Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Like Dandelion Dust [ΗΠΑ – 2009]






Σε μια υ­πό­θε­ση υι­ο­θε­σί­ας, ό­που οι φυ­σι­κοί γο­νείς δι­εκ­δι­κούν με­τά α­πό ε­πτά χρό­νια α­πό τους θε­τούς, την ε­πι­στρο­φή του υι­ο­θε­τη­μέ­νου παι­διού τους, η ζω­ή ό­λων α­να­στα­τώ­νε­ται και α­να­πό­φευ­κτα δη­μι­ουρ­γούν­ται προ­βλή­μα­τα και δυ­σα­ρέ­σκει­ες. Πα­ράλ­λη­λα ό­μως πα­ρου­σι­ά­ζον­ται και αν­τί­στοι­χες ευ­και­ρί­ες, για να γνω­ρί­σει ο κα­θέ­νας κα­λύ­τε­ρα τον ε­αυ­τό του και να αν­τι­λη­φθεί, πως τί­πο­τα στη ζω­ή δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νο.  

H ται­νί­α, σκη­νο­θε­τη­μέ­νη α­πό τον Jon Gunn και βα­σι­σμέ­νη σε μυ­θι­στό­ρη­μα της Karen Kingsbury, κρα­τά α­μεί­ω­το το εν­δι­α­φέ­ρον του θε­α­τή, ε­στι­ά­ζον­τας στους χα­ρα­κτή­ρες των δυ­ο ζευ­γα­ρι­ών γο­νέ­ων που ζουν σε εν­τε­λώς δι­α­φο­ρε­τι­κούς κό­σμους.
Ό­σο α­νό­μοι­ες κι αν εί­ναι ό­μως οι συν­θή­κες της ζω­ής τους, οι ελ­πί­δες, τα ό­νει­ρα και οι ε­νέρ­γει­ες τους ε­πι­κεν­τρώ­νον­ται στον ί­διο στό­χο.



Ο Τζακ Κάμ­πελ [Cole Hauser] με τη γυ­ναί­κα του Μόλ­λυ [Kate Levering] και τον γιο τους Τζό­ι [Maxwell Perry Cotton], α­πο­τε­λούν μια ευ­τυ­χι­σμέ­νη οι­κο­γέ­νεια. Το παι­δί με­γα­λώ­νει σε έ­να πε­ρι­βάλ­λον υ­γεί­ας, χα­ράς και ευ­η­με­ρί­ας. 
Η Μό­λυ, εί­ναι μια μη­τέ­ρα ι­δι­αί­τε­ρα δο­τι­κή και τρυ­φε­ρή στην α­γά­πη της.  
Ο Τζακ, έ­να «ι­δα­νι­κό» πρό­τυ­πο πα­τέ­ρα, με σω­στή συμ­πε­ρι­φο­ρά α­πέ­ναν­τι στο γιο του και με την αυ­το­πε­ποί­θη­ση που του πα­ρέ­χει η οι­κο­νο­μι­κή του ά­νε­ση. Η ά­νε­ση αυ­τή τον κά­νει να υ­πο­τι­μά κά­πο­τε τα αι­σθή­μα­τα και τις προ­θέ­σεις των λι­γό­τε­ρο προ­νο­μι­ού­χων α­πό κεί­νον, έ­χει την τι­μι­ό­τη­τα ό­μως ό­ταν αν­τι­λη­φθεί τα λά­θη του, να ζη­τή­σει συγ­γνώ­μη και την ο­ξυ­δέρ­κεια, να δι­δά­ξει με α­πλό­τη­τα στο γιο του κά­ποι­ες βα­σι­κές α­λή­θει­ες της ζω­ής, που θα α­πο­κα­τα­στή­σουν την ψυ­χο­λο­γι­κή του ι­σορ­ρο­πί­α.

