Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ως εν ουρανώ...






 Så som i himmelen - As it is in Heaven, 132'  2004





Η Σου­η­δι­κή αυ­τή ται­νί­α, με την ε­πι­με­λη­μέ­νη σκη­νο­θε­σί­α του Kay Pollak, δι­εκ­δί­κη­σε το Oscar κα­λύ­τε­ρης ξε­νό­γλωσ­σης ται­νί­ας το 2005. Η λαμ­πρή ερ­μη­νεί­α των η­θο­ποι­ών ζων­τα­νεύ­ει με α­πλό ρε­α­λι­σμό την ι­στο­ρί­α και εν­τάσ­σει ά­με­σα τον θε­α­τή στη μι­κρή κοι­νω­νί­α του Norrland. Τον κα­θι­στά έ­τσι μέ­το­χο της α­ρι­στο­τε­χνι­κής με­τάλ­λα­ξης των γε­γο­νό­των σε συ­ναι­σθή­μα­τα, ώ­στε το α­πλό και αυ­το­νό­η­το της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, να με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε πλού­σιο και μο­να­δι­κό. 


Ε­κεί, στην τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή α­τμό­σφαι­ρα του σου­η­δι­κού βορ­ρά, ε­πι­στρέ­φει ο φη­μι­σμέ­νος δι­ευ­θυν­τής ορ­χή­στρας Ντά­νι­ελ Daréus (Michael Nyqvist), ε­πι­λέ­γον­τας για δι­α­μο­νή του τον τό­πο που γεν­νή­θη­κε και έ­ζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια, ό­ταν έ­να σο­βα­ρό καρ­δια­κό ε­πει­σό­διο τον α­ναγ­κά­ζει να εγ­κα­τα­λεί­ψει μια σπου­δαί­α στα­δι­ο­δρο­μί­α.  



  
Η ζω­ή εί­ναι συ­χνά γε­μά­τη α­πό δυ­σκο­λί­ες κι α­πο­γο­η­τεύ­σεις, ό­μως κά­ποι­οι στό­χοι ση­μαν­τι­κοί, δί­νουν πάν­τα νό­η­μα στις προ­σπά­θει­ες και προ­σα­να­το­λι­σμό στην πο­ρεί­α μας. Κι ό­ταν α­κό­μα βλέ­που­με τους σχε­δια­σμούς μας για το μέλ­λον ξαφ­νι­κά να α­να­τρέ­πον­ται, ί­σως να μην εί­ναι πα­ρά η ευ­και­ρί­α που χρει­α­ζό­μα­στε για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με τα ό­νει­ρα μας.

Η ε­πι­στρο­φή στο πα­ρελ­θόν εί­ναι κά­πο­τε α­πα­ραί­τη­τη, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν η ζω­ή μπαί­νει στην τε­λι­κή της ευ­θεί­α ή ό­ταν ο ρυθ­μός της α­να­κό­πτε­ται α­πό κά­ποι­ο α­πρό­σμε­νο γε­γο­νός. Εί­ναι η α­νάγ­κη α­να­ψη­λά­φη­σης πα­λαι­ών συν­θη­κών και βι­ω­μά­των, για να γί­νει μια ου­σι­α­στι­κή κα­τα­λη­κτι­κή α­πο­τί­μη­ση, μια α­πο­φόρ­τι­ση πε­ρι­πλεγ­μέ­νων συ­ναι­σθη­μά­των, μια συμ­φι­λί­ω­ση με τα πε­ρα­σμέ­να, που θα μας ω­θή­σει στη συ­γνώ­μη για κά­ποι­ες ά­λο­γες ε­πι­λο­γές μας και στη συγ­χώ­ρε­ση κά­ποι­ων δυ­σά­ρε­στων για μας, ε­πι­λο­γών των άλ­λων. 
 


Ο Ντά­νι­ελ εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος που γνω­ρί­ζει τι ζη­τά. Έ­χει γευ­θεί την ε­πι­τυ­χί­α και την α­να­γνώ­ρι­ση, έ­χει συ­νεί­δη­ση των δυ­να­το­τή­των και των α­να­στο­λών του, έ­χει πά­ρει την α­πό­φα­ση της ε­πι­στρο­φής. Α­γο­ρά­ζει για κα­τοι­κί­α του το πα­λιό δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο, κά­νει νέ­ες γνω­ρι­μί­ες, ξα­να­ζεί πε­ρι­στα­σια­κά τις ψυ­χο­τραυ­μα­τι­κές παι­δι­κές του εμ­πει­ρί­ες στο ί­διο οι­κεί­ο πε­ρι­βάλ­λον, αλ­λά σαν ξέ­νος πια με­τά α­πό τό­σον και­ρό.

     
Το τα­λέν­το του στη μου­σι­κή α­πό παι­δί, τον ξε­χώ­ρι­ζε α­πό τους συ­νο­μή­λι­κους του στο χω­ριό. Ο, τι ξε­χω­ρί­ζει γί­νε­ται συ­νή­θως στό­χος, προ­κα­λεί τη ζή­λια και η σκλη­ρό­τη­τα στα παι­διά, α­κρι­βώς ε­πει­δή ε­πι­κά­θε­ται στην παι­δι­κή τους α­θω­ό­τη­τα, εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα έν­το­νη, πα­ρορ­μη­τι­κή και α­κα­τέρ­γα­στη. Οι ε­πι­πτώ­σεις στην ψυ­χο­λο­γί­α και στον χα­ρα­κτή­ρα του εύ­θραυ­στου Ντά­νι­ελ, θα τον α­κο­λου­θή­σουν α­πό τό­τε στην προ­σω­πι­κή του ζω­ή, ό­μως το τα­λέν­το δεν ε­πι­δέ­χε­ται ό­ρια και συμ­βι­βα­σμούς. Α­κό­μα και ό­ταν ό­λα τρι­γύ­ρω, του ξυ­πνούν ε­πώ­δυ­να βι­ώ­μα­τα της τρυ­φε­ρής του η­λι­κί­ας. Έ­στω και αν η ζω­ή του έ­χει γυ­ρί­σει τό­σο α­πό­το­μα σε­λί­δα.

Α­να­λαμ­βά­νει να ορ­γα­νώ­σει και να δι­ευ­θύ­νει τη χο­ρω­δί­α της εκ­κλη­σί­ας. Μια ε­τε­ρό­κλη­τη ο­μά­δα πι­στών, που η κα­λή τους δι­ά­θε­ση για μια κοι­νή προ­σπά­θεια θα γε­φυ­ρώ­σει δι­α­φο­ρές και αν­τι­θέ­σεις, ώ­στε ο κα­θέ­νας ό­χι μό­νο να συ­ναν­τή­σει, μα να ταυ­τι­στεί με τον άλ­λο, σε μια συν­θε­τι­κή προ­σω­πι­κή σύμ­πρα­ξη. 
   
Η ε­πι­δί­ω­ξη που δι­α­μόρ­φω­σε μέ­σα α­πό τις ε­πι­τυ­χί­ες του ο Ντά­νι­ελ για τη ζω­ή του, ή­ταν να δη­μι­ουρ­γή­σει κά­πο­τε μου­σι­κή, που θα α­νοί­γει τις καρ­δι­ές των αν­θρώ­πων και θα τους ε­νώ­νει. Τώ­ρα, το θέ­λει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό πο­τέ. Χω­ρίς ορ­χή­στρα, μου­σι­κούς ή ποι­κί­λα όρ­γα­να. Με μια ε­ρα­σι­τε­χνι­κή ο­μά­δα χω­ρίς ει­δι­κές σπου­δές, που ό­μως έ­χουν τη βα­σι­κή αρ­μο­νι­κή παι­δεί­α της φύ­σης και τα αυ­τιά τους γε­μά­τα με ό­λων των ει­δών τους ή­χους.  






Ό­λη η φύ­ση γύ­ρω μας, πα­ρά­γει μου­σι­κή. Το κε­λά­ρυ­σμα του νε­ρού συν­το­νί­ζε­ται με το θρό­ι­σμα των φύλ­λων, ο α­γέ­ρας δο­νεί τα στά­χυ­α και τα κλα­διά σε θαυ­μα­στές συγ­χορ­δί­ες, τα έν­το­μα κρα­τούν το ί­σο με τον βόμ­βο τους στο τι­τί­βι­σμα των σπουρ­γι­τι­ών. Το ξύ­λο, η πέ­τρα, το μέ­ταλ­λο και το γυα­λί, α­νά­λο­γα με το σχή­μα και το μέ­γε­θος τους, το νε­ρό που πέ­φτει και ο α­γέ­ρας που σφυ­ρί­ζει, οι στριγ­κές και οι με­λω­δι­κές φω­νές των ζώ­ων και των που­λι­ών, το φτε­ρο­κό­πη­μα και το  ζου­ζού­νι­σμα, α­κό­μα και οι υ­πέ­ρο­χες λι­γό­στιγ­μες σι­ω­πές, με­τέ­χουν και συν­θέ­τουν την ε­ξαί­σια συμ­φω­νί­α της φύ­σης.

Και πά­νω α­π’ ό­λα η αν­θρώ­πι­νη φω­νή, ό­χι μό­νο σαν τρα­γού­δι, ού­τε έ­στω σαν ο­μι­λί­α. Αλ­λά και μό­νο σαν φθόγ­γος. Έ­να Α­α­α­α­α­α­α­α­α­α… που κρα­τά ό­σο μια α­νά­σα, που α­να­νε­ώ­νε­ται ξα­νά και ξα­νά και δια­ρκεί και δο­νεί την ψυ­χή και έ­να δεύ­τε­ρο Α­α­α­α­α­α… που έρ­χε­ται να ται­ριά­ξει στο πρώ­το, με τη δι­κή του χροι­ά, με τον δι­κό του ε­σω­τε­ρι­κό τό­νο κι έ­να τρί­το κι α­κό­μα έ­να.., να πώς γεν­νι­έ­ται μια χο­ρω­δί­α, μια πο­λυ­χρω­μί­α φω­νών που θα δέ­σουν μα­ζί το ό­νει­ρο να το κά­μουν ά­κου­σμα, που δεν θέ­λεις να στα­μα­τή­σει, που θέ­λεις να μπεις και συ να ε­νώ­σεις την η­χώ της έκ­φρα­σης σου, σ’ αυ­τή την αρ­μο­νι­κή παν­δαι­σί­α. 

          
Δεν εί­ναι αγ­γε­λι­κή ψαλ­μω­δί­α αυ­τή που φέρ­νει τη χα­ρά και τη γα­λή­νη στις ψυ­χές των α­πλών αν­θρώ­πων του Νόρ­λαντ. Εί­ναι οι δι­κές τους α­καλ­λι­έρ­γη­τες κα­θη­με­ρι­νές φω­νές, ε­νω­μέ­νες στον κοι­νό στό­χο που εμ­ψυ­χώ­νει με το πά­θος του και κα­θο­δη­γεί α­ρι­στο­τε­χνι­κά με το τα­λέν­το του ο Ντά­νι­ελ, που κα­τα­κτούν και ξε­περ­νούν την αρ­μο­νί­α των ή­χων, τη με­λω­δί­α του συν­το­νι­σμού και γί­νον­ται αγ­γε­λι­κές, πνεύ­μα και ψυ­χή α­πό την α­γά­πη που κρα­τά δε­μέ­νη την ο­μά­δα, στην αί­σθη­ση πως ό­λοι εί­ναι α­πα­ραί­τη­τοι για ό­λους. 

