Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Λίγα λόγια ακόμα για την ταινία "Tsar"...



 Πριν λίγο καιρό παρουσιάσαμε την ταινία O Tσάρος του Pavel Lungin. Επανερχόμαστε με ένα κείμενο του συνεργάτη μας Μ.Ψ., που με την ιδιότητά του ως ψυχιάτρου διεισδύει στην προσωπικότητα του Ιβάν του Τρομερού και θεολογεί αξιοπρόσεκτα...

(Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο - πλην της τελευταίας - προέρχονται από την ιστορική ταινία του μεγάλου σκηνοθέτη S. Eisenstein "Ιβάν ο Τρομερός", (1944 Α΄μέρος, 1958 β΄μέρος), όπου βέβαια ο Τσάρος παρουσιάζεται με θετικό τρόπο, αφού ο θαυμασμός που έτρεφε γι αυτόν ο Στάλιν επέβαλε μια μονομερή επική παρουσίαση).
 

Η εξαιρετική παρουσίαση της ταινίας TSAR από την αδελφή μας Α. Χ. που αναρτήθηκε ήδη στο Αρχαγγέλων Ταινιόραμα στις 27 Οκτωβρίου, παρέχει στον θεατή κάθε χρήσιμη πληροφορία για την ταινία και μια πλούσια ιστορική τοποθέτηση του έργου.
Έχουμε έτσι την ευκαιρία να προχωρήσουμε άμεσα στην παράθεση κάποιων σκέψεων που πηγάζουν από τη συγκεκριμένη ταινία, αποφεύγοντας τις επαναλήψεις γνωστών στοιχείων.

Μια κινηματογραφική ταινία είναι ένα κομμάτι ζωής, μια αναπαράσταση ζωής δοσμένη από την ιδιαίτερη οπτική γωνία του σκηνοθέτη. Σαν μια φωτογραφία (αφού είναι κυρίως εικόνα) διευρυμένη, που ανάλογα με την τεχνική προσέγγιση και τον εστιασμό του θέματος της, δρομολογεί και ανάλογους συνειρμούς. 


Στην πρώτη ασπρόμαυρη ταινία με το ίδιο θέμα, ο «Ιβάν ο Τρομερός» (Sergei Eisenstein, 1944), οι διαβαθμίσεις των γκρίζων τόνων διαποτισμένοι από την ιδιοφυία του μεγάλου δημιουργού, προάγουν τους συμβολισμούς και αναδεικνύουν τον θρύλο του τρομερού Τσάρου, σε μια εποχή ιδιαίτερης σκοπιμότητας. 


 Οι συνειρμοί εκεί παίρνουν άλλους δρόμους.
Ο Pavel Lugin σήμερα, μέσα σε ένα πλούτο χρωμάτων και σκηνικών αποχρώσεων, επικεντρώνεται και φωτίζει ανάγλυφα τη διαταραγμένη προσωπικότητα του Ιβάν, που από «Τρομερός» ονομάζεται απλά «Τσάρος», έστω και χωρίς αποσιωπητικά που θα τόνιζαν εντονότερα τη ρεαλιστική απομυθοποίηση του. 
Ζήσαμε τον Pyotr Mamonov σαν Άγιο Ανατόλιο στο «Νησί» του, λίγο-πολύ ταυτιστήκαμε μαζί του και τώρα τον απολαμβάνουμε σε ένα ρόλο τελείως αντίθετο, τον ζούμε σαν Τσάρο, αλλά εδώ δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε ταυτίσεις, διατηρούμε διακριτικά τις αποστάσεις μας. Και φαίνεται λογικό. Ο Ιβάν ο Τσάρος είναι τρελός, παρανοϊκός, ακαταλόγιστος. Πώς να ταυτιστεί κανείς μαζί του;
Όμως ο Λουγκίν φωτίζοντας έντονα τους χαρακτήρες του, δίνει διάφανες κάποιες πτυχές της προβληματικής αυτής προσωπικότητας. Ας στρέψουμε κι’ εμείς λοιπόν, λίγο περισσότερο την προσοχή μας στον ίδιο τον Ιβάν, από ό τι στα εγκλήματα του.  