Ξαφ­νι­κά πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μια δι­α­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή στη ζω­ής τους.
Ο Τζό­ι που εί­ναι το υι­ο­θε­τη­μέ­νο παι­δί, με α­πό­φα­ση του Δι­κα­στη­ρί­ου θα πρέ­πει να α­πο­δο­θεί στους Πόρ­τερ, τους φυ­σι­κούς γο­νείς του. Η υι­ο­θε­σί­α θε­ω­ρή­θη­κε ά­κυ­ρη, για­τί ο πα­τέ­ρας του παι­διού δεν ή­ταν ε­νή­με­ρος των ε­νερ­γει­ών της συ­ζύ­γου του. Ό­λα ξε­κί­νη­σαν ό­ταν η μη­τέ­ρα του, τον έ­φε­ρε α­πελ­πι­σμέ­νη στον κό­σμο, ε­νώ ο αλ­κο­ο­λι­κός άν­δρας της βρι­σκό­ταν ή­δη στη φυ­λα­κή για ε­πτά χρό­νια, με­τά α­πό δι­κή της κα­ταγ­γε­λί­α για βι­αι­ο­πρα­γί­α.
Η ευ­τυ­χί­α φυ­σι­κά, πο­τέ δεν εί­ναι στα­θε­ρή στον κό­σμο μας και τί­πο­τα δεν ε­ξαρ­τά­ται μό­νο α­πό τις δυ­να­τό­τη­τες μας.         

Η έν­τα­ση έ­χει τη δι­κή της έκ­φρα­ση. Οι δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις ε­πη­ρε­ά­ζον­ται και οι αν­τι­δρά­σεις α­κο­λου­θούν α­νε­ξέ­λεγ­κτες δυ­να­μι­κές, ό­ταν θί­γον­ται τα αι­σθή­μα­τα και πα­ρα­κάμ­πτον­ται οι ε­πι­θυ­μί­ες. 
Η ι­δι­ο­μορ­φί­α των χα­ρα­κτή­ρων, ε­ξαν­τλεί­ται μέ­σα στην ί­δια τη ζω­ή, που με τους δι­κούς της ρυθ­μούς συμ­πα­ρα­σύ­ρει τις προ­θέ­σεις και τους σχε­δια­σμούς. Ω­στό­σο πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή στη συ­νεί­δη­ση ό­λων και κοι­νή α­ξί­α, η α­γά­πη για το παι­δί,         που η πα­ρου­σί­α του εί­χε γε­μί­σει με φως τη ζω­ή των θε­τών γο­νι­ών του και η α­που­σί­α του, με προσ­δο­κί­α τη ζω­ή των φυ­σι­κών του γο­νι­ών.
                                                                             
Η α­γά­πη ό­μως βι­ώ­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά α­πό τον κα­θέ­να και εκ­φρά­ζε­ται ε­πί­σης δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ο μι­κρός Τζό­ι θα εί­ναι ο τε­λι­κός α­πο­δέ­κτης. Έ­νας α­πο­δέ­κτης, που σαν ε­λεύ­θε­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα έ­χει κι αυ­τός τα δι­κά του αι­σθή­μα­τα Αν και φαι­νο­με­νι­κά τί­πο­τα δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό κεί­νον, ί­σως εί­ναι αυ­τός που θα δώ­σει την τε­λι­κή λύ­ση, με την εμ­πι­στο­σύ­νη της α­θω­ό­τη­τας του.

Ο Τζό­ι πρέ­πει να κά­νει τρεις ε­βδο­μα­δια­ίες ε­πι­σκέ­ψεις προ­σαρ­μο­γής στους φυ­σι­κούς του γο­νείς, με τη συ­νο­δεί­α και ε­πο­πτεί­α Κοι­νω­νι­κής Λει­τουρ­γού, προ­τού μά­θει την α­λή­θεια. Οι υ­πο­χρε­ω­τι­κές αυ­τές ε­πι­σκέ­ψεις σε μια «φι­λι­κή οι­κο­γέ­νεια», μα­κριά α­πό τους δι­κούς του, εί­ναι για το παι­δί και α­κα­τα­νό­η­τες και σκλη­ρές. Ο Νό­μος ω­στό­σο, έ­χει τη δι­κή του λο­γι­κή.