Ο Ντά­νι­ελ δί­νε­ται χω­ρίς εν­δοια­σμούς στην υ­πέ­ρο­χη αυ­τή εμ­πει­ρί­α. Ξε­χνά τα προ­βλή­μα­τα του, πα­λαι­ά και πρό­σφα­τα, μπρο­στά στο χτί­σι­μο της χο­ρω­δί­ας και α­πο­λαμ­βά­νει το κοι­νό δη­μι­ούρ­γη­μα με την Inger και τον Arne, με την Gabriella και τον αρ­γό­στρο­φο Tore, με ό­λους τους ά­γνω­στους πριν λί­γο, που α­πο­τε­λούν τώ­ρα τους κα­θη­με­ρι­νούς συ­νερ­γά­τες του. Η ζω­ή ό­λων αλ­λά­ζει, η μα­τιά τους στον κό­σμο ζων­τα­νεύ­ει, στις καρ­δι­ές τους κυ­κλο­φο­ρεί νέ­ο αί­μα, ό­σο συγ­κλί­νουν στο εμ­πνευ­σμέ­νο ό­ρα­μα του Ντά­νι­ελ.  

Πε­ρισ­σό­τε­ρο τον πλη­σιά­ζει η Λέ­να (Frida Hallgren). Το βλέμ­μα, το χα­μό­γε­λο, η α­νοι­χτή της καρ­διά, του με­τα­δί­δουν μέ­ρα με τη μέ­ρα τη θερ­μό­τη­τα τους. Η προ­σω­πι­κό­τη­τα ω­ρι­μά­ζει με την ε­πι­κοι­νω­νί­α και αν­θί­ζει με την α­γά­πη. Ο Ντά­νι­ελ δεν εί­ναι πια ο ι­δι­ο­φυ­ής, δύ­στρο­πος και στρυφ­νός μα­έ­στρος. Εί­ναι ο φι­λι­κός κι εμ­πνευ­σμέ­νος δά­σκα­λος, που κα­θο­δη­γών­τας την ο­μά­δα του στους δρό­μους της μου­σι­κής, τους ε­νώ­νει, τους βο­η­θά να α­νοί­ξουν τις καρ­δι­ές στους άλ­λους και βρί­σκει πα­ράλ­λη­λα κι ο ί­διος κον­τά τους, τον δρό­μο της ε­πι­στρο­φής στον ε­αυ­τό του. 


Η ε­πι­στρο­φή στον ε­αυ­τό μας, στο σπί­τι! Ε­κεί που πάν­τα μας πε­ρι­μέ­νει με λα­χτά­ρα η πα­τρι­κή αγ­κα­λιά. Ο κα­θέ­νας α­π’ το δι­κό του μο­νο­πά­τι, που του α­νοί­γει ο Θε­ός την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Ό­λοι μα­ζί στον κοι­νό δρό­μο, που μας ο­δη­γεί κον­τά Του. Χω­ρίς δι­α­κρί­σεις και προ­τι­μή­σεις. Χω­ρίς α­παι­τή­σεις και δυ­σα­ρέ­σκει­ες. Με πολ­λή α­γά­πη, με πολ­λή χα­ρά. Έ­νας μι­κρός πα­ρά­δει­σος στη γη, στο χω­ριό, στη γει­το­νιά μας. Δεν εί­ναι μό­νο η μου­σι­κή, δεν εί­ναι η δι­ά­θε­ση. Εί­ναι η α­νάγ­κη να αγ­κα­λι­ά­σου­με τους άλ­λους, να ξε­πε­ρά­σου­με τα στε­νά ό­ρια του ε­αυ­τού μας, που α­να­ζη­τά στο φως το χρώ­μα, στον ή­χο τη με­λω­δί­α, στην ψυ­χή την κοι­νω­νί­α, στο κά­θε μο­νο­πά­τι, στο κά­θε σταυ­ρο­δρό­μι, την κά­θε στιγ­μή, τη συ­νάν­τη­ση. 

Εί­ναι η α­νάγ­κη για ο­λο­κλή­ρω­ση, που δεν στρέ­φε­ται ε­γω­κεν­τρι­κά στην ι­κα­νο­ποί­η­ση του «ε­γώ», στην α­να­τρο­φο­δό­τη­ση ε­πι­θυ­μι­ών ψυ­χρά, χω­ρίς αί­σθη­μα, αλ­λά στην πα­ρο­χή α­γά­πης, α­πο­δο­χής και υ­πο­στή­ρι­ξης. Και ό­ταν αυ­τά δεν α­να­πτύσ­σον­ται στην κυ­ψέ­λη της εκ­κλη­σί­ας, με τη στορ­γι­κή κα­θο­δή­γη­ση ε­νός ά­ξιου ι­ε­ρέ­α, η θεί­α οι­κο­νο­μί­α α­να­θέ­τει σε κά­ποι­ον Ντά­νι­ελ την εκ­πλή­ρω­ση της α­πο­στο­λής αυ­τής.   
  
Ο πά­στο­ρας Στιγκ εί­ναι η τρα­γι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α του έρ­γου. Βλέ­πει τον Ντά­νι­ελ μέ­ρα με τη μέ­ρα, να βρί­σκε­ται στο ε­πί­κεν­τρο του εν­δι­α­φέ­ρον­τος και των εκ­δη­λώ­σε­ων α­γά­πης και ε­κτί­μη­σης των ε­νο­ρι­τών του, να τον υ­πο­κα­θι­στά βαθ­μια­ία στον κοι­νω­νι­κό και πνευ­μα­τι­κό του ρό­λο και να υ­λο­ποι­εί, να «κλέ­βει» το δι­κό του ό­νει­ρο. Α­δυ­να­τεί να αν­τι­λη­φθεί την αι­τί­α που συμ­βαί­νει αυ­τό. 

Πα­ρά τις ό­ποι­ες προ­θέ­σεις του δεν μπό­ρε­σε να ξε­φύ­γει α­πό τον α­το­μι­σμό του κο­σμι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού. Πα­ρα­μέ­νει α­πρό­σι­τα α­πο­μο­νω­μέ­νος στο ο­χυ­ρό της τυ­πο­λα­τρι­κής η­θι­κής του, ε­νώ βα­σα­νί­ζε­ται α­πό ε­νο­χές στην ι­δέ­α να πλη­σιά­σει ε­κεί­νος τους άλ­λους. Ο Ντά­νι­ελ τα κα­τά­φε­ρε. Ό­μως ο Ντά­νι­ελ εί­χε δι­α­γρά­ψει πρώ­τα τον ε­αυ­τό του απ΄ τη ζω­ή. Εί­χε συ­ναν­τή­σει τον ε­αυ­τό του, την ώ­ρα που συ­ναν­τή­θη­κε με τη αιφ­νί­δια προ­ο­πτι­κή του θα­νά­του. Ο Στιγκ δεν εί­χε αυ­τή την τύ­χη.

Ι­ε­ρέ­ας χω­ρίς μυ­στη­ρια­κή ζω­ή, ποι­μέ­νας χω­ρίς την α­πο­δο­χή του ποι­μνί­ου του, σύ­ζυ­γος με α­πο­στά­σεις «α­σφα­λεί­ας» α­πό την αγ­κα­λιά της γυ­ναί­κας του. Η κάμ­ψη της  υ­πε­ρο­ψί­ας του, η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ελ­λειμ­μα­τι­κής πνευ­μα­τι­κό­τη­τας του, η με­τά­νοι­α του για τό­σα χα­μέ­να χρό­νια χω­ρίς α­γά­πη, ί­σως του δώ­σουν τη δυ­να­τό­τη­τα μιας και­νούρ­γιας αρ­χής.   

Ό­μως η φή­μη της χο­ρω­δί­ας, α­πλώ­νε­ται σε ό­λη τη χώ­ρα και ξε­περ­νά τα σύ­νο­ρα της. Τους κα­λούν να αν­τι­προ­σω­πεύ­σουν τη Σου­η­δί­α στον δι­ε­θνή δι­α­γω­νι­σμό της Αυ­στρί­ας. Ο σπό­ρος που φύ­τρω­σε έ­βγα­λε βλα­στά­ρι, το βλα­στά­ρι αν­θούς κι αυ­τοί, καρ­πό. Το Ίν­σμπρουκ, τους πε­ρι­μέ­νει.

Η ται­νί­α κα­τα­κλύ­ζε­ται α­πό συ­ναι­σθή­μα­τα φυ­σι­κά και α­βί­α­στα. Δεν εί­ναι η υ­πο­κρι­τι­κή δει­νό­τη­τα των η­θο­ποι­ών στις ερ­μη­νεί­ες των ρό­λων τους. Ού­τε το κα­τα­πλη­κτι­κό σε­νά­ριο ή η ευ­αι­σθη­σί­α της μου­σι­κής ε­πέν­δυ­σης, που ε­πη­ρέ­α­σαν τό­σο κά­ποι­ον α­με­ρι­κα­νό κρι­τι­κό, ώ­στε να α­να­φερ­θεί στο έρ­γο λέ­γον­τας “… το τα­πει­νό αυ­τό α­ρι­στούρ­γη­μα του Kay Pollak.” Ί­σως εί­ναι ό­λα τα πα­ρα­πά­νω, αλ­λά κυ­ρί­ως εί­ναι το πνεύ­μα που δι­α­περ­νά τα γε­γο­νό­τα, με­τα­τρέ­πον­τας τα α­πό κοι­νό­το­πα και α­δι­ά­φο­ρα σε προ­σω­πι­κά και ά­με­σα, προσ­δί­δον­τας στα συ­ναι­σθή­μα­τα γνη­σι­ό­τη­τα, βά­θος και αν­τί­κρι­σμα.

Την η­μέ­ρα του δι­α­γω­νι­σμού, ό­λη η χο­ρω­δί­α εί­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νη στο κα­τά­με­στο α­πό κό­σμο θέ­α­τρο, αλ­λά...

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ !

Μ. Ψ.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Fire Proof [USA – 2008]




 
Με την ε­ξαι­ρε­τι­κή σκη­νο­θε­σί­α του (βαπτιστή πάστορα) Alex Kendrick και γυ­ρι­σμέ­νη με κό­στος 500.000 δο­λά­ρια, α­πό την ε­ται­ρί­α Sherwood (της Εκ­κλη­σί­ας των Βα­πτι­στών του Albany της Γε­ωρ­γί­ας των ΗΠΑ), η ται­νί­α “Fire Proof”, α­πέ­φε­ρε κέρ­δη πά­νω α­πό 33.000.000 δο­λά­ρια. Το γε­γο­νός αυ­τό και μό­νο, δεί­χνει τη θερ­μή αν­τα­πό­κρι­ση του κό­σμου σε μια δη­μι­ουρ­γί­α, που προ­σφέ­ρει στον θε­α­τή πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα α­π’ ό,τι α­πό μια α­πλή δι­δα­κτι­κή ι­στο­ρί­α κι έ­νας πρω­τό­τυ­πος πρα­κτι­κός ο­δη­γός Α­γά­πης.

Κεν­τρι­κό πρό­σω­πο της ται­νί­ας, ο Caleb Holt [Kirk Cameron], Αρ­χη­γός της Πυ­ρο­σβε­στι­κής Ο­μά­δας της πε­ρι­ο­χής του, νέ­ος, ε­πι­τυ­χη­μέ­νος, ευ­συ­νεί­δη­τος και δυ­να­μι­κός. Ό­λοι οι συ­νερ­γά­τες του τον ε­κτι­μούν και τον σέ­βον­ται για την υ­πευ­θυ­νό­τη­τα και τις ι­κα­νό­τη­τες του. Πα­λεύ­ουν μα­ζί του με τη φω­τιά, σώ­ζουν ζω­ές, προ­στα­τεύ­ουν πε­ρι­ου­σί­ες. Με συν­το­νι­σμέ­νες κι­νή­σεις, με αυ­το­πε­ποί­θη­ση κι α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα. Πολ­λές φο­ρές και με η­ρω­ι­σμό.



