Dead Man Walking [1995], μια ταινία φτιαγμένη από μια παρέα εναλλακτικών του Αμερικάνικου σινεμά. Η Σούζαν Σάραντον πρωταγωνιστεί και παίρνει το Oscar γυναικείου ρόλου, ο Σων Πεν συμπρωταγωνιστεί και παίρνει Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνο, ο Τιμ Ρόμπινς σκηνοθετεί και επίσης βραβεύεται στο Βερολίνο και όλοι μαζί κερδίζουν άλλα 19 βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ..
* * *
Το Dead Man Walking είναι μια ια ταινία σκληρή, ιδιαίτερη, εξαιρετική, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που περιγράφει στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο της η μοναχή Helen Prejean. Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη, είχε πει κάποτε ο Kafka, είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Μια τέτοια αίσθηση διαχέει η ταινία στους θεατές, μέσα από τις ποικίλες αντιθέσεις της που εναλλάσσονται και τους καθηλώνουν.
Η πραγματική μοναχή Helen Prejean.
Η ίδια η γοητεία του Αμερικανικού Νότου οφείλεται στις αντιθέσεις του. Η ζωή όμως δεν είναι μόνο μια σκηνή ξένοιαστων παιδιών που παίζουν σχοινάκι σε μια νέγρικη φτωχογειτονιά του Σαιντ Τόμας ή μια ανάμνηση jazz από τη μπάντα κηδείας, που σαν μικρή ρυθμική εορτάσιμη τελετή των μαύρων για τον νεκρό και ελεύθερο πια αδελφό τους, χαρακτηρίζει τη γραφική μεγαλούπολη της Λουϊζιάνα. Πάντοτε και σε όλα τα επίπεδα υπάρχει και η αντίθετη πλευρά.
Νέα Ορλεάνη, 1982. Ο Μάθιου, ένας νεαρός λευκός, έχει καταδικαστεί σε θάνατο για τη στυγνή δολοφονία δυο εφήβων και για τον αποτρόπαιο βιασμό της κοπέλας και με ένα γράμμα του που ζητά λίγη ανθρώπινη επαφή και συμπαράσταση στις δύσκολες ώρες που περνά, μπαίνει στη ζωή της αδελφής Έλεν.
Εκείνη, μεγαλωμένη σε ένα ήρεμο και άνετο περιβάλλον, σε μια ατμόσφαιρα αλληλοσεβασμού και κατανόησης, διατηρεί τον νεανικό της ενθουσιασμό που την οδήγησε στον Θεό και στη μοναχική ζωή. Ζει εκούσια τη φτώχεια των «έγχρωμων», προσφέροντας εργασία και αγάπη. Αποφεύγει να ξεχωρίζει από τους γύρω της, γίνεται ένα με τους ανθρώπους που υπηρετεί και η γαλήνη που αντλεί από την προσφορά της στους άλλους, φωτίζει το πρόσωπο της και το τίμιο βλέμμα της.
Εκείνος, κλειστός και στυλιζαρισμένος, από τους άτυχους της ζωής, κρατιέται απεγνωσμένα από την επίπλαστη εικόνα που δημιούργησε για τον εαυτό του. Σκληρός, αδίστακτος, ατομιστής, αλαζόνας, έτοιμος να αντιμετωπίσει το καλύτερο ή το χειρότερο με ψυχραιμία αρπακτικού. Η ανάγκη του να ανήκει κάπου, σε μια κοινωνική ομάδα που τον αποδέχεται, τον οδηγεί στο να συντονίσει τη συμπεριφορά του με το πρότυπο του, έναν γνωστό κακοποιό. Παρέα αλληλωθούνται στο περιθώριο, στην ασυδοσία, σε πράξεις βίας και φτάνουν στο έγκλημα.
Εκείνος θα χειριστεί την αδελφή Έλεν, σύμφωνα με τις εμπειρίες του και τις σημερινές του ανάγκες. Εκείνη θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα του νεαρού Μάθιου ελπίζοντας με τη βοήθεια του Θεού, να προσπελάσει το νοσηρό και αμαρτωλό κέλυφος, να αγγίξει την ψυχή του. Όταν ο Θεός σου δίνει μια ευκαιρία να μετέχεις στα σχέδια Του, δεν μπορείς να αδιαφορήσεις.
Οι επισκέψεις της στη φυλακή, οι αποτυχημένες προσπάθειες τους να μετατραπεί η ποινή του σε ισόβια, ο χρόνος γνωριμίας τους που αυξάνεται, ο χρόνος ζωής του που εξαντλείται, προάγουν τη σχέση τους σε ουσιαστικότερη επικοινωνία.