Ο Ριπ Πόρ­τερ [Parry Pepper], βγαί­νον­τας α­πό τη φυ­λα­κή, εί­χε πά­ρει την α­πό­φα­ση να αλ­λά­ξει ζω­ή. Ό­ταν μα­θαί­νει την ύ­παρ­ξη του Τζό­ι, η α­πό­φα­ση του ε­δραι­ώ­νε­ται. Α­πό την πρώ­τη συ­νάν­τη­ση μα­ζί του, χτί­ζει βή­μα-βή­μα με­τα­ξύ τους μια φι­λι­κή σχέ­ση εμ­πι­στο­σύ­νης, ε­νώ ό­μως ό­λα πη­γαί­νουν κα­λά, η ι­κα­νο­ποί­η­ση που αν­τλεί α­πό το και­νούρ­γιο του πρό­σω­πο, αμ­βλύ­νει την ε­γρή­γορ­ση του και το στρες του εγ­χει­ρή­μα­τος του, μει­ώ­νει τις αν­τι­στά­σεις του. Η αυ­το­πε­ποί­θη­ση του κλο­νί­ζε­ται. Πάν­τα βρί­σκε­ται μια α­φορ­μή. Μπο­ρεί να ή­ταν τα ε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια που του πρό­σφε­ρε ο Κάμ­πελ, για να πα­ραι­τη­θεί α­πό τη δι­εκ­δί­κη­ση του παι­διού. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο.

Η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια που πα­ρα­μέ­νει α­κά­λυ­πτη, α­κό­μα κι ό­ταν η ε­ξάρ­τη­ση φαί­νε­ται πως έ­χει ξε­πε­ρα­στεί, α­πλώς πε­ρι­μέ­νει την ευ­και­ρί­α της. Μό­λις αυ­τή υ­πάρ­ξει, ξυ­πνά αιφ­νί­δια η ε­πι­τα­κτι­κή α­νάγ­κη για φυ­γή και η τυ­φλή ε­πι­στρο­φή στη γνώ­ρι­μη συ­νή­θεια, εί­ναι η μό­νη δι­έ­ξο­δος. Ό­λες οι α­πο­φά­σεις πα­ρα­με­ρί­ζον­ται, η σω­μα­τι­κή μνή­μη ε­πα­νέρ­χε­ται πα­νί­σχυ­ρη και η ε­πι­θυ­μί­α γί­νε­ται πι­ε­στι­κή. Το ε­σω­τε­ρι­κό κε­νό, κα­τα­πί­νει το θύ­μα του χω­ρίς οί­κτο και δι­σταγ­μό. Το μο­νο­πά­τι της αυ­το­κα­τα­στρο­φής εί­ναι οι­κεί­ο. Λή­θη, α­πό­συρ­ση, η­δο­νι­κή χα­λά­ρω­ση α­πό την έν­τα­ση και δαι­μο­νι­κή αί­σθη­ση αυ­τάρ­κειας. Πως μπο­ρεί κα­νείς να ξε­φύ­γει α­πό έ­ναν τέ­τοι­ο κλοι­ό α­βο­ή­θη­τος;
Το πά­θος πο­λε­μι­έ­ται με ι­σχυ­ρή βού­λη­ση, σθέ­νος κι ε­πι­μο­νή, αλ­λά νι­κι­έ­ται ο­ρι­στι­κά μό­νο με τη βο­ή­θεια του Θε­ού. Για­τί μό­νο Ε­κεί­νος, μπο­ρεί κα­λύ­ψει το κε­νό της έλ­λει­ψης Του.

Το ε­νέρ­γεια του αλ­κο­όλ με­τα­φέ­ρει τον Ριπ ε­πτά χρό­νια πί­σω, στην ί­δια ο­μί­χλη μι­ζέ­ριας κι ε­γω­ι­σμού, που τον εί­χε ο­δη­γή­σει στη φυ­λα­κή. Ο α­λα­ζο­νι­κός ε­αυ­τός του α­να­βι­ώ­νει και θο­λω­μέ­νος δι­εκ­δι­κεί ά­με­σα, ό­σα πι­στεύ­ει πως δι­και­ού­ται και έ­χει στε­ρη­θεί. Ο μι­κρός Τζό­ι παίρ­νει μια γεύ­ση α­δι­και­ο­λό­γη­τα βί­αι­ης συμ­πε­ρι­φο­ράς, που τον α­να­δι­πλώ­νει στον ε­αυ­τό του.