Ό­μως, πό­σο ν’ αν­τέ­ξει κα­νείς την έν­τα­ση μιας τέ­τοι­ας ζω­ής, ό­ταν δεν έ­χει την α­πο­δο­χή της ί­διας της γυ­ναί­κας του; Τι να πε­ρι­σώ­σει α­πό τον ε­αυ­τό του, που δι­χά­ζε­ται μό­λις ε­πι­στρέ­φει στο σπί­τι του; Κι ό­ταν α­κό­μα θα έ­χει αν­τι­με­τω­πί­σει την πυρ­κα­γιά του ε­γω­ι­σμού του, πως να κα­τα­σι­γά­σει στη συ­νέ­χεια τη φλό­γα που πυ­ρώ­νει τη συ­νεί­δη­ση του και το ε­πα­να­στα­τη­μέ­νο πνεύ­μα του; 

Η γυ­ναί­κα του
Catherine [Erin Bethea], υ­πήρ­ξε για έ­να δι­ά­στη­μα ο ση­μαν­τι­κό­τε­ρος άν­θρω­πος στη ζω­ή του Κά­λεμπ. Τι άλ­λα­ξε α­πό τό­τε; Πως γλί­στρη­σε η ευ­τυ­χί­α μέ­σα α­πό τα χέ­ρια του; Ε­κεί­νη τον α­γνο­εί υ­πε­ρο­πτι­κά, τον κα­τη­γο­ρεί σε κά­θε ευ­και­ρί­α, α­πορ­ρί­πτει τις ε­νέρ­γει­ες, τις προ­θέ­σεις και τα ό­νει­ρα του. Κι ε­κεί­νος, με πλη­γω­μέ­νη την υ­πε­ρη­φά­νεια του, με θιγ­μέ­νη την αν­δρι­κή του α­ξι­ο­πρέ­πεια, με­τά α­πό κά­θε σύγ­κρου­ση που ε­πι­τεί­νει την αν­τι­πα­λό­τη­τα τους, α­πο­σύ­ρε­ται στο κομ­πι­ού­τερ του για να κα­τα­στεί­λει την ε­σω­τε­ρι­κή του τα­ρα­χή.



Κά­ποι­α στιγ­μή η κρί­ση στη σχέ­ση τους κο­ρυ­φώ­νε­ται. Ο Κά­λεμπ, εκ­προ­σω­πών­τας ό­λους τους άν­δρες που φθά­νουν στα ό­ρια της α­νο­χής και της αν­το­χής τους, ό­ταν ο γά­μος τους εί­ναι φα­νε­ρό πως α­πέ­τυ­χε, παίρ­νει την ο­ρι­στι­κή του α­πό­φα­ση. Το δι­α­ζύ­γιο εί­ναι η μό­νη λύ­ση για να ξα­να­βρεί τον ε­αυ­τό του, την η­ρε­μί­α του, να κυ­νη­γή­σει α­πε­ρί­σπα­στος τις φι­λο­δο­ξί­ες του, να δη­μι­ουρ­γή­σει, να αι­σθαν­θεί ε­λεύ­θε­ρος α­πό το βά­ρος των ε­πι­κρί­σε­ων της που του φθεί­ρει τη ζω­ή. 

«Πο­τέ δεν α­φή­νου­με συ­νά­δελ­φο πί­σω», εί­ναι το α­ξί­ω­μα που ο­φεί­λει να θυ­μά­ται και να ε­φαρ­μό­ζει πάν­το­τε έ­νας πυ­ρο­σβέ­στης, αν­τι­με­τω­πί­ζον­τας μια πυρ­κα­γιά. Ό­μως στην πυρ­κα­γιά της σχέ­σης τους που α­φα­νί­ζει τα κοι­νά ό­νει­ρα, τα α­μοι­βαί­α αι­σθή­μα­τα, τη συν­τρο­φι­κό­τη­τα του γά­μου και τη στοι­χει­ώ­δη ε­πι­κοι­νω­νί­α α­κό­μα με­τα­ξύ τους, έ­χουν πά­ψει πια να λει­τουρ­γούν σαν ο­μά­δα, ο κα­θέ­νας α­φή­νει τις μι­κρές α­να­μνή­σεις του να δι­α­λύ­ον­ται σε στά­χτες και α­πο­κα­ΐ­δια, ο­χυ­ρώ­νε­ται στην πυ­ράν­το­χη στο­λή του ε­γω­ι­σμού του, α­δι­α­φο­ρών­τας για την τύ­χη του άλ­λου. Το δι­α­ζύ­γιο εί­ναι α­να­πό­φευ­κτο. 

Ε­νη­με­ρώ­νει τους γο­νείς του για την α­πό­φα­ση του και έκ­πλη­κτος μα­θαί­νει α­πό τον πα­τέ­ρα του, ό­τι σε πα­ρό­μοι­ο ση­μεί­ο εί­χαν φθά­σει κι ε­κεί­νοι πριν α­πό χρό­νια και αν σώ­θη­κε ο γά­μος τους και ζουν μέ­χρι τώ­ρα α­γα­πη­μέ­νοι, το ο­φεί­λουν στο ό­τι δέ­χθη­καν τον Χρι­στό στην καρ­διά τους μέ­σα α­πό έ­να πρό­γραμ­μα με ο­δη­γί­ες, μί­α την η­μέ­ρα, που θα πρέ­πει να ε­φαρ­μό­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά ε­πί 40 μέ­ρες. Για το χα­τί­ρι του πα­τέ­ρα του, υ­πό­σχε­ται ό­τι θα α­κο­λου­θή­σει κι ε­κεί­νος της ο­δη­γί­ες του προ­γράμ­μα­τος “Τολ­μή­στε την Α­γά­πη” – “Love Dare”, α­να­βάλ­λον­τας για το δι­ά­στη­μα αυ­τό, κά­θε δι­κή του ε­νέρ­γεια αν­τί­θε­τη με τις ο­δη­γί­ες της η­μέ­ρας. Αν και θε­ω­ρεί βέ­βαι­η την α­πο­τυ­χί­α της προ­σπά­θειας του, εί­ναι α­πο­φα­σι­σμέ­νος να τη­ρή­σει την υ­πό­σχε­ση του.
Ί­σως η συγ­κα­τά­θε­ση αυ­τή του Κά­λεμπ, να α­πο­τε­λεί και δείγ­μα της κα­λής προ­αί­ρε­σης του, να προ­σπα­θή­σει να σώ­σει τον γά­μο του. Συ­νή­θως τα παι­διά και ι­δι­αί­τε­ρα τα α­γό­ρια, αμ­φι­σβη­τούν την ι­κα­νό­τη­τα του πα­τέ­ρα τους να τα συμ­βου­λεύ­σει σω­στά και προ­τι­μούν να α­πο­δεί­ξουν, τό­σο στον ε­αυ­τό τους ό­σο και στο πα­τέ­ρα τους, δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τας ί­σως μια α­πο­τυ­χί­α, την ορ­θό­τη­τα της δι­κής τους κρί­σης. Ό­μως πο­τέ δεν θα υ­πάρ­ξει άν­θρω­πος που θα πο­νέ­σει την α­στο­χί­α, τη μο­να­ξιά και τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­πο­μά­κρυν­ση των παι­δι­ών, πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τους γο­νείς και έ­νας πα­τέ­ρας, πάν­το­τε έ­χει με πολ­λή α­γά­πη, στορ­γι­κά φυ­λαγ­μέ­νες για τον γιο του τις εμ­πει­ρί­ες της ζω­ής του, για τη στιγ­μή που ε­κεί­νος θα τις χρεια­σθεί.      
    
Ο Κά­λεμπ έ­χει μια ξε­κά­θα­ρη σχέ­ση με τον πα­τέ­ρα του και α­νοι­κτή την καρ­διά του να δε­χθεί με ει­λι­κρί­νεια τις υ­πο­δεί­ξεις του.
Οι πρώ­τες μέ­ρες του ο­δη­γού Α­γά­πης αρ­χί­ζουν με α­πλές εν­το­λές, που ό­μως μοιά­ζουν δύ­σκο­λες στην ε­φαρ­μο­γή τους, προ­σκρού­ον­τας στον ε­γω­ι­σμό και στη δυ­σπι­στί­α και των δυ­ο τους.. 

[1η η­μέ­ρα] – “Μην πεις τί­πο­τα το αρ­νη­τι­κό”, [2η] – “Κά­νε μια α­πρό­σμε­νη κί­νη­ση κα­λής θέ­λη­σης”, [3η] – “Α­γό­ρα­σε και πρό­σφε­ρε της κά­τι, να δει ό­τι την σκέ­φτη­κες”, [4η] – “Δεί­ξε της λί­γο εν­δι­α­φέ­ρον, ρώ­τη­σε την αν χρει­ά­ζε­ται κά­τι”.

Κά­θε μέ­ρα μια και­νούρ­για ε­νέρ­γεια, κά­θε μέ­ρα έ­να ε­πι­πλέ­ον πλη­σί­α­σμα ή μάλ­λον μια α­κό­μα α­πο­τυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια για πλη­σί­α­σμα. Και εί­ναι φυ­σι­κό. Για­τί υ­πάρ­χουν κά­ποι­ες χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές δι­α­φο­ρές α­νά­με­σα στους άν­δρες και τις γυ­ναί­κες. Ό­ταν έ­νας άν­τρας έ­χει κά­ποι­ο πρό­βλη­μα, θέ­λει να μεί­νει μό­νος, να συγ­κεν­τρω­θεί στον ε­αυ­τό του, να σκε­φτεί α­πε­ρί­σπα­στος, να α­να­ζη­τή­σει βα­θιά μέ­σα του τη λύ­ση στο πρό­βλη­μα του. Μια γυ­ναί­κα θέ­λει κά­ποι­ον να του μι­λή­σει, να α­να­λύ­σει το πρό­βλη­μα της, να μοι­ρα­στεί τη φόρ­τι­ση της, να αι­σθαν­θεί συν­τρο­φι­κό­τη­τα την ώ­ρα της α­πό­γνω­σης της. Και πάν­το­τε υ­πάρ­χουν οι πρό­θυ­μες φί­λες να παί­ξουν τον ρό­λο αυ­τό, για την κά­θε μια τους. Δεν α­να­ζη­τά η γυ­ναί­κα μια α­πάν­τη­ση, μια λύ­ση. Εκ­φρά­ζον­τας το πρό­βλη­μα της, το συ­νει­δη­το­ποι­εί κα­λύ­τε­ρα και κα­τα­λή­γει στα δι­κά της συμ­πε­ρά­σμα­τα, που φυ­σι­κά ε­πη­ρε­ά­ζουν οι φί­λες με τις πα­ρα­τη­ρή­σεις τους. Το α­πο­τέ­λε­σμα εί­ναι να κλεί­νε­ται ερ­μη­τι­κά, να ο­χυ­ρώ­νε­ται σε μια σφι­χτή ά­μυ­να, πε­ρι­μέ­νον­τας την ε­πό­με­νη κί­νη­ση του αν­τι­πά­λου. Η ε­πι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τα και η δυ­σπι­στί­α της Κά­θριν, εί­ναι οι ά­μυ­νες της.

Α­πό την πλευ­ρά του ο Κά­λεμπ, αν και γνω­ρί­ζει πως οι ε­νέρ­γει­ες του εί­ναι προς τη σω­στή κα­τεύ­θυν­ση, δυ­σπι­στεί και ο ί­διος στις προ­σπά­θει­ες του αυ­τές. Ε­πι­δι­ώ­κει το πλη­σί­α­σμα της Κά­θριν α­κο­λου­θών­τας τις κα­θη­με­ρι­νές ο­δη­γί­ες, αλ­λά μό­νο για να τη­ρή­σει την υ­πό­σχε­ση που έ­δω­σε στον πα­τέ­ρα του. Προ­σπα­θεί να προ­βάλ­λει εν­δι­α­φέ­ρον και δι­ά­θε­ση ε­πα­να­σύν­δε­σης, αλ­λά η στα­θε­ρά αρ­νη­τι­κή στά­ση της γυ­ναί­κας του τον ε­ξορ­γί­ζει και οι ε­λά­χι­στες ελ­πί­δες που βα­σί­ζει στην αλ­λα­γή της συμ­πε­ρι­φο­ράς του α­πέ­ναν­τι της, μει­ώ­νον­ται κά­θε μέ­ρα.

