Ένα ταξίδι στην αλήθεια μέσα από τα μάτια ενός δεκάχρονου.
Μια παράσταση που με συγκίνησε και με ενθουσίασε τόσο που ακόμα διατηρώ την μαγεία της στη μνήμη μου κι ας πέρασαν επτά αισίως χρόνια απ’ όταν την είδα στο Θέατρο Ιλίσια, ήταν ο «Όσκαρ» του Ε. Ε. Σμιττ με τους Δ. Λιγνάδη και Τζ. Ρουσέα.
(Στιγμιότυπο από την παράσταση)
Κινημένη από την ανάμνηση της λυτρωτικής μέθεξης, όταν διαπίστωσα πως εφέτος κυκλοφορήθηκε και η αντίστοιχη ταινία σε σκηνοθεσία του ίδιου του Γάλλου δραματουργού (ελληνικός τίτλος: Ο Όσκαρ και η κυρία με τα ροζ) έσπευσα να την νοικιάσω. Δείτε την, μα κυρίως διαβάστε το βιβλίο. Η νουβέλα κυκλοφορείται από τις εκδόσεις OPERA σε μετάφραση του Αχ. Κυριακίδη και με τίτλο «Αγαπητέ Θεέ», ενώ μπορείτε ακόμη και να την βρείτε ολόκληρη στο διαδίκτυο (ΕΔΩ), αν το μικρό της αντίτιμο σάς αποθαρρύνει σε καιρούς χαλεπούς.
Διαβάστε το, γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να μιλήσει για τα πιο σημαντικά θέματα μέσα από τα γράμματα ενός παιδιού, γιατί παρουσιάζει τις μέρες ενός άρρωστου με ελαφρότητα, όχι λήθης αλλά υπόμνησης. Ο ίδιος ο διακεκριμένος δημιουργός μεγαλωμένος από γονείς άθεους, υπήρξε αγνωστικιστής, και σε πολλά έργα του προβληματίζεται για τις θρησκείες. Σ’ αυτό ένας δεκάχρονος που βρίσκεται στο τελικό στάδιο της λευχαιμίας ενθαρρύνεται να γράψει γράμματα στον Θεό που δεν γνωρίζει.
Για όσους θέλουμε να λεγόμαστε και κυρίως να ζούμε ως Χριστιανοί, με αυτό το βιβλίο επιβεβαιώνεται πως ερεθίσματα και ελπίδα βρίσκουμε πάλιν και πολλάκις στη λογοτεχνία. Ο Μέγας Βασίλειος έλεγε πως καλούμαστε να είμαστε σαν τις μέλισσες που από τα λουλούδια παίρνουν το πολυτιμότερο στοιχείο τους και το μετουσιώνουν σε κάτι ακόμα σημαντικότερο, σε μέλι, αναφερόμενος στους νέους σχετικά με την αρχαία Γραμματεία. Ε, η θέση του δικαιώνεται όποτε καθένας μας προσεγγίζει κριτικά ένα έργο τέχνης, συνδιαλέγεται μαζί του και το ερμηνεύει, διευρύνοντας ταυτόχρονα τη ματιά του στον κόσμο.
Διαβάστε το και ίσως προτείνετέ το και συζητήστε το με τους εφήβους σας. Αυτά τα πλάσματα που δεν είναι παιδιά πια κι ίσως λιώνουν στην οθόνη του υπολογιστή τους, που εντυπωσιάζονται με τα ιαπωνικά μάνγκα ή τον Χάρυ Πότερ, που του Παπαδιαμάντη τη γλώσσα ούτε που την καταλαβαίνουν, κι όμως αναζητούν την αλήθεια, διψούν για αξίες κι αυτό το βιβλίο ίσως μπορεί να τους εμπνεύσει, χωρίς ηθικολογίες. Μα μην το προτάξετε ως αγγαρεία, προς Θεού, μοναχά ως δυνατότητα.
Γιατί υπάρχει ο θάνατος κι οι αρρώστιες; Γιατί οι άλλοι υποκρίνονται πως δεν θα πεθάνω; Τι ισχύει στις ανθρώπινες σχέσεις; Τι να τον κάνω έναν Θεό Εσταυρωμένο, αναρωτιέται ο μικρός. Μέσα από τη σοφία και την ευρηματικότητα της γιαγιάς Ροζ θυμόμαστε τη δύναμη που καλούμαστε να έχουμε για να συμπαρασταθούμε στους άλλους, δύναμη που ανατροφοδοτείται αν όχι από εκείνους, σίγουρα από Εκείνον. Θέλει λεβεντιά η ζωή και ελπίδα και ως αναζητητές τους εκπλησσόμαστε από αυτό το αναπάντεχα προσιτό και μεστό κείμενο που δεν ξεπερνά τις εκατό σελίδες. Χάρη στην έμπνευση της γιαγιάς ο μικρός αερίζει τις σκέψεις και τους φόβους του, παρηγορείται και ανακαλύπτει τη χάρη του Θεού στ’ απλά. Κι αν τον σωματικό πόνο δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε, ο ψυχικός απαλύνεται όποτε αλλάζει η ματιά μας στα πράγματα, όποτε το άγνωστο γίνεται πιο οικείο και διαυγές, όποτε η αγκαλιά και το χαμόγελο του διπλανού μάς δίνει δύναμη σαν πέφτουμε να σηκωνόμαστε.
Ε.Κ.