Η Γου­έν­τι Πόρ­τερ [Mira Sorvino – Ό­σκαρ β' Γυ­ναι­κεί­ου Ρό­λου στο Mighty Aphrodite, 1995], βλέ­πει το παι­δί της α­πο­τρα­βηγ­μέ­νο, δυ­στυ­χι­σμέ­νο κι εγ­κλω­βι­σμέ­νο σε μια δί­νη, α­δύ­να­μο να αν­τι­δρά­σει. Τι πα­ρη­γο­ριά μπο­ρεί να του δώ­σει, πως μπο­ρεί να το πλη­σιά­σει με­τά α­πό τό­σα χρό­νια α­που­σί­ας; Αυ­θόρ­μη­τα του προ­σφέ­ρει μια μι­κρή δι­έ­ξο­δο, μια προ­ο­πτι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­σης. Κό­βει και του δί­νει μια πι­κρα­λί­δα, για να κά­μει μια ευ­χή σκορ­πί­ζον­τας την. Τον πα­ρα­κο­λου­θεί ή­ρε­μη, γνω­ρί­ζον­τας κα­λά ποι­α θα εί­ναι η ευ­χή του. Εί­ναι η κεν­τρι­κή σκη­νή ό­λου του έρ­γου.

Συ­νή­θως, η α­λή­θεια βρί­σκε­ται βα­θύ­τε­ρα α­πό την ε­πι­φά­νεια της πρώ­της εν­τύ­πω­σης. Η νο­ε­ρή ευ­χή του Τζό­ι, μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί σαν δει­σι­δαι­μο­νί­α ή σαν έ­να α­πλό παι­χνί­δι. Και αν η ευ­χή τε­λι­κά πραγ­μα­το­ποι­η­θεί, να α­πο­δο­θεί στην «τύ­χη» ή να χα­ρα­κτη­ρι­στεί σαν «σύμ­πτω­ση». Ό­μως η ευ­χή που βγαί­νει μέ­σα α­πό τα βά­θη μιας α­γνής καρ­διάς, εί­ναι πί­στη και η πί­στη εί­ναι η δύ­να­μη της πραγ­μά­τω­σης. Η «α­πό­λυ­τη αυ­τή στιγ­μή» ή­ταν γε­μά­τη α­πό α­γά­πη, α­γά­πη που άγ­γι­ζε τα ό­ρια της θυ­σί­ας και ό­που υ­πάρ­χει τέ­τοι­α α­γά­πη, εί­ναι αι­σθη­τή η πα­ρου­σί­α του Θε­ού.

Ό­λα τώ­ρα θα α­κο­λου­θή­σουν έ­να νέ­ο δρό­μο. Οι Κάμ­πελ α­πο­φα­σί­ζουν να πά­ρουν την υ­πό­θε­ση στα χέ­ρια τους, αλ­λά θα κα­τα­λά­βουν σύν­το­μα πως εί­ναι μά­ται­ο να εκ­βιά­ζουν τις κα­τα­στά­σεις. Οι Πόρ­τερ θα ε­κτι­μή­σουν με κα­θα­ρό­τε­ρο βλέμ­μα τα γε­γο­νό­τα και θα ξε­κι­νή­σουν πά­λι τη ζω­ή τους, με στα­θε­ρό­τε­ρες βά­σεις.
Ό­ταν με­τέ­χου­με στη ζω­ή χω­ρίς έ­παρ­ση, τό­τε ό­λα γί­νον­ται α­πλά και αυ­το­νό­η­τα. Παύ­ου­με να ψά­χνου­με για λύ­σεις στα προ­βλή­μα­τα μας, ό­ταν πά­ψου­με να τα βλέ­που­με σαν α­νε­πι­θύ­μη­τες κα­τα­στά­σεις και α­πο­σύ­ρου­με την α­γω­νί­α μας α­π’ αυ­τά. Η εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­ό και η α­πο­δο­χή των δώ­ρων του, εί­τε τα κα­τα­νο­ού­με εί­τε ό­χι, θα γε­μί­σουν το κε­νό της καρ­διάς μας.

Χω­ρίς να γί­νε­ται σε ό­λη τη διά­ρκεια της ται­νί­ας κα­μί­α ά­με­ση α­να­φο­ρά στον Θε­ό, εί­ναι δι­ά­χυ­τη μια αί­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας, που τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται κλι­μα­κω­τά με την ε­ξέ­λι­ξη του έρ­γου και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται στη συ­νεί­δη­ση του θε­α­τή, ό­ταν ό­λες οι ε­πι­μέ­ρους σκη­νές θα πά­ρουν τη συγ­κε­κρι­μέ­νη θέ­ση τους στο σκη­νο­θε­τι­κό παζλ και θα το συμ­πλη­ρώ­σουν αρ­μο­νι­κά. Άλ­λω­στε εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των θε­ϊ­κών ε­νερ­γει­ών και ε­πεμ­βά­σε­ων, η α­θό­ρυ­βη και ή­ρε­μη α­να­τρο­πή των λο­γι­κών και δι­α­φαι­νό­με­νων προ­ο­πτι­κών, τό­σο που ό­ποι­ος δεν έ­χει την ευ­αι­σθη­σί­α να βλέ­πει την καρ­διά των πραγ­μά­των, χά­νει την ου­σί­α της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο θε­α­τής χω­ρίς κα­μιά προ­τρο­πή, α­φή­νε­ται α­νε­πη­ρέ­α­στος να α­πο­κο­μί­σει ό,τι μπο­ρεί α­πό την ι­στο­ρί­α αυ­τή.