[16η μέ­ρα] – “Προ­σευ­χή­σου για κεί­νη”. Οι εν­το­λές γί­νον­ται ου­σι­α­στι­κό­τε­ρες. Πό­σον και­ρό εί­χε να προ­σευ­χη­θεί; Προ­σπα­θεί να κα­τα­στεί­λει την αν­τί­θε­ση του ε­γω­ι­σμού του, να πα­ρα­κα­λέ­σει για βο­ή­θεια, να ε­πε­κτεί­νει τις σκέ­ψεις του για ε­πα­να­σύν­δε­ση σε πραγ­μα­τι­κή α­πο­δο­χή, να ξυ­πνή­σει μέ­σα του την α­γά­πη. 

[17η] – “Πρό­σε­χε τι λέ­ει, ό­ταν σου μι­λά”, [18η] – “Με­λέ­τη­σε την κα­λύ­τε­ρα, τι θέ­λει, τι της α­ρέ­σει”...

Να την προ­σέ­ξει; Να την με­λε­τή­σει; Τώ­ρα που ο γά­μος τους θα έ­πρε­πε να α­πο­δί­δει καρ­πούς α­γά­πης και δη­μι­ουρ­γί­ας; Εί­ναι λυ­πη­ρό, τι εί­δους σχέ­σεις δη­μι­ουρ­γούν τα ζευ­γά­ρια στην πλει­ο­νό­τη­τα τους. Ε­πι­δερ­μι­κές, ε­πι­πό­λαι­ες, α­νό­σι­ες και α­νού­σι­ες. Κε­νές.

Η σχέ­ση α­νά­με­σα σε δύ­ο «πρό­σω­πα», πρέ­πει πρώ­τα και πά­νω α­π’ ό­λα, να εί­ναι σχέ­ση κοι­νω­νί­ας. Και η σχέ­ση α­νά­με­σα σε έ­ναν άν­δρα και μια γυ­ναί­κα, η μό­νη ου­σι­α­στι­κή σχέ­ση, να εί­ναι σχέ­ση κοι­νω­νί­ας γά­μου. Μια έ­νω­ση ευ­λο­γη­μέ­νη α­πό τον Θε­ό, ι­κα­νή να αν­τέ­χει την ευ­τυ­χί­α και να α­πο­σβέ­νει τις αν­τι­ξο­ό­τη­τες, μια σχέ­ση βα­θιά προ­σω­πι­κή, με βά­σεις πνευ­μα­τι­κές, α­γά­πη, σε­βα­σμό, με­τρι­ο­πά­θεια και πί­στη. Μια έ­νω­ση, ό­χι ευ­και­ρια­κή, ε­γω­κεν­τρι­κή, α­προ­σα­να­τό­λι­στη, κο­σμι­κή, συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή, που στην πρώ­τη δο­κι­μα­σί­α δέ­χε­ται τη ρή­ξη σαν δι­έ­ξο­δο, τη δι­ά­λυ­ση σαν πα­ρε­πό­με­νο, το δι­α­ζύ­γιο σαν συμ­βι­βα­σμό, α­πο­δο­χή κι ε­πι­βε­βαί­ω­ση της ελ­λειμ­μα­τι­κής προ­σω­πι­κό­τη­τας.  

Να εί­ναι μια έ­νω­ση α­πό­λυ­τη, μο­να­δι­κή και για ό­λη τη ζω­ή.

Ό­μως το πνεύ­μα, ό­ταν δεν έ­χει α­πό πού να κρα­τη­θεί, χά­νε­ται σε μια πο­ρεί­α χω­ρίς προ­ο­ρι­σμό. Ό­ταν δεν τρέ­φε­ται με στό­χους, αι­σθή­μα­τα και ι­δέ­ες, βυ­θί­ζε­ται στην α­νί­α, α­κο­λου­θεί το έν­στι­κτο και στην κα­λύ­τε­ρη εκ­δο­χή, συμ­βι­βά­ζε­ται σε έ­να ρό­λο α­μέ­το­χου πα­ρα­τη­ρη­τή και υ­πο­βι­βά­ζει τη δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα του σε α­πα­σχό­λη­ση και τη δι­εισ­δυ­τι­κό­τη­τα του σε ε­πι­φα­νεια­κούς πλα­τεια­σμούς. Κα­μιά θε­ω­ρί­α ή συμ­βου­λή δεν ε­παρ­κεί για να α­να­τρέ­ψει μια τέ­τοι­α κα­τά­στα­ση. Τα λό­για μέ­χρι να μορ­φο­ποι­η­θούν σε έρ­γα, χά­νουν τη δύ­να­μη τους. Ο ο­δη­γός «Τολ­μή­στε την Α­γά­πη» ω­στό­σο, σαν μια σύγ­χρο­νη ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κή μέ­θο­δος, εί­ναι πρά­ξη, ά­με­ση ε­φαρ­μο­γή, χω­ρίς χρο­νο­βό­ρες ψυ­χο­δυ­να­μι­κές α­να­λύ­σεις και α­να­δρο­μές. Οι εν­το­λές προ­ά­γουν πα­ράλ­λη­λα δυ­ο ά­ξο­νες. Προ­ο­δευ­τι­κή αύ­ξη­ση των μη­νυ­μά­των και εκ­δη­λώ­σε­ων α­γά­πης και αν­τί­στοι­χα προ­ο­δευ­τι­κή μεί­ω­ση και α­πο­δυ­νά­μω­ση των σω­ρευ­μέ­νων αν­τι­θέ­σε­ων και αν­τι­στά­σε­ων. Ό­χι τό­σο σ’ αυ­τόν που ε­πι­δι­ώ­κεις να πλη­σιά­σεις με τις εκ­δη­λώ­σεις σου, ό­σο σε σέ­να που ε­φαρ­μό­ζεις τις ο­δη­γί­ες. 

Ο Κά­λεμπ μέ­ρα με τη μέ­ρα, ε­νερ­γών­τας προς την κα­τεύ­θυν­ση της Κά­θριν, ε­πη­ρε­ά­ζε­ται α­συ­νεί­δη­τα ο ί­διος, εκ­παι­δεύ­ε­ται στο ν’ α­γα­πά. Πε­ρι­μέ­νει να δει α­πο­τε­λέ­σμα­τα στη συμ­πε­ρι­φο­ρά της Κά­θριν και δεν αν­τι­λαμ­βά­νε­ται τις αλ­λα­γές που γί­νον­ται στον ί­διο. Αρ­γό­τε­ρα θα αν­τι­λη­φθεί, πως οι αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις και ο κό­σμος ο­λό­κλη­ρος μπο­ρούν να αλ­λά­ξουν, μό­νο ό­ταν αλ­λά­ζου­με ε­μείς τον ε­αυ­τό μας. 

[19η μέ­ρα] – “Ε­τοί­μα­σε της μια έκ­πλη­ξη, κά­τι ι­δι­αί­τε­ρο, κά­τι ξε­χω­ρι­στό.”
Έ­να δεί­πνο στο σπί­τι με κε­ριά, με­τά α­πό μια κου­ρα­στι­κή μέ­ρα δου­λειάς, θα εί­ναι ό­τι πρέ­πει. Προ­ε­τοι­μα­σί­ες, κα­λο­στρω­μέ­νο τρα­πέ­ζι με πολ­λή φρον­τί­δα, ζε­στή α­τμό­σφαι­ρα που χα­λα­ρώ­νει, δι­α­κρι­τι­κό η­μί­φως που υ­πό­σχε­ται. Σή­με­ρα, ο Κά­λεμπ συμ­με­τέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο στην ε­φαρ­μο­γή των ο­δη­γι­ών. Σκέ­φτε­ται την Κά­θριν, την προ­ο­πτι­κή ε­πα­να­σύν­δε­σης τους. Το μή­νυ­μα του εί­ναι πια ξε­κά­θα­ρο. Η προσ­δο­κί­α του τον κά­νει ν’ α­δη­μο­νεί.
Λά­θος του. Πι­κρή α­πο­γο­ή­τευ­ση και πά­λι. Κα­μιά αν­τα­πό­κρι­ση. Δυ­σπι­στί­α, προ­βλη­μα­τι­σμός, α­πο­μά­κρυν­ση.
Δεν πά­ει άλ­λο. Εί­ναι πε­ριτ­τή πια κά­θε προ­σπά­θεια. Πο­τέ δεν θα ται­ριά­ξουν τις δι­α­φο­ρές τους, σαν α­λά­τι και πι­πέ­ρι, στο ί­διο σετ. Εί­ναι μά­ται­ο να ε­πι­μέ­νει σε μια χα­μέ­νη υ­πό­θε­ση. Δεν υ­πάρ­χει ε­πι­στρο­φή.
Η συ­νάν­τη­ση με τον πα­τέ­ρα του εί­ναι σύν­το­μη και μου­δι­α­σμέ­νη. Λί­γα λό­για.
Η ε­κλε­πτυ­σμέ­νη ψυ­χή του, χω­ρίς θυ­μό α­πό την α­πόρ­ρι­ψη, αλ­λά με πο­λύ πό­νο.

Χρι­στέ μου!
Ε­σω­τε­ρι­κή α­να­ζή­τη­ση, βα­θιά, κά­θε­τη, α­πο­γυ­μνω­μέ­νη α­πό ε­πι­θυ­μί­ες.
Η σκλη­ρή α­λή­θεια α­στρά­φτει ξαφ­νι­κά στο μυα­λό του και τον κα­τα­κε­ραυ­νώ­νει. Σαν α­στρα­πή που φω­τί­ζει τα πάν­τα, χω­ρίς να σβή­νει. Α­να­φέ­ρε­ται στον Χρι­στό ζη­τών­τας βο­ή­θεια, σαν να τη δι­και­ού­ται, σαν να την α­ξί­ζει. Εί­ναι δυ­να­τόν; Για πρώ­τη φο­ρά συ­νει­δη­το­ποι­εί κα­θα­ρά, πως Ε­κεί­νος σταυ­ρώ­θη­κε, θυ­σι­ά­στη­κε γι’ αυ­τόν, ό­χι α­ό­ρι­στα για ό­λους τους αν­θρώ­πους, αλ­λά και γι’ αυ­τόν προ­σω­πι­κά. Και πε­ρι­μέ­νει τό­σα χρό­νια τη δι­κή του αν­τα­πό­κρι­ση. Με υ­πο­μο­νή, α­γα­πών­τας τον πάν­τα. Βο­η­θών­τας τον δι­α­κρι­τι­κά, στορ­γι­κά. Πα­ρα­βλέ­πον­τας την α­δι­α­φο­ρί­α του, την α­πι­στί­α του, την α­μέ­λεια, την α­πόρ­ρι­ψη του. 

Κι ε­κεί­νος τι έ­κα­με για την Κά­θριν; Της ε­τοί­μα­σε έ­να δεί­πνο, της α­γό­ρα­σε λί­γα λου­λού­δια και της φέρ­θη­κε α­νε­κτά για δυ­ο ε­βδο­μά­δες. Και δεν αν­τέ­χει άλ­λο να α­να­μέ­νει την αν­τα­πό­κρι­ση της. Δεν αν­τέ­χει, το να μην την συγ­κι­νεί ο ε­γω­ι­σμός του, να μην τον αγ­κα­λιά­ζει, ε­νώ ξέ­ρει κα­λά πως δεν την α­γά­πη­σε α­λη­θι­νά πο­τέ.
 
Νοι­ώ­θει σαν να δι­α­λύ­θη­κε έ­να θο­λό πέ­πλο που πα­ρα­μόρ­φω­νε την ό­ρα­ση του. Βλέ­πει τον κό­σμο σαν να ‘ναι για πρώ­τη φο­ρά
Αι­σθά­νε­ται ο­λο­κλη­ρω­τι­κά ε­κτε­θει­μέ­νος, συγ­κλο­νι­σμέ­νος α­πό βα­θιά ντρο­πή, που σαν δι­ά­φα­νη μά­σκα κα­λύ­πτει το πρό­σω­πο του.
Δεν έ­χει να αν­τι­με­τω­πί­σει πια τον ε­γω­ι­σμό του, στη σχέ­ση του με την Κά­θριν. Έ­χει να αν­τι­με­τω­πί­σει τη συ­νεί­δη­ση του, στη σχέ­ση του με τον Χρι­στό.