Τα συμπτώματα της τρέλας λένε πως είναι μηχανισμοί προστασίας, όταν η σκληρότητα και η πίεση της ζωής δεν αντέχονται άλλο. Ο τρελός (ο Ιβάν στην περίπτωση μας) είναι κάποιος που ίσως κληρονόμησε μια ευαισθησία ιδιαίτερη στο να πληγώνεται από τη συμπεριφορά των γύρω του, χωρίς να έχει αντισταθμιστική παροχή αγάπης και κατανόησης, κάποιος που δεν γνώρισε στα χρόνια της συναισθηματικής του ανάπτυξης στοργή, τρυφερότητα, ελευθερία, συντροφικότητα, μετριοπάθεια,  κάποιος που νοιώθοντας να συνθλίβεται από τον φόβο και τις ενοχές, προβάλλει το μίσος που τον διακατέχει  στους άλλους, προτιμώντας να είναι εκείνος ο κυνηγημένος, ο στόχος όλων που συνωμοτούν εναντίον του και εξισορροπεί τα ψυχολογικά του κενά υιοθετώντας ένα παραλήρημα, μια παθολογική πεποίθηση θεϊκής αποστολής. 



Ο κόσμος τον έχει απαρνηθεί πριν ακόμα αρρωστήσει. Περνώντας τα όρια της τρέλας, ανοίγεται ένα μόνιμο χάος ανάμεσα σ’ αυτόν και την κοινωνία των «φυσιολογικών» ανθρώπων. Ο «τρελός» θα ζει πια σε μια  βουβή μοναξιά, σε μια ονειρική (εφιαλτική) πραγματικότητα, έρμαιο στο φόβο και την καχυποψία, γαντζωμένος στο παραλήρημα του, ένας άνθρωπος χωρίς ουσιαστική επικοινωνία, χωρίς κοινωνία, χωρίς Παράδεισο.    
Μέσα στη δίνη της αρρώστιας του διασφαλίζει την πραγματική ή τη φανταστική εξουσία του με το ψέμα, με το έγκλημα, ίσως και με τη διαστροφή, γιατί ενεργεί άβουλα, με το ένστικτο και το ένστικτο είναι τυφλό, χωρίς πνεύμα.



Κι’ εμείς, συμπονούμε τον τρελό και όλους τους αναξιοπαθούντες από μακριά, κρατούμε αποστάσεις ασφαλείας, περιοριζόμαστε και περιφρουρούμε τη σιγουριά του στενού και υγιούς κύκλου μας, αποφεύγουμε κάθε σχέση με διαταραγμένους, με απατεώνες, με άρρωστους, με φυλακισμένους, με ύποπτους γενικότερα και καταδικάζουμε φανερά ή κρυφά όποιον δεν μας ταιριάζει. Θυμώνουμε με όσους δεν ασπάζονται τις απόψεις μας ή αγνοούν τις υποδείξεις μας. Ειρωνευόμαστε κάθε τι ξένο στις συνήθειες μας.   

 
Διεκδικούμε έναν Παράδεισο στα μέτρα μας, για μας και τους «δικούς» μας, αποκλείοντας τον κάθε παρείσακτο Γιάννη Αγιάννη της εξαθλίωσης που μας περιβάλλει.
Μας καθησυχάζει να παίζουμε τον ρόλο του καλού χριστιανού, αντί όμως με την πολιτεία μας να τεκμηριώνουμε αγιότητα, περιφέρουμε στην οθόνη της ζωής μας την χλιαρότητα της ολιγοπιστίας μας. 


