείς εκεί κομμάτια του εαυτού μας, ακολουθώντας τα βήματα τους.

Οι τρεις Ιρλανδοί που θα γυρίσουν και πάλι στο Ιράκ, είναι τρεις συνηθισμένοι, καθημερινοί, δικοί μας άνθρωποι.
Ο Μάικ Σουΐφτ, έχει σύζυγο και παιδιά, αλλά οι σχέσεις τους έχουν περιοριστεί στους τύπους της συνήθειας, χωρίς ουσιαστική ψυχική επαφή. Στο Ιράκ θα επιδιώξει να συναντήσει τη συγκίνηση μιας νέας αγάπης.
Ο Nτάννυ Πήτερσον, αισθάνεται να μην ανήκει πουθενά, να μην έχει κάποιο στόχο στη ζωή του. Δεν έχει να χάσει τίποτα. Επιστρέφει εκεί που η μεταπολεμική περίοδος ανακατατάξεων ευνοεί τον τυχοδιωκτισμό.  
Ο Λη Χίμπς, ο νεώτερος από τους τρεις, συνάντησε στο Ιράκ την ειλικρινή φιλία στο πρόσωπο ενός Ιρακινού συναδέλφου του, που δεν υπάρχει πια. Οφείλει να αποδείξει στο φίλο του και κυρίως στον εαυτό του, ότι άξιζε αυτή τη φιλία και είχε το θάρρος να την τιμήσει όπως έπρεπε.

Ανεξάρτητα ο καθένας από τους άλλους δυο, αποφασίζουν και οι τρείς, να ξαναδούν τα μέρη που ρημαγμένα από τον θάνατο και την καταστροφή, φιλοξενούν ακόμα τους φόβους τους, τις αγωνίες και τον αποτροπιασμό τους, αλλά και τα αισθήματα, που στην πατρίδα τους δεν μπόρεσαν να βιώσουν.    
Είναι τόσο δραματική η μοναξιά που κρύβεται πίσω από τα προβλήματα τους, που ο κίνδυνος από τις ένοπλες ομάδες Ιρακινών που μάχονται με τις δυνάμεις κατοχής καθημερινά στη Μπάσρα, δεν τους τρομάζει. Επιστρέφουν με λαχτάρα, να ξαναβρούν εκεί τη ζεστασιά της φιλίας, της συντροφικότητας, της αγάπης.

Ενώ  θα ήταν λογικό οι ανθρώπινες σχέσεις να είναι ευκολότερες, όπου υπάρχει ειρήνη και ασφάλεια, στην πραγματικότητα σε έκτακτες καταστάσεις, μπροστά στον κίνδυνο, οι άνθρωποι έρχονται αυθόρμητα πιο κοντά, ο φόβος και η αβεβαιότητα παραμερίζουν τον εγωισμό, η αίσθηση αυτάρκειας δεν επαρκεί και οι δισταγμοί υποχωρούν, ελευθερώνοντας την απλότητα και την ειλικρίνεια που βρίσκονται καταπιεσμένες από τις κοινωνικές συνθήκες.   
Είναι ένα από τα λίγα δώρα του πολέμου, αυτό το πλησίασμα γνωστών και αγνώστων σε στιγμές καθοριστικές, όπως ακόμα και η δυνατότητα την ώρα της κρίσης, να γίνεται κανείς παρατηρητής του εαυτού του στις χωρίς σκέψη αντιδράσεις του, θετικές ή άστοχες, στις χωρίς λογική αυθόρμητες αποφάσεις του. Σε τέτοιες στιγμές, μας δίνεται μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας. 
Όμως το πιο πλούσιο δώρο, είναι οι στιγμές του απόλυτου κινδύνου, όταν ο θάνατος είναι διάχυτα παρών, όταν το ύστερα, το μετά, το έπειτα, είναι λέξεις χωρίς νόημα, χωρίς αντίκρισμα. Οι μικροί αυτοί θάνατοι, με ή χωρίς ελπίδα επιβίωσης, όταν ο άμεσος κίνδυνος ξεπερνιέται, γεμίζουν την ψυχή με αναστάσιμη χαρά, με ανεκτίμητα συναισθήματα, με την προσδοκία μιας νέας ζωής.
Αργότερα, μπορεί να γίνει η αξιολόγηση και η αξιοποίηση των δώρων αυτών, κάτι που το οφείλουν όλοι στον εαυτό τους. Όποιος το έχει αντιληφθεί αυτό έγκαιρα, βγαίνει καλύτερος, μέσα από τέτοιου είδους δοκιμασίες.