Συ­νε­χί­ζει να α­κο­λου­θεί τις κα­θη­με­ρι­νές ο­δη­γί­ες, έ­χον­τας πια αν­τι­λη­φθεί πως δεν α­πο­βλέ­πει στην αν­τα­πό­κρι­ση της Κά­θριν, αλ­λά για­τί ο ί­διος ο­φεί­λει να προ­σφέ­ρει τα πάν­τα στη σχέ­ση του μα­ζί της, στην α­πο­κα­τά­στα­ση της σχέ­σης του με τον Χρι­στό. 
[23η μέ­ρα] – “Φυ­λά­ξου α­πό πα­ρά­σι­τα που μπαί­νουν α­νά­με­σα σας, στο γά­μο σου, με τη μορ­φή τζό­γου, ναρ­κω­τι­κών και πορ­νο­γρα­φί­ας. Οι γά­μοι σπά­νια ε­πι­βι­ώ­νουν ό­ταν υ­πάρ­χουν πα­ρά­σι­τα.”
Κά­νει κομ­μά­τια τον υ­πο­λο­γι­στή του και την ο­θό­νη και τα πε­τά στα σκου­πί­δια. Με μα­νί­α δι­α­λύ­ει το νο­ση­ρό πα­ρελ­θόν, σβή­νει μια δι­α­φυ­γή ντρο­πής α­π’ τη ζω­ή του. Δεν έ­χει α­νάγ­κη πια μια ει­κο­νι­κή χα­ρά. Έ­χει να δι­εκ­δι­κή­σει την α­γά­πη της γυ­ναί­κας του.
Της ε­ξο­μο­λο­γεί­ται τη με­τα­στρο­φή του, τη λύ­πη του, της ζη­τά συγ­γνώ­μη, πα­ρα­δέ­χε­ται πως α­γα­πού­σε άλ­λα πράγ­μα­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό κεί­νη.
Η Κά­θριν δυ­σκο­λεύ­ε­ται να αν­τι­λη­φθεί τι του συμ­βαί­νει, να τον πι­στέ­ψει. Η κλο­νι­σμέ­νη εμ­πι­στο­σύ­νη της εί­ναι δύ­σκο­λο να ξα­να­χτι­στεί. Τον Κά­λεμπ, δεν τον α­πα­σχο­λούν ό­μως οι αν­τι­δρά­σεις της. Νοι­ώ­θει τον Χρι­στό στην καρ­διά του και Τον βλέ­πει στα μά­τια της κά­θε φο­ρά που ε­κεί­νη τον κοι­τά­ζει.

Η εμ­πι­στο­σύ­νη της θα α­πο­κα­τα­στα­θεί τε­λι­κά, ό­ταν μά­θει τυ­χαί­α τη θυ­σί­α που έ­κα­με γι’ αυ­τήν κρυ­φά ο Κά­λεμπ, δί­νον­τας ό­λα τα χρή­μα­τα που μά­ζευ­ε α­πό και­ρό, για να βο­η­θη­θεί η μη­τέ­ρα τη­ς  στο Νο­σο­κο­μεί­ο. Θα τρέ­ξει κον­τά του και θα πέ­σει α­νε­πι­φύ­λα­κτα στην αγ­κα­λιά του. Μια θυ­σί­α, πάν­το­τε φέ­ρει καρ­πούς.

Το ό­νει­ρο του Κά­λεμπ, να α­γο­ρά­σει έ­να α­λι­ευ­τι­κό σκά­φος, δεν θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί πο­τέ. Εί­ναι η δι­κή του μι­κρή, ε­λά­χι­στη ευ­χα­ρι­στια­κή προ­σφο­ρά στον Χρι­στό, μέ­σω της Κά­θριν και νοι­ώ­θει για πρώ­τη φο­ρά στην καρ­διά του α­λη­θι­νή ευ­τυ­χί­α.

Ό­πως γρά­φει ο Χρή­στος Γι­αν­να­ράς στο Σχό­λιο του στο Ά­σμα Α­σμά­των, «Α­γά­πη ση­μαί­νει να πα­ραι­τεί­σαι α­πό την α­παί­τη­ση της ζω­ής, για χά­ρη της ζω­ής του Άλ­λου. Να ζεις στο μέ­τρο που δί­νε­σαι, για να δε­χθείς την αυ­το­προ­σφο­ρά του Άλ­λου. Ό­χι να υ­πάρ­χεις και ε­πι­πλέ­ον να α­γα­πάς. Αλ­λά να υ­πάρ­χεις, μό­νο ε­πει­δή α­γα­πάς και στο μέ­τρο που α­γα­πάς.»

Για­τί ο Άλ­λος, εί­ναι για σέ­να η Α­γά­πη, για­τί η Α­γά­πη εί­ναι ο Χρι­στός, για­τί Του το ο­φεί­λεις να α­γα­πάς, να τι­μάς, να σέ­βε­σαι και να θυ­σι­ά­ζε­σαι για τη γυ­ναί­κα σου, ό­πως ε­κεί­νη εί­ναι, ό­πως σου φέ­ρε­ται, ό­σο λί­γο κι αν νο­μί­ζεις πως σ’ α­γα­πά, ό­πως κι αν σε αν­τι­με­τω­πί­ζει. Για­τί η σχέ­ση σου, η κοι­νω­νί­α σου με τον Άλ­λο, εί­ναι το μέ­τρο της κοι­νω­νί­ας, της σχέ­σης σου με τον Χρι­στό. 


Μ. Ψ.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Like Dandelion Dust [ΗΠΑ – 2009]






Σε μια υ­πό­θε­ση υι­ο­θε­σί­ας, ό­που οι φυ­σι­κοί γο­νείς δι­εκ­δι­κούν με­τά α­πό ε­πτά χρό­νια α­πό τους θε­τούς, την ε­πι­στρο­φή του υι­ο­θε­τη­μέ­νου παι­διού τους, η ζω­ή ό­λων α­να­στα­τώ­νε­ται και α­να­πό­φευ­κτα δη­μι­ουρ­γούν­ται προ­βλή­μα­τα και δυ­σα­ρέ­σκει­ες. Πα­ράλ­λη­λα ό­μως πα­ρου­σι­ά­ζον­ται και αν­τί­στοι­χες ευ­και­ρί­ες, για να γνω­ρί­σει ο κα­θέ­νας κα­λύ­τε­ρα τον ε­αυ­τό του και να αν­τι­λη­φθεί, πως τί­πο­τα στη ζω­ή δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νο.  

H ται­νί­α, σκη­νο­θε­τη­μέ­νη α­πό τον Jon Gunn και βα­σι­σμέ­νη σε μυ­θι­στό­ρη­μα της Karen Kingsbury, κρα­τά α­μεί­ω­το το εν­δι­α­φέ­ρον του θε­α­τή, ε­στι­ά­ζον­τας στους χα­ρα­κτή­ρες των δυ­ο ζευ­γα­ρι­ών γο­νέ­ων που ζουν σε εν­τε­λώς δι­α­φο­ρε­τι­κούς κό­σμους.
Ό­σο α­νό­μοι­ες κι αν εί­ναι ό­μως οι συν­θή­κες της ζω­ής τους, οι ελ­πί­δες, τα ό­νει­ρα και οι ε­νέρ­γει­ες τους ε­πι­κεν­τρώ­νον­ται στον ί­διο στό­χο.



Ο Τζακ Κάμ­πελ [Cole Hauser] με τη γυ­ναί­κα του Μόλ­λυ [Kate Levering] και τον γιο τους Τζό­ι [Maxwell Perry Cotton], α­πο­τε­λούν μια ευ­τυ­χι­σμέ­νη οι­κο­γέ­νεια. Το παι­δί με­γα­λώ­νει σε έ­να πε­ρι­βάλ­λον υ­γεί­ας, χα­ράς και ευ­η­με­ρί­ας. 
Η Μό­λυ, εί­ναι μια μη­τέ­ρα ι­δι­αί­τε­ρα δο­τι­κή και τρυ­φε­ρή στην α­γά­πη της.  
Ο Τζακ, έ­να «ι­δα­νι­κό» πρό­τυ­πο πα­τέ­ρα, με σω­στή συμ­πε­ρι­φο­ρά α­πέ­ναν­τι στο γιο του και με την αυ­το­πε­ποί­θη­ση που του πα­ρέ­χει η οι­κο­νο­μι­κή του ά­νε­ση. Η ά­νε­ση αυ­τή τον κά­νει να υ­πο­τι­μά κά­πο­τε τα αι­σθή­μα­τα και τις προ­θέ­σεις των λι­γό­τε­ρο προ­νο­μι­ού­χων α­πό κεί­νον, έ­χει την τι­μι­ό­τη­τα ό­μως ό­ταν αν­τι­λη­φθεί τα λά­θη του, να ζη­τή­σει συγ­γνώ­μη και την ο­ξυ­δέρ­κεια, να δι­δά­ξει με α­πλό­τη­τα στο γιο του κά­ποι­ες βα­σι­κές α­λή­θει­ες της ζω­ής, που θα α­πο­κα­τα­στή­σουν την ψυ­χο­λο­γι­κή του ι­σορ­ρο­πί­α.

Ξαφ­νι­κά πα­ρου­σι­ά­ζε­ται μια δι­α­φο­ρε­τι­κή εκ­δο­χή στη ζω­ής τους.
Ο Τζό­ι που εί­ναι το υι­ο­θε­τη­μέ­νο παι­δί, με α­πό­φα­ση του Δι­κα­στη­ρί­ου θα πρέ­πει να α­πο­δο­θεί στους Πόρ­τερ, τους φυ­σι­κούς γο­νείς του. Η υι­ο­θε­σί­α θε­ω­ρή­θη­κε ά­κυ­ρη, για­τί ο πα­τέ­ρας του παι­διού δεν ή­ταν ε­νή­με­ρος των ε­νερ­γει­ών της συ­ζύ­γου του. Ό­λα ξε­κί­νη­σαν ό­ταν η μη­τέ­ρα του, τον έ­φε­ρε α­πελ­πι­σμέ­νη στον κό­σμο, ε­νώ ο αλ­κο­ο­λι­κός άν­δρας της βρι­σκό­ταν ή­δη στη φυ­λα­κή για ε­πτά χρό­νια, με­τά α­πό δι­κή της κα­ταγ­γε­λί­α για βι­αι­ο­πρα­γί­α.
Η ευ­τυ­χί­α φυ­σι­κά, πο­τέ δεν εί­ναι στα­θε­ρή στον κό­σμο μας και τί­πο­τα δεν ε­ξαρ­τά­ται μό­νο α­πό τις δυ­να­τό­τη­τες μας.         

Η έν­τα­ση έ­χει τη δι­κή της έκ­φρα­ση. Οι δι­α­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις ε­πη­ρε­ά­ζον­ται και οι αν­τι­δρά­σεις α­κο­λου­θούν α­νε­ξέ­λεγ­κτες δυ­να­μι­κές, ό­ταν θί­γον­ται τα αι­σθή­μα­τα και πα­ρα­κάμ­πτον­ται οι ε­πι­θυ­μί­ες. 
Η ι­δι­ο­μορ­φί­α των χα­ρα­κτή­ρων, ε­ξαν­τλεί­ται μέ­σα στην ί­δια τη ζω­ή, που με τους δι­κούς της ρυθ­μούς συμ­πα­ρα­σύ­ρει τις προ­θέ­σεις και τους σχε­δια­σμούς. Ω­στό­σο πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρή στη συ­νεί­δη­ση ό­λων και κοι­νή α­ξί­α, η α­γά­πη για το παι­δί,         που η πα­ρου­σί­α του εί­χε γε­μί­σει με φως τη ζω­ή των θε­τών γο­νι­ών του και η α­που­σί­α του, με προσ­δο­κί­α τη ζω­ή των φυ­σι­κών του γο­νι­ών.
                                                                             
Η α­γά­πη ό­μως βι­ώ­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά α­πό τον κα­θέ­να και εκ­φρά­ζε­ται ε­πί­σης δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ο μι­κρός Τζό­ι θα εί­ναι ο τε­λι­κός α­πο­δέ­κτης. Έ­νας α­πο­δέ­κτης, που σαν ε­λεύ­θε­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα έ­χει κι αυ­τός τα δι­κά του αι­σθή­μα­τα Αν και φαι­νο­με­νι­κά τί­πο­τα δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό κεί­νον, ί­σως εί­ναι αυ­τός που θα δώ­σει την τε­λι­κή λύ­ση, με την εμ­πι­στο­σύ­νη της α­θω­ό­τη­τας του.