Η Κοι­νω­νι­κή Λει­τουρ­γός κυ­ρί­α Μπό­ου­ερ, δί­νει στο έρ­γο μια αι­σι­ό­δο­ξη πι­νε­λιά, με τον γε­μά­το αν­θρω­πιά ε­παγ­γελ­μα­τι­σμό της, που ε­ξευ­γε­νί­ζει την έν­νοι­α του κα­θή­κον­τος. Σαν κα­τα­λύ­της ε­ξο­μα­λύ­νει τις αν­τί­ξο­ες κα­τα­στά­σεις και με­τα­τρέ­πει σε πρά­ξη τις ευ­χές και σε γέ­φυ­ρες τις αν­τι­θέ­σεις.

Η α­δελ­φή της Μό­λυ Κάμ­πελ, Μπεθ και ο σύ­ζυ­γος της Μπιλ συμ­πλη­ρώ­νουν τις χα­ρα­κτη­ρι­ο­λο­γι­κές αν­τι­θέ­σεις των ζευ­γα­ρι­ών της ται­νί­ας. Ο Μπιλ, ε­πι­φα­νεια­κά α­δι­ά­φο­ρος, εκ­πέμ­πει στα­θε­ρό­τη­τα, κα­λο­σύ­νη και κα­τα­νό­η­ση, ε­νώ η Μπεθ, μέ­σα α­πό έ­να στε­νό θρη­σκευ­τι­κό ο­πτι­κό πε­δί­ο, ερ­μη­νεύ­ει το θέ­λη­μα του Θε­ού και θε­ω­ρεί κα­θή­κον της να ε­πέμ­βει στις ε­ξε­λί­ξεις. Μπο­ρεί ό­μως κα­νείς να ει­κά­ζει τα σχέ­δια του Θε­ού και να προ­δι­κά­ζει το μέλ­λον; Εί­ναι δυ­να­τόν να γί­νουν αν­τι­λη­πτοί α­πό τον άν­θρω­πο, οι τρό­ποι που ε­νερ­γεί ο Θε­ός;

Ε­νώ εί­ναι α­κα­τά­λη­πτος στη ου­σί­α Του, την ί­δια στιγ­μή εί­ναι α­πλός και προ­ση­νής, προ­σφε­ρό­με­νος στην ε­λά­χι­στη ει­λι­κρι­νή μας ε­πί­κλη­ση. Δι­ευ­θε­τεί τα πάν­τα κα­τά την οι­κο­νο­μί­α Του, αν­τι­με­τω­πί­ζει με ά­πει­ρη υ­πο­μο­νή και ε­πι­εί­κεια την ε­πι­πο­λαι­ό­τη­τα των παι­δι­ών Του και βέ­βαι­α, βρί­σκε­ται παν­τού. Ο μι­κρός Τζό­ι, Τον συ­νάν­τη­σε στην καρ­διά της δαν­τε­λω­τής πι­κρα­λί­δας. Με έ­να φύ­ση­μα τη σκόρ­πι­σε σαν σκό­νη στον α­έ­ρα μα­ζί με τις αν­τί­ξο­ες δυ­νά­μεις και η τρο­μαγ­μέ­νη α­νά­σα του με την ευ­χή του, άγ­γι­ξαν τον Θε­ό που κρυ­βό­ταν κι ε­κεί, στο μι­κρό, εύ­θραυ­στο κι α­νε­κτί­μη­το αυ­τό δώ­ρο της πο­νε­μέ­νης μη­τέ­ρας του και ό­λα πή­ραν τη θέ­ση που έ­πρε­πε στη ζω­ή του. 

Μ. Ψ.