Τα ψυχολογικά δυναμικά ανάμεσα στην Έλεν και τον Μάθιου, τη μοναχή και τον μελλοθάνατο, εξελίσσονται σε τρία στάδια. Οι πρώτες συναντήσεις ενός άντρα με μια γυναίκα είναι αναγνωριστικές. Η αθώα, συντηρητική, μετρημένη, ελεγχόμενη και ειλικρινής Έλεν, φαντάζει απόλυτα επιθυμητή στον ανερμάτιστο, επιπόλαιο και στερημένο από αγάπη Μάθιου. Η ακεραιότητα όμως και η ευθύτητα με την οποία εκείνη τον αντιμετωπίζει, δεν του αφήνουν κανένα περιθώριο για παραπέρα μεθοδεύσεις και φαντασιώσεις. Δεν του ζητά να τη σεβαστεί σαν μοναχή. Οφείλουμε να φερόμαστε με σεβασμό στον κάθε άνθρωπο. Ο Μάθιου ακούει κάποια πράγματα ίσως για πρώτη φορά.
Μέσα από το διακριτικό και χωρίς πιέσεις πλησίασμα της Έλεν στη συνέχεια, αναπτύσσεται προοδευτικά και ασυνείδητα η επόμενη σχέση, μητέρας και γιου, η πανίσχυρη και καταλυτική αυτή σχέση εμπιστοσύνης και οικειότητας, που αποτελούν και τη βάση για το τελικό στάδιο επικοινωνίας, αυτό της συνομιλίας προσώπων, της ταύτισης και της αγάπης.
Βήμα-βήμα η ειλικρίνεια και η γεμάτη στοργή προσέγγιση της Έλεν, οι προτροπές της και οι αναφορές της στη Βίβλο, η συγκινητική συμπαράσταση της, γκρεμίζουν τα τείχη του Μάθιου και την παραμορφωμένη εικόνα του στον καθρέφτη της ψυχής του, ζεσταίνουν την καρδιά του, δυναμώνουν την προσωπικότητα του. Δεν νοιώθει να απειλείται από παντού. Η συμπεριφορά του γλυκαίνει, αρχίζει να βλέπει και πέρα από τον εαυτό του. Η υπεραναπλήρωση της ευαισθησίας, της αδυναμίας και της ανασφάλειας του με την υιοθέτηση και την προκλητική προβολή ρατσιστικής και ναζιστικής ιδεολογίας, παύει να του είναι απαραίτητη. Αντιμετωπίζει τη μητέρα και τ’ αδέλφια του σαν ένας άλλος άνθρωπος. Το πλαστό είδωλο του εαυτού του καταρρέει. Η Έλεν άγγιξε πραγματικά τη ψυχή του. Τώρα μπορεί να δει τον εαυτό του όπως πραγματικά είναι, ευάλωτος, τρομοκρατημένος. Μπορεί να λυπηθεί για τη ζωή του, μπορεί να μεταμεληθεί και όταν πια δεν του απομένουν παρά λίγα λεπτά ακόμα ζωής, να ξεσπάσει στο λυτρωτικό κλάμα της μετάνοιας, να ανοίξει την πόρτα της ψυχής του χωρίς φόβο, στον Θεό.
Παράλληλα οι στιγμιαίες αναδρομές στο ειρηνικό παρελθόν της Έλεν, εναλλάσσονται με τις σκληρές λεπτομέρειες της εγκληματικής νύχτας στο δάσος, του Μάθιου και με τις εναλλαγές των εικόνων συγκριτικά, αντί να αμβλύνονται οι δεύτερες, αντίθετα επιτείνονται οδυνηρά, σαν αλλεπάλληλες γροθιές στο στομάχι του θεατή. Τελικά η μετάνοια δεν ακολουθεί ιστορικά το έγκλημα. Οι σκηνές της φρίκης είναι πάντα εκεί, παρούσες ξανά και ξανά, στο κλάμα της μετάνοιας του, στην ώρα της συγγνώμης του, στη διαδικασία του θανάτου του. Και απρόσωπα, ψυχρά, τα πρόσωπα των δύστυχων συγγενών των θυμάτων, παρακολουθούν από το τζάμι την απονομή δικαιοσύνης με ανάμικτα συναισθήματα μίσους και ικανοποίησης.