Ο Τζό­ι πρέ­πει να κά­νει τρεις ε­βδο­μα­δια­ίες ε­πι­σκέ­ψεις προ­σαρ­μο­γής στους φυ­σι­κούς του γο­νείς, με τη συ­νο­δεί­α και ε­πο­πτεί­α Κοι­νω­νι­κής Λει­τουρ­γού, προ­τού μά­θει την α­λή­θεια. Οι υ­πο­χρε­ω­τι­κές αυ­τές ε­πι­σκέ­ψεις σε μια «φι­λι­κή οι­κο­γέ­νεια», μα­κριά α­πό τους δι­κούς του, εί­ναι για το παι­δί και α­κα­τα­νό­η­τες και σκλη­ρές. Ο Νό­μος ω­στό­σο, έ­χει τη δι­κή του λο­γι­κή.

Ο Ριπ Πόρ­τερ [Parry Pepper], βγαί­νον­τας α­πό τη φυ­λα­κή, εί­χε πά­ρει την α­πό­φα­ση να αλ­λά­ξει ζω­ή. Ό­ταν μα­θαί­νει την ύ­παρ­ξη του Τζό­ι, η α­πό­φα­ση του ε­δραι­ώ­νε­ται. Α­πό την πρώ­τη συ­νάν­τη­ση μα­ζί του, χτί­ζει βή­μα-βή­μα με­τα­ξύ τους μια φι­λι­κή σχέ­ση εμ­πι­στο­σύ­νης, ε­νώ ό­μως ό­λα πη­γαί­νουν κα­λά, η ι­κα­νο­ποί­η­ση που αν­τλεί α­πό το και­νούρ­γιο του πρό­σω­πο, αμ­βλύ­νει την ε­γρή­γορ­ση του και το στρες του εγ­χει­ρή­μα­τος του, μει­ώ­νει τις αν­τι­στά­σεις του. Η αυ­το­πε­ποί­θη­ση του κλο­νί­ζε­ται. Πάν­τα βρί­σκε­ται μια α­φορ­μή. Μπο­ρεί να ή­ταν τα ε­κα­τομ­μύ­ρια δο­λά­ρια που του πρό­σφε­ρε ο Κάμ­πελ, για να πα­ραι­τη­θεί α­πό τη δι­εκ­δί­κη­ση του παι­διού. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι ο­τι­δή­πο­τε άλ­λο.

Η συ­ναι­σθη­μα­τι­κή α­στά­θεια που πα­ρα­μέ­νει α­κά­λυ­πτη, α­κό­μα κι ό­ταν η ε­ξάρ­τη­ση φαί­νε­ται πως έ­χει ξε­πε­ρα­στεί, α­πλώς πε­ρι­μέ­νει την ευ­και­ρί­α της. Μό­λις αυ­τή υ­πάρ­ξει, ξυ­πνά αιφ­νί­δια η ε­πι­τα­κτι­κή α­νάγ­κη για φυ­γή και η τυ­φλή ε­πι­στρο­φή στη γνώ­ρι­μη συ­νή­θεια, εί­ναι η μό­νη δι­έ­ξο­δος. Ό­λες οι α­πο­φά­σεις πα­ρα­με­ρί­ζον­ται, η σω­μα­τι­κή μνή­μη ε­πα­νέρ­χε­ται πα­νί­σχυ­ρη και η ε­πι­θυ­μί­α γί­νε­ται πι­ε­στι­κή. Το ε­σω­τε­ρι­κό κε­νό, κα­τα­πί­νει το θύ­μα του χω­ρίς οί­κτο και δι­σταγ­μό. Το μο­νο­πά­τι της αυ­το­κα­τα­στρο­φής εί­ναι οι­κεί­ο. Λή­θη, α­πό­συρ­ση, η­δο­νι­κή χα­λά­ρω­ση α­πό την έν­τα­ση και δαι­μο­νι­κή αί­σθη­ση αυ­τάρ­κειας. Πως μπο­ρεί κα­νείς να ξε­φύ­γει α­πό έ­ναν τέ­τοι­ο κλοι­ό α­βο­ή­θη­τος;
Το πά­θος πο­λε­μι­έ­ται με ι­σχυ­ρή βού­λη­ση, σθέ­νος κι ε­πι­μο­νή, αλ­λά νι­κι­έ­ται ο­ρι­στι­κά μό­νο με τη βο­ή­θεια του Θε­ού. Για­τί μό­νο Ε­κεί­νος, μπο­ρεί κα­λύ­ψει το κε­νό της έλ­λει­ψης Του.

Το ε­νέρ­γεια του αλ­κο­όλ με­τα­φέ­ρει τον Ριπ ε­πτά χρό­νια πί­σω, στην ί­δια ο­μί­χλη μι­ζέ­ριας κι ε­γω­ι­σμού, που τον εί­χε ο­δη­γή­σει στη φυ­λα­κή. Ο α­λα­ζο­νι­κός ε­αυ­τός του α­να­βι­ώ­νει και θο­λω­μέ­νος δι­εκ­δι­κεί ά­με­σα, ό­σα πι­στεύ­ει πως δι­και­ού­ται και έ­χει στε­ρη­θεί. Ο μι­κρός Τζό­ι παίρ­νει μια γεύ­ση α­δι­και­ο­λό­γη­τα βί­αι­ης συμ­πε­ρι­φο­ράς, που τον α­να­δι­πλώ­νει στον ε­αυ­τό του.

Η Γου­έν­τι Πόρ­τερ [Mira Sorvino – Ό­σκαρ β' Γυ­ναι­κεί­ου Ρό­λου στο Mighty Aphrodite, 1995], βλέ­πει το παι­δί της α­πο­τρα­βηγ­μέ­νο, δυ­στυ­χι­σμέ­νο κι εγ­κλω­βι­σμέ­νο σε μια δί­νη, α­δύ­να­μο να αν­τι­δρά­σει. Τι πα­ρη­γο­ριά μπο­ρεί να του δώ­σει, πως μπο­ρεί να το πλη­σιά­σει με­τά α­πό τό­σα χρό­νια α­που­σί­ας; Αυ­θόρ­μη­τα του προ­σφέ­ρει μια μι­κρή δι­έ­ξο­δο, μια προ­ο­πτι­κή α­πε­λευ­θέ­ρω­σης. Κό­βει και του δί­νει μια πι­κρα­λί­δα, για να κά­μει μια ευ­χή σκορ­πί­ζον­τας την. Τον πα­ρα­κο­λου­θεί ή­ρε­μη, γνω­ρί­ζον­τας κα­λά ποι­α θα εί­ναι η ευ­χή του. Εί­ναι η κεν­τρι­κή σκη­νή ό­λου του έρ­γου.

Συ­νή­θως, η α­λή­θεια βρί­σκε­ται βα­θύ­τε­ρα α­πό την ε­πι­φά­νεια της πρώ­της εν­τύ­πω­σης. Η νο­ε­ρή ευ­χή του Τζό­ι, μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί σαν δει­σι­δαι­μο­νί­α ή σαν έ­να α­πλό παι­χνί­δι. Και αν η ευ­χή τε­λι­κά πραγ­μα­το­ποι­η­θεί, να α­πο­δο­θεί στην «τύ­χη» ή να χα­ρα­κτη­ρι­στεί σαν «σύμ­πτω­ση». Ό­μως η ευ­χή που βγαί­νει μέ­σα α­πό τα βά­θη μιας α­γνής καρ­διάς, εί­ναι πί­στη και η πί­στη εί­ναι η δύ­να­μη της πραγ­μά­τω­σης. Η «α­πό­λυ­τη αυ­τή στιγ­μή» ή­ταν γε­μά­τη α­πό α­γά­πη, α­γά­πη που άγ­γι­ζε τα ό­ρια της θυ­σί­ας και ό­που υ­πάρ­χει τέ­τοι­α α­γά­πη, εί­ναι αι­σθη­τή η πα­ρου­σί­α του Θε­ού.

Ό­λα τώ­ρα θα α­κο­λου­θή­σουν έ­να νέ­ο δρό­μο. Οι Κάμ­πελ α­πο­φα­σί­ζουν να πά­ρουν την υ­πό­θε­ση στα χέ­ρια τους, αλ­λά θα κα­τα­λά­βουν σύν­το­μα πως εί­ναι μά­ται­ο να εκ­βιά­ζουν τις κα­τα­στά­σεις. Οι Πόρ­τερ θα ε­κτι­μή­σουν με κα­θα­ρό­τε­ρο βλέμ­μα τα γε­γο­νό­τα και θα ξε­κι­νή­σουν πά­λι τη ζω­ή τους, με στα­θε­ρό­τε­ρες βά­σεις.
Ό­ταν με­τέ­χου­με στη ζω­ή χω­ρίς έ­παρ­ση, τό­τε ό­λα γί­νον­ται α­πλά και αυ­το­νό­η­τα. Παύ­ου­με να ψά­χνου­με για λύ­σεις στα προ­βλή­μα­τα μας, ό­ταν πά­ψου­με να τα βλέ­που­με σαν α­νε­πι­θύ­μη­τες κα­τα­στά­σεις και α­πο­σύ­ρου­με την α­γω­νί­α μας α­π’ αυ­τά. Η εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­ό και η α­πο­δο­χή των δώ­ρων του, εί­τε τα κα­τα­νο­ού­με εί­τε ό­χι, θα γε­μί­σουν το κε­νό της καρ­διάς μας.

Χω­ρίς να γί­νε­ται σε ό­λη τη διά­ρκεια της ται­νί­ας κα­μί­α ά­με­ση α­να­φο­ρά στον Θε­ό, εί­ναι δι­ά­χυ­τη μια αί­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας, που τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται κλι­μα­κω­τά με την ε­ξέ­λι­ξη του έρ­γου και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται στη συ­νεί­δη­ση του θε­α­τή, ό­ταν ό­λες οι ε­πι­μέ­ρους σκη­νές θα πά­ρουν τη συγ­κε­κρι­μέ­νη θέ­ση τους στο σκη­νο­θε­τι­κό παζλ και θα το συμ­πλη­ρώ­σουν αρ­μο­νι­κά. Άλ­λω­στε εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των θε­ϊ­κών ε­νερ­γει­ών και ε­πεμ­βά­σε­ων, η α­θό­ρυ­βη και ή­ρε­μη α­να­τρο­πή των λο­γι­κών και δι­α­φαι­νό­με­νων προ­ο­πτι­κών, τό­σο που ό­ποι­ος δεν έ­χει την ευ­αι­σθη­σί­α να βλέ­πει την καρ­διά των πραγ­μά­των, χά­νει την ου­σί­α της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο θε­α­τής χω­ρίς κα­μιά προ­τρο­πή, α­φή­νε­ται α­νε­πη­ρέ­α­στος να α­πο­κο­μί­σει ό,τι μπο­ρεί α­πό την ι­στο­ρί­α αυ­τή.