Η ταινία παρασύρει τον θεατή στη δίνη του πολέμου και των συνεπειών του, δίνοντας την αίσθηση πως ο χρόνος δεν μετριέται πια με ώρες και μέρες, αλλά μόνο με στιγμές. Η ζωή συμπυκνώνει τη ροή της σε διαδοχικές σκηνές καταστροφής, νοσοκομείων, θρησκόληπτου φανατισμού, εκμετάλλευσης και πυροβολισμών. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα επιτείνουν την τραχύτητα και τη ρευστότητα των γεγονότων, με μια ένταση που οδηγεί στα όρια της αποδιοργάνωσης.
Τα παγκόσμια οικονομικά συμφέροντα, σε κοινωνίες όλο και περισσότερο απομακρυσμένες από τον Θεό, ανατροφοδοτούν τη βία, την εξαπάτηση, το χάος. Το σκηνικό είναι πάντα το ίδιο. Οι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται. Ο άνθρωπος σαν μονάδα, χάνει το πρόσωπο του.  
Όλοι οι ήρωες της ταινίας, είχαν κάποια στιγμή την προσωρινή αίσθηση ότι απέκτησαν αυτό που ζητούσαν, ότι άγγιζαν την ευτυχία. Ο Μάικ θα έφερνε μαζί του την Αλίγια στην Αγγλία, ο Ντάννυ ήταν πια πλούσιος και επιτυχημένος, ο Λη είχε εκπληρώσει το καθήκον του απέναντι στην οικογένεια του φίλου του. Αλλά, μάταια! Η ευτυχία είναι κι’ αυτή στιγμιαία. Η διάρκεια, δεν χαρακτηρίζει τις πρόσκαιρες από τη φύση τους καταστάσεις. Η πνευματικότητα είναι που ανοίγει τα μάτια της ψυχής, για να αντιληφθούμε πως ό, τι πραγματικά θέλουμε, δεν υπάρχει λόγος να το αναζητούμε αλλού, το είχαμε πάντοτε δίπλα μας. Σε μας εναπόκειται να το επενδύσουμε με την αγάπη μας.
«Γκιλγκαμές (αναφέρει το ομώνυμο πανάρχαιο έπος της Μεσοποταμίας, για τον ημίθεο που ζητούσε την αθανασία της δόξας), αυτό που ψάχνεις δεν θα το βρεις ποτέ. Γιατί όταν δημιούργησαν οι θεοί τον άνθρωπο, όρισαν τον θάνατο σαν ριζικό του. Η αιώνια ζωή στη γη, σημαίνει κόλαση. Ζήσε την κάθε μέρα σου ευτυχισμένος. Αγάπησε το παιδί που κρατά το χέρι σου. Άφησε τη γυναίκα σου να χαρεί την αγκαλιά σου. Αυτές είναι οι έγνοιες, που πρέπει να έχουν όλοι οι άνθρωποι!»

Ο χρόνος που μετριόταν με στιγμές, παγώνει. Ο θάνατος χτύπησε προς τη μεριά του Μάικ. Ο ίδιος, σώος, τραγικός πατέρας, σύζυγος χωρίς γυναίκα, φίλος γεμάτος θυμό, θα συγκρουσθεί στην Ιρλανδία πια, με τον Ντάννυ, στην τελευταία και δυνατότερη σκηνή του έργου.
Όλη η φόρτιση, οι απώλειες, οι ματαιώσεις, οι ενοχές, θα εκτονωθούν σε ένα αγώνα οργής και αλληλοκατηγοριών, σε μια προσπάθεια επιμερισμού ευθυνών,   γεμάτη πικρία.
Δεν είναι εχθροί. Ίσως μάλιστα να είναι η κάποια οικειότητα, που τους επιτρέπει τις βαριές εκφράσεις. Όμως οι ψυχολογικές επιπτώσεις της βίας που έζησαν, λειτουργούν ανεξέλεγκτα.  Ο Λη που συμπάσχει με τους άλλους δύο, συμπληρώνει την τριανδρία ενός πολέμου που μεταφέρθηκε μέσα στις ψυχές τους στην πατρίδα.
Μαζί πενθούν για τους νεκρούς, για τους εαυτούς τους, για όσα έζησαν.
Εξουθενωμένοι τελικά, άδειοι, μένουν σιωπηλοί, να συνειδητοποιούν τη μοναξιά τους. Την κοινή μοναξιά τους.

Στην ατμόσφαιρα πλανάται η ελπίδα. Ίσως καταφέρουν να νοιώσουν μεταξύ τους λίγη κατανόηση, περισσότερη συμπάθεια, ουσιαστική φιλία. Ο Θεός που για όλους φροντίζει, χαράζει για τον καθένα το κατάλληλο μονοπάτι, για να γεμίσει τις καρδιές με την αγάπη Του, με την παρουσία Του.

Μ. Ψ.