 Σαν τον Τσάρο στην υπέροχα συμβολική σχετική σκηνή της διαδικασίας ενδύσεως του, προχωρούμε κι’ εμείς αργά, σταθερά και αυτάρεσκα σε μια καθημερινή επανένδυση και συσσώρευση ματαιοδοξίας. Με τη δύναμη της όποιας εξουσίας κατορθώσαμε να εξασφαλίσουμε, αντλούμε μικρές ικανοποιήσεις από τη σκληρότητα μας, την απόρριψη, την κακοπιστία και την εύκολη κριτική που ασκούμε στους γύρω μας και όλα αυτά χωρίς το άλλοθι της τρέλας, χωρίς το ελαφρυντικό του ακαταλόγιστου.  



Στη κοινωνία μας, αξιολογούμε τίτλους και επιφάνεια, κρίνουμε συμπεριφορές, δεν αγαπούμε και αγνοούμε το «πρόσωπο».
Και τελικά δεν σκεφτόμαστε ούτε για μια στιγμή, μήπως η αθλιότητα, η ανηθικότητα, η δυσμορφία, η κακία που μας απειλούν απ’ έξω, δεν είναι παρά οι δικές μας προβολές στους άλλους, γι’ αυτό και νοιώθουμε τόσο ενοχλημένοι. Γιατί, αν μέσα μας είχαμε ειρήνη, γαλήνη, ομορφιά,  καλοσύνη, αν στην ψυχή μας ζούσε ο Χριστός, τίποτα στον κόσμο δεν θα ήταν ξένο, ύποπτο, απειλητικό, άσχημο, τρελό. Μέσα από το πρίσμα της αγάπης όλα θα έπαιρναν τη σωστή τους θέση και διάσταση και καμιά συμπεριφορά, παθολογία ή άλλη ιδιαιτερότητα δεν θα ήταν ικανή να μας απομακρύνει ψυχικά από ένα άλλο πρόσωπο. Η συνύπαρξη, η αποδοχή, η αγάπη προς όλους, όποιοι και να είναι, ό τι και να έχουν κάμει, αυτό είναι ο Παράδεισος!



Η σινεκριτική που εξελίχθηκε σε αυτοκριτική, απεγνωσμένα ζητά προτού να κλείσει η αναφορά αυτή, λίγο φως, μια λάμψη ελπίδας στην ιστορία του Τσάρου Ιβάν. Ο Λουγκίν έδωσε τη βαρύτητα που όφειλε και στο σημείο αυτό.
Η ελπίδα ριζώνει στη θυσία και ο Άγιος Φίλιππος είναι η προσωποποίηση της θυσίας. Στάθηκε στο πλευρό του Τσάρου με την τίμια κριτική του, προσβλέποντας στο πρόσωπο του με αγάπη σαν φίλος, σαν αδελφός προσευχόμενος. Στη δική του θυσία ριζώνει και η δική μας ελπίδα, πως η οικονομία του Κυρίου θα μεριμνήσει για τη φώτιση μας. 


 Τελευταία εικόνα που μας ακολουθεί ζωντανή στην καρδιά μας, τα βλέμματα αγάπης του Αγίου και του βογιάρου ανεψιού του, που θα μπορούσαν, όμως αρνούνται να σώσουν τον εαυτό τους την ώρα του μαρτυρίου τους, ενοχοποιώντας ο ένας τον άλλο. Η υπέροχη αυτή σκηνή της υπέρβασης του κόσμου μας, ο αλληλοσεβασμός στην εικόνα του Θεού που δεν την προδίδουν, η ειρήνη που καθρεπτίζεται στα πρόσωπα τους, γίνονται ύμνος και κάθαρση, ψαλμός και παράδειγμα. Οδηγούνται έτσι και οι δύο στη θυσία και οδηγούν κι’ εμάς στους δρόμους της Πίστης, της Ελπίδας και της Αγάπης, των θυγατέρων της του Θεού Σοφίας.    

Μ. Ψ.