Η Κοι­νω­νι­κή Λει­τουρ­γός κυ­ρί­α Μπό­ου­ερ, δί­νει στο έρ­γο μια αι­σι­ό­δο­ξη πι­νε­λιά, με τον γε­μά­το αν­θρω­πιά ε­παγ­γελ­μα­τι­σμό της, που ε­ξευ­γε­νί­ζει την έν­νοι­α του κα­θή­κον­τος. Σαν κα­τα­λύ­της ε­ξο­μα­λύ­νει τις αν­τί­ξο­ες κα­τα­στά­σεις και με­τα­τρέ­πει σε πρά­ξη τις ευ­χές και σε γέ­φυ­ρες τις αν­τι­θέ­σεις.

Η α­δελ­φή της Μό­λυ Κάμ­πελ, Μπεθ και ο σύ­ζυ­γος της Μπιλ συμ­πλη­ρώ­νουν τις χα­ρα­κτη­ρι­ο­λο­γι­κές αν­τι­θέ­σεις των ζευ­γα­ρι­ών της ται­νί­ας. Ο Μπιλ, ε­πι­φα­νεια­κά α­δι­ά­φο­ρος, εκ­πέμ­πει στα­θε­ρό­τη­τα, κα­λο­σύ­νη και κα­τα­νό­η­ση, ε­νώ η Μπεθ, μέ­σα α­πό έ­να στε­νό θρη­σκευ­τι­κό ο­πτι­κό πε­δί­ο, ερ­μη­νεύ­ει το θέ­λη­μα του Θε­ού και θε­ω­ρεί κα­θή­κον της να ε­πέμ­βει στις ε­ξε­λί­ξεις. Μπο­ρεί ό­μως κα­νείς να ει­κά­ζει τα σχέ­δια του Θε­ού και να προ­δι­κά­ζει το μέλ­λον; Εί­ναι δυ­να­τόν να γί­νουν αν­τι­λη­πτοί α­πό τον άν­θρω­πο, οι τρό­ποι που ε­νερ­γεί ο Θε­ός;

Ε­νώ εί­ναι α­κα­τά­λη­πτος στη ου­σί­α Του, την ί­δια στιγ­μή εί­ναι α­πλός και προ­ση­νής, προ­σφε­ρό­με­νος στην ε­λά­χι­στη ει­λι­κρι­νή μας ε­πί­κλη­ση. Δι­ευ­θε­τεί τα πάν­τα κα­τά την οι­κο­νο­μί­α Του, αν­τι­με­τω­πί­ζει με ά­πει­ρη υ­πο­μο­νή και ε­πι­εί­κεια την ε­πι­πο­λαι­ό­τη­τα των παι­δι­ών Του και βέ­βαι­α, βρί­σκε­ται παν­τού. Ο μι­κρός Τζό­ι, Τον συ­νάν­τη­σε στην καρ­διά της δαν­τε­λω­τής πι­κρα­λί­δας. Με έ­να φύ­ση­μα τη σκόρ­πι­σε σαν σκό­νη στον α­έ­ρα μα­ζί με τις αν­τί­ξο­ες δυ­νά­μεις και η τρο­μαγ­μέ­νη α­νά­σα του με την ευ­χή του, άγ­γι­ξαν τον Θε­ό που κρυ­βό­ταν κι ε­κεί, στο μι­κρό, εύ­θραυ­στο κι α­νε­κτί­μη­το αυ­τό δώ­ρο της πο­νε­μέ­νης μη­τέ­ρας του και ό­λα πή­ραν τη θέ­ση που έ­πρε­πε στη ζω­ή του. 

Μ. Ψ.



Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ «ΙΕΡΕΑΣ»





Ο Γάλλος κριτικός Ζορζ Σαντούλ, είχε πει πως ο κινηματογράφος είναι η «δυναμικότερη μορφή τέχνης, που απευθύνεται στα πλατιά κοινωνικά στρώματα». Γι αυτό, η 7η τέχνη έγινε βιομηχανία ανόητης διασκέδασης, μέσο υψηλής αισθητικής και ψυχαγωγίας, αλλά και μέσο προπαγάνδας για τις διάφορες ολοκληρωτικές εξουσίες ώστε να περάσουν το μήνυμά τους, να παρουσιάσουν την δική τους εκδοχή της πραγματικότητας.

Ο κινηματογράφος ως τέχνη συνθέτει όλες τις υπόλοιπες τέχνες αλλά και εκπληρώνει μια βαθύτατη ανάγκη του ανθρώπου: να δει και ν' ακούσει χωρίς ενδιάμεσους (κυβερνήσεις, πολιτικούς, ΜΜΕ). Να δούμε και ν’ ακούσουμε: έναν άνθρωπο σε στιγμές απελπισίας, μια γυναίκα να αναλύεται σε λυγμούς η ένα παιδί να θρηνεί... Απλά πράγματα που το μάτι μας έχει μάθει να τα αποφεύγει. Μερικές ταινίες τα επαναφέρουν στην μνήμη μας και έτσι μας ενώνουν με την ζωή μ' ένα δεσμό σχεδόν αόρατο. Μας παρουσιάζουν την αλήθεια με ένα τρόπο λυρικό και κρυστάλλινο, ανατρέπουν κυρίαρχες ιδεολογίες, αναδεικνύουν το καίριο και σημαντικό, προβάλλουν πρότυπα ζωής, κι όχι χάρτινους ήρωες που αποκοιμίζουν και διαφθείρουν την συνείδηση.

Η ταινία «Ο Ιερέας» είναι μια τέτοια ταινία. Περιγράφει την αλήθεια χωρίς να σου δίνει την εντύπωση της στρατευμένης τέχνης. Με τρόπο ποιητικό μα συνάμα ρεαλιστικό, λέει αλήθειες που πολλοί προσπάθησαν χρόνια τώρα να παραχαράξουν. Είναι ένα σύγχρονο συναξάρι οσιακού και μαρτυρικού βίου, τον οποίο έζησαν χιλιάδες δίκαιοι των καιρών μας. Μας περιγράφει με αδρά χρώματα πια είναι η ομολογία ενός ιερέα – αλλά κατ ’επέκταση και οποιουδήποτε Χριστιανού σε καιρούς δύσκολους και δίσεκτους.

Να συμπληρώσω ότι στην ταινία  παρατηρούμε μια μεγάλη ισορροπία μεταξύ φόρμας και περιεχόμενου. Δεν είναι απλώς μια κηρυγματική ταινία. Είναι μια ταινία με πολύ στέρεα αφήγηση. με αρχή, μέση και τέλος και ταυτόχρονα με μια ποιητική κινηματογράφηση, πολλές σκηνές, πολλά πλάνα, γρήγορο μοντάζ. Όμως έχουμε κι ένα θαυμάσιο σενάριο, ένα θαυμάσιο περιεχόμενο. Δεν αφήνει τον θεατή καθόλου να κουραστεί, αλλά επιβάλλει με γλαφυρό τρόπο ένα υψηλό πνευματικό προβληματισμό.

* * *

Να δούμε πρώτα το ιστορικό πλαίσιο: Πριν την επανάσταση του 1917, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία εκείνου του καιρού, υπήρχαν 51.918 Ναοί στην Ρωσία. Το 1941 μόνο 4.225 παρέμειναν!

Μόνον 20 Μοναστήρια απέμειναν από τα 1025! Αρκετές Εκκλησίες και Μονές, μετατράπηκαν σε τόπους φυλακών, βασανιστηρίων, εξορίας, μαζικών εκτελέσεων και θανάτων.

Η επιτροπή των αρχείων των κρατικών υπηρεσιών της Ρωσίας δήλωσε ότι στη δεκαετία 1930-40 είχαν συλληφθεί 136.900 κληρικοί, εκ των οποίων θανατώθηκαν 85.300. Το 1941 μόνο 5.665  κληρικοί παρέμειναν ελεύθεροι.

Ας προσθέσουμε εδώ μερικά νούμερα ακόμα: 60.000.000 οι νεκροί της θηριωδίας του Β παγκοσμίου πολέμου λόγω της παράνοιας του ναζισμού (δεν συμπεριλαμβάνουμε εδώ τα 20.000.000 που έγιναν στο μέτωπο της Κίνας, Ινδοκίνας, Ιαπωνίας), 20.000.000 τα θύματα των Γερμανών στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αν και είναι γνωστό πως στο νούμερο αύτό συμπεριλαμβάνονται και πολλά θύματα των Σταλινικών διώξεων.

Η μεταστραφείσα στον Χριστιανισμό, πρώην άθεη καθηγήτρια Τατιάνα Γκορίτσεβα έγραφε τότε: «Η ώρα του Μαρτυρίου ήταν για την Ρωσική Εκκλησία η καλύτερα ώρα. Ήταν η ώρα της ανθήσεως. Η Εκκλησία, που εξωτερικά δεν είχε σχεδόν καμία δύναμη, έγινε εσωτερικά τόσο δυνατή, τόσο καθαρή, ώστε να είναι πραγματική Εκκλησία. Δεν είναι οργανισμός, δεν είναι ίδρυμα. Είναι το Σώμα του Χριστού, το όποιο υποφέρει- το οποίο σταυρώθηκε και αναστήθηκε»!



Η ταινία «Ο Ιερέας» μας περιγράφει με ακρίβεια τι σημαίνει μαρτυρία Χριστού. Σε μας τους ζαλισμένους από την καλοπέραση και τον καταναλωτισμό Νεοέλληνες, θυμίζει πως ο δρόμος προς την Αγιότητα περνά μέσα από την ομολογία της πίστης, την αγάπη στον πλησίον, την ευχαριστία «πάντων ένεκεν», την παρησσία απέναντι στον διώκτη.

Σταχυολογοῦμε εικόνες και σύμβολα από την ταινία:

Λέει ο Ιερέας όταν του ανατίθεται η νέα διακονία του: «Ταξιδεύουμε για να δώσουμε ζωή στην έρημο». Η πραγματική εκκλησία, όσοι ακολουθούμε η πασχίζουμε να ακολουθήσουμε τον Χριστό, όχι επειδή γεννηθήκαμε σε μια ορθόδοξη οικογένεια η επειδή υπηρετούμε τον θεσμό η επειδή έτυχε να βαφτιστούμε, αλλά όσοι κατά την διάρκεια της ζωής μας το βάπτισμά μας προσπαθούμε συνεχώς να το τιμούμε - παρόλη την αδυναμία και την αμαρτία μας - αυτό παλεύουμε: Να δώσουμε ζωή στην έρημο, ταξιδεύοντας την οδό προς την Βασιλεία του Θεού. Δεν είναι λόγια. Αυτή είναι η παράδοση της Εκκλησίας.

Καθώς ο Ιερέας αποκαθιστά τον Ναό που οι κομμουνιστές είχαν μετατρέψει σε κομματική λέσχη, βλέπουμε πάνω στην βεβηλωμένη Αγία τράπεζα, στην θέση του ευαγγελίου μία υδρόγειο. Στην θέση του παντοκράτορα το δημιούργημα, το κτίσμα. Στην θέση του Λόγου του Θεού, συνθήματα μίσους, κούφια, αίολα. Στην θέση του γλυκύτατου Ιησού μισάνθρωποι  ήρωες.

Ο Ιερέας παίρνει στα χέρια του την υδρόγειο και εις τύπον και τόπον Χριστού πράττει με την ζωή του αυτό που οφείλει να κάνει κάθε Χριστιανός ιερέας αλλά και λαϊκός: Ο π. Αλέξανδρος που έχει ο ίδιος περάσει βασανιστήρια και εξορίες όπως μαθαίνουμε στην αρχή της ταινίας, εξαγιάζει την ύλη δια του εξαγιασμού της ζωής του.

Το κήρυγμά του αρέσει ακόμα και στον Εβραίο της γειτονιάς. «Κήρυγμα κατευθείαν στην καρδιά» όπως μαρτυρούν οι άλλοι, όχι ξύλινο η θεωρητικό, ξένο από τις ανάγκες του ποιμνίου. Όταν λέμε λόγο αληθείας, ακόμα και οι ετερόδοξοι μας παραδέχονται.