Είναι τάχα πιο εύκολη η μετάνοια από την συγχώρεση; Η ανθρώπινη δικαιοσύνη που ακολουθεί το δημόσιο αίσθημα, δεν διαιωνίζει το μίσος και αναπαράγει το έγκλημα; Το κράτος δεν εγκληματεί με την εφαρμογή της θανατικής ποινής;
Το έργο τελείωσε, γεννήθηκαν ερωτήματα αμείλικτα για επεξεργασία και ο θεατής αποκομίζει πλούσια ερεθίσματα για να δουλέψει μέσα του και διδάγματα σημαντικά για να αφομοιώσει στο χαρακτήρα του. Ένα έργο στιβαρό, δυνατό, με πλούσιο πνευματικό περιεχόμενο, «ένα τσεκούρι στην παγωμένη επιφάνεια της ψυχής μας».
Η Susan Sarandon υπήρξε υπέροχη στο ρόλο της, διάφανη και γνήσια, δίνοντας μια ερμηνεία της sister Helen άξια για Oscar, που δίκαια της απονεμήθηκε.
Ο Sean Penn, ανταποκρίθηκε άριστα στον δύσκολο ρόλο του. Έχοντας κατανοήσει την ψυχολογία του Matthew, εκτιμούμε το πόσο σωστή υπήρξε η ερμηνεία του Penn.
Η μουσική επένδυση τέλος, συνόδευσε με τις κατάλληλες αποστάσεις το σενάριο και ολοκλήρωσε την αίσθηση πληρότητας που προσφέρει η ταινία.
Ο Τιμ Ρόμπινς και η Σ. Σάραντον
O Tim Robbins δημιούργησε με τη σκηνοθεσία του ένα συγκλονιστικό έργο. Όλα πήγαν καλά μέχρι λίγο πριν το τέλος του. Εκεί προς το τέλος υπήρξαν κάποια λάθη, που μειώνουν και υποβαθμίζουν την πνευματικότητα, τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία της ταινίας, αν τα λάβει κανείς υπ’ όψη του. Όμως ο θεατής είναι τόσο επηρεασμένος από το ανελέητο σφυροκόπημα των συγκινησιακών ερεθισμάτων που δέχθηκε, ώστε θεωρεί τη ταινία τελειωμένη ήδη από το κλάμα της συντριβής του Matthew, αδιαφορώντας για τα πρόσθετα σημεία υπερβολής, εντυπωσιασμού και πολιτικών ή εμπορικών σκοπιμοτήτων, που ίσως στέρησαν από τον Robbins το Oscar σκηνοθεσίας. Θα αναφέρουμε την άκαιρη και αψυχολόγητη αναφορά του Μάθιου, που μόλις πριν λίγα λεπτά αξιώθηκε να νοιώσει τη γαλήνη της μετάνοιας στην ψυχή του, στον φόνο που διαπράττει «το κράτος σας» σκοτώνοντας τον, στα «σ’ αγαπώ» που ανταλλάσσουν μεταξύ τους ο Μάθιου με την Έλεν, στο μελοδραματικό άπλωμα του χεριού της Έλεν προς το μέρος του την ώρα που γίνεται η ένεση, στις τεχνικές αυθαιρεσίες της διαδικασίας της εκτέλεσης και στην τελείως περιττή σκηνή της ταφής και της συζήτησης που ακολουθεί.
Το έργο ωστόσο είναι πραγματικά σημαντικό, από αυτά που θυμάται κανείς σε όλη του τη ζωή.
Ας φέρνουμε συχνά στο νου μας τη φωνή του δεσμοφύλακα να αναγγέλλει επίσημα: “Dead man walking, dead man walking here!” και ας πιστέψουμε πως η αναγγελία αυτή αφορά σε μας, άλλωστε αυτή είναι η αλήθεια. Ίσως έτσι να ξεχνιόμαστε λιγότερο.
Προτού κλείσουμε τον φάκελο της ταινίας, γυρίζουμε ξανά στην αρχή, στην ήρεμη σκηνή των παιδιών που παίζουν σχοινάκι. Νοιώθουμε την παρουσία του Θεού την ώρα της μετάνοιας, νοιώθουμε την παρουσία Του την ώρα της προσευχής, το ίδιο νοιώθουμε τη θεϊκή παρουσία στις αθώες καρδιές των παιδιών την ώρα που παίζουν στη νέγρικη φτωχογειτονιά του Σαιντ Τόμας κι’ αγαπούν τη λευκή δασκάλα τους, την αδελφή Έλεν.
Μ. Ψ.