Ο κομμουνιστής στρατιώτης λέει χλευστικά πως για τους Χριστιανούς κάθε μέρα είναι γιορτή. Μέσα στην απιστία του διαπιστώνει την αληθεια. Κάθε μέρα του μετανοούντος πιστού είναι ευχαριστία και δοξολογία, χαρά στον κήπο του Θεού.

Ο ιερέας ευλογεί τα παιδιά του λαού που πηγαίνουν στον πόλεμο κι ας εξουσιάζει τον στρατό ο σταυρωτής του.

Κάνει υπακοή στην Εκκλησία για χάρη του ποιμνίου παρ’ ότι αρχικά διαφωνεί με την συνεργασία με τους φασίστες Γερμανούς. Όπως λέει ο επίσκοπος: Ο καλός ποιμένας δίνει την ψυχή του για τα πρόβατά του.

Παραδέχεται ταπεινά ότι: Φοβάμαι τον θάνατο, μα αν έχει έρθει η ώρα μου, λέει, δόξα τω Θεώ! Χωρίς κομπορρημοσύνες είναι έτοιμος κάθε στιγμή να ομολογήσει με το μαρτύριο και να πορευτεί στα χέρια του πλάστη του.

Ο π. Αλεξανδρος βρίσκεται στο κέντρο του μίσους μεταξύ ανταρτών και συνεργατών των ναζί. Δηλώνει απερίφραστα αυτό που είναι η ιστορική αλήθεια, την οποία οι τυφλωμένοι από το δαιμονικό μίσος άνθρωποι έχουν ξεχάσει:  ΟΥΤΕ οι Γερμανοί, ούτε οι Μπολσεβίκοι θα μείνουν αιώνια. Μόνο ο Ιησούς Χριστός. Ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος έλεγε: «Δεν πρέπει να θέσουμε τίποτα πάνω από την αγάπη του Χριστού. Είναι η χαρά. Αυτός είναι η ζωή, το φως. Ο Χριστός είναι το παν. Αυτός είναι η απώτερη επιθυμία. Τα πάντα είναι όμορφα στον Χριστό».

Είμαι με τον Ιησού Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, λέει σ’ αυτόν που τον απειλεί. «Επόμενος Αγίοις πατράσι», αγαπά την πατρίδα του αλλά πιστεύει μόνο στην Ουράνια πατρίδα όπως γράφει η προς Διόγνητον επιστολή τον 2ο αιώνα: «Οι Χριστιανοί ζουν στην δική τους ο καθένας πατρίδα αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτειά».

Μαρτυρία του η αγάπη του Θεού κι η συγχώρεση: Να αγαπήσεις ακόμα και τον εχθρό σου: Στον αντάρτη που πηγαίνει στο σπίτι του με αδιευκρίνιστες προθέσεις λέει: Πριν με σκοτώσεις, άσε με να σε ελευθερώσω από τις αμαρτίες σου. Του διαβάζει συγχωρητική ευχή σε περίπτωση που τον σκοτώσει. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε πως όποιος έχει την δύναμη της αγάπης για τους εχθρούς γνωρίζει τον Κύριο Ιησού Χριστό εν Πνεύματι και Αλήθεια. Ν' αγαπάς τους εχθρούς σου σημαίνει ότι ακολουθείς τα χνάρια του Χριστού που σταυρώθηκε για τους εχθρούς του. Προσευχόμενος συμπάσχεις, γιατί καταλαβαίνεις ότι αυτοί υποφέρουν από την αμαρτία τους.

Ο Ιερέας αρνείται να κηδεύσει τους αμετανόητους δοσίλογους. Με παρρησία δηλώνει ότι δεν μπορεί να ευχηθεί να «καταταχτούν με τους αγίους», αυτοί που και τον Θεό και την πατρίδα είχαν αρνηθεί, σκοτώνοντας, τρομάζοντας και κακοποιώντας τον πλησίον. Δεν το κάνει από μίσος, αλλά γιατί έτσι υποδεικνύει σε όλους ότι δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την κτηνωδία. Αφήνει τους νεκρούς στην δίκαια κρίση του Θεού.

Μα κι όταν μιλάει για τα προσωπικά του, ασκητικό και συνάμα ευχαριστιακό το φρόνημά του. Η γυναίκα του είναι η πέτρα που ακονίζει το θέλημά του, λέει. Σαν μια ελάχιστη μονάδα αυτός, σαν μηδέν εκείνη - λόγω σωματικής κατασκευής- διαφορετικοί στους χαρακτήρες, μα σπουδαίοι στα μάτια του Θεού, όταν ενωμένοι και συνηγμένοι στο όνομά Του αγωνίζονται τον δρόμο της αγάπης. Αυτής της αγάπης που ομολογεί μπροστά στην φωτογραφία της όταν εκείνη έχει θυσιαστεί.

Βράχος δίπλα του η πρεσβυτέρα Αλεντίνα, και παρ’ ότι με τις ευαισθησίες και τις ιδιοτροπίες και την δεισιδαιμονία της φαίνεται να δυσανασχετεί με τα λόγια, στην πράξη τον ακολουθεί άφοβα στον δρόμο του μαρτυρίου. Τον ενισχύει στον αγώνα του, περιθάλπτει ορφανά παιδιά, τρέχει μαζί του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης  για να ενισχύσει τους εξαθλιωμένους αιχμαλώτους. Κάνοντας πράξη τον λόγο του Κυρίου πως «κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από εκείνον που θυσιάζει την ζωή του για χάρη των φίλων του», χάνεται μέσα στο δάσος για να μην κολλήσει τύφο τους συνανθρώπους της, παρακαλώντας τον Θεό να δεχθεί την θυσία της και να μην την θεωρήσει ως αυτοκτονία. Ζητά την συγχώρεση για όποιον πίκρανε και παρακαλεί τον ιερέα να προσεύχεται για τις αμαρτίες της, αφού ως γνήσια Ορθόδοξη δεν έχει καμμία ψευδαίσθηση αυτοδικαίωσης, αλλά όμως ζει με την βεβαιότητα της συνάντησής τους στην βασιλεία των ουρανών.

Στο τέλος της ιστορίας ο ιερέας θα πορευτεί και πάλι τον δρόμο του μαρτυρίου. Όμως η ειρήνη στα μάτια του, η χαρμολύπη που είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του φανερώνει την γαλήνη της καρδιάς του: «τον καλόν αγώνα ηγώνισμαι, τον δρόμον  τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα», απόστολος κι αυτός της αγάπης του Χριστού, όπως κι ο Μέγας Παύλος. Αν θα πεθάνει σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης η θα τον ξανασυνανήσουμε ιερομόναχο μετά από χρόνια πολλά, είναι θέμα του καλού σεναριογράφου. Ο ιερέας έχει ήδη προγευτεί την βασιλεία του Θεού. 

Η ταινία του Vladimir Khotinenko θα έπρεπε να παίζεται σ’ όλους τους ναούς της χώρας. Για να θυμόμαστε πρώτοι απ’ όλους εμείς οι χριστιανοί, τι θα πει πραγματική δυσκολία. Κι αν είχαμε ξεχάσει μέσα στην καταναλωτική μας νιρβάνα ότι πάνω από τα δύο τρίτα του κόσμου ζει σε πολέμους και λιμούς και λοιμούς, να θυμηθούμε τι πέρασαν οι λαοί από τους μαύρους και κόκκινους φασισμούς. Να θυμηθούμε ότι ο αιώνας που πέρασε γέμισε τον παράδεισο με χιλιάδες νεομάρτυρες και να πάψουμε να είμαστε αχάριστοι, γκρινιάζοντας για τις δυσκολίες που συμβαίνουν λόγω των δικών μας αμαρτιών στην χώρα μας. Παρά την αστοχία πολλών μελών της, κληρικών και λαϊκών, η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο μοναδικός ζωντανός οργανισμός στην Ελλάδα που διασώζει την ιστορική μνήμη. Η λήθη θεωρείται από τους πατέρες αμάρτημα μεγάλο, στερητικό της αλήθειας.

Και μπορεί όσοι δεν έχουν πίστη να δικαιολογούνται για την απελπισία και τον θυμό τους, αλλά ένας Χριστιανός οφείλει να ζει με ευχαριστία, χαρά και αδιάλειπτη υπόμνηση του Θεού, διαδίδοντας τα καλά νέα και την ελπίδα με το παράδειγμά του, μακριά από τους φανατισμούς και τις ακρότητες.

Ας θυμηθούμε την αρχή της ταινίας: Η κάμερα περνάει πάνω από έναν υπέροχο ποταμό, μέσα στην όμορφη φύση, στον παράδεισο αυτό που μας έδωσε ο Θεός και που εμείς τον κάνουμε κόλαση. Και ακούγεται η φωνή του ιερέα καθώς λέει: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Και λίγο αργότερα, καθώς βαπτίζει την μικρή Εβραιοπούλα ακούγεται στην κατήχηση το ερώτημα, «ἀποτάσσῃ τῷ σατανᾶ. Καί πάσι τοῖς ἔργοις αὐτού;...». Και καθώς οι ποιητικές εικόνες στην φύση και στην εκκλησία περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μας, ταυτόχρονα σε παράλληλη αφήγηση, με παράλληλο μοντάζ, βλέπουμε τον σκληρό κατακτητή να εισβάλλει και να σπέρνει τον πανικό και την βία.

Μας δόθηκε αυτός ο πλανήτης για να ζήσουμε σε μακαριότητα. Κι από τότε που έγινε η πτώση του ανθρώπου, αρνηθήκαμε να ζούμε σε παραδείσια κατάσταση. Και το αμάρτημα αυτό το επαναλαμβάνουμε γενιά με γενιά, άνθρωπος με άνθρωπο. 

 
Τελειώνοντας να θυμίσουμε μία φράση που είπε ο π. Αλέξανδρος στην μικρή Εβραιοπούλα όταν ήθελε να βαπτιστεί. Και της είπε ένα λόγο τόσο σοφό και τόσο σπουδαίο. Αν μείνεις Εβραία - γιατί σαν άνθρωπος του Θεού δεν έχει μισαλλοδοξία για κανένα λαό - αν μείνεις Εβραία, αρκεί νά  κάνεις το καλό στα μάτια του Θεού. Αν γίνεις όμως Χριστιανή πρέπει να τιμάς το βάπτισμά σου. Και οι νεοέλληνες έχουμε διαπράξει αυτή την μεγάλη αμαρτία. Δεν τιμάμε το βάπτισμά μας. Πολλοί από μας είμαστε παραδομένοι στην αχαριστία, στην μισαλλοδοξία, τον λαϊκισμό, τον διχασμό, τις μέριμνες, τις θεωρίες συνομωσίας, την ταραχή. Όσοι, λοιπόν, θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί ας κάνουμε αρχή μετανοίας τώρα, σήμερα. 

Θα τελειώσουμε με ένα λόγο του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου: Αδελφοί, πιστεύετε στο Ευαγγέλιο και στην μαρτυρία της Αγίας Εκκλησίας, και τότε θα γευθείτε, ήδη απ' αυτή την γη, την μακαριότητα του παραδείσου. Αληθινά, η βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας: Η αγάπη του Θεού χαρίζει στην ψυχή τον παράδεισο. Αμήν.


π. Χριστόδουλος Μπίθας  





Σκηνοθεσία: Vladimir Khotinenko
Παίζουν: Sergei Makovetsky, Nina Usatova, Elizabeth Arzamasova, Stepan Morozov, Kirill Pletnev, Viktoria Romanenko
Χώρα: Ρωσία, 2010
Διάρκεια: 2:08:54


ΥΓ: Επιβάλλεται η Εκκλησία να χρησιμοποιήσει σύγχρονες μορφές επικοινωνίας, την στιγμή που είναι τόσο σαρωτικός γύρω μας ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος διαβρώνει τα μυαλά μας μέσα από την τηλεόραση και από τον εμπορικό κινηματογράφο. Είμαστε σίγουροι, πως αν ο Απόστολος Παύλος ήταν ανάμεσά μας σήμερα, θα μας παράγγελνε να γυρνάμε ταινίες!