Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ως εν ουρανώ...






 Så som i himmelen - As it is in Heaven, 132'  2004





Η Σου­η­δι­κή αυ­τή ται­νί­α, με την ε­πι­με­λη­μέ­νη σκη­νο­θε­σί­α του Kay Pollak, δι­εκ­δί­κη­σε το Oscar κα­λύ­τε­ρης ξε­νό­γλωσ­σης ται­νί­ας το 2005. Η λαμ­πρή ερ­μη­νεί­α των η­θο­ποι­ών ζων­τα­νεύ­ει με α­πλό ρε­α­λι­σμό την ι­στο­ρί­α και εν­τάσ­σει ά­με­σα τον θε­α­τή στη μι­κρή κοι­νω­νί­α του Norrland. Τον κα­θι­στά έ­τσι μέ­το­χο της α­ρι­στο­τε­χνι­κής με­τάλ­λα­ξης των γε­γο­νό­των σε συ­ναι­σθή­μα­τα, ώ­στε το α­πλό και αυ­το­νό­η­το της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, να με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε πλού­σιο και μο­να­δι­κό. 


Ε­κεί, στην τό­σο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή α­τμό­σφαι­ρα του σου­η­δι­κού βορ­ρά, ε­πι­στρέ­φει ο φη­μι­σμέ­νος δι­ευ­θυν­τής ορ­χή­στρας Ντά­νι­ελ Daréus (Michael Nyqvist), ε­πι­λέ­γον­τας για δι­α­μο­νή του τον τό­πο που γεν­νή­θη­κε και έ­ζη­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια, ό­ταν έ­να σο­βα­ρό καρ­δια­κό ε­πει­σό­διο τον α­ναγ­κά­ζει να εγ­κα­τα­λεί­ψει μια σπου­δαί­α στα­δι­ο­δρο­μί­α.  



  
Η ζω­ή εί­ναι συ­χνά γε­μά­τη α­πό δυ­σκο­λί­ες κι α­πο­γο­η­τεύ­σεις, ό­μως κά­ποι­οι στό­χοι ση­μαν­τι­κοί, δί­νουν πάν­τα νό­η­μα στις προ­σπά­θει­ες και προ­σα­να­το­λι­σμό στην πο­ρεί­α μας. Κι ό­ταν α­κό­μα βλέ­που­με τους σχε­δια­σμούς μας για το μέλ­λον ξαφ­νι­κά να α­να­τρέ­πον­ται, ί­σως να μην εί­ναι πα­ρά η ευ­και­ρί­α που χρει­α­ζό­μα­στε για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σου­με τα ό­νει­ρα μας.

Η ε­πι­στρο­φή στο πα­ρελ­θόν εί­ναι κά­πο­τε α­πα­ραί­τη­τη, ι­δι­αί­τε­ρα ό­ταν η ζω­ή μπαί­νει στην τε­λι­κή της ευ­θεί­α ή ό­ταν ο ρυθ­μός της α­να­κό­πτε­ται α­πό κά­ποι­ο α­πρό­σμε­νο γε­γο­νός. Εί­ναι η α­νάγ­κη α­να­ψη­λά­φη­σης πα­λαι­ών συν­θη­κών και βι­ω­μά­των, για να γί­νει μια ου­σι­α­στι­κή κα­τα­λη­κτι­κή α­πο­τί­μη­ση, μια α­πο­φόρ­τι­ση πε­ρι­πλεγ­μέ­νων συ­ναι­σθη­μά­των, μια συμ­φι­λί­ω­ση με τα πε­ρα­σμέ­να, που θα μας ω­θή­σει στη συ­γνώ­μη για κά­ποι­ες ά­λο­γες ε­πι­λο­γές μας και στη συγ­χώ­ρε­ση κά­ποι­ων δυ­σά­ρε­στων για μας, ε­πι­λο­γών των άλ­λων. 
 


Ο Ντά­νι­ελ εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος που γνω­ρί­ζει τι ζη­τά. Έ­χει γευ­θεί την ε­πι­τυ­χί­α και την α­να­γνώ­ρι­ση, έ­χει συ­νεί­δη­ση των δυ­να­το­τή­των και των α­να­στο­λών του, έ­χει πά­ρει την α­πό­φα­ση της ε­πι­στρο­φής. Α­γο­ρά­ζει για κα­τοι­κί­α του το πα­λιό δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο, κά­νει νέ­ες γνω­ρι­μί­ες, ξα­να­ζεί πε­ρι­στα­σια­κά τις ψυ­χο­τραυ­μα­τι­κές παι­δι­κές του εμ­πει­ρί­ες στο ί­διο οι­κεί­ο πε­ρι­βάλ­λον, αλ­λά σαν ξέ­νος πια με­τά α­πό τό­σον και­ρό.

     
Το τα­λέν­το του στη μου­σι­κή α­πό παι­δί, τον ξε­χώ­ρι­ζε α­πό τους συ­νο­μή­λι­κους του στο χω­ριό. Ο, τι ξε­χω­ρί­ζει γί­νε­ται συ­νή­θως στό­χος, προ­κα­λεί τη ζή­λια και η σκλη­ρό­τη­τα στα παι­διά, α­κρι­βώς ε­πει­δή ε­πι­κά­θε­ται στην παι­δι­κή τους α­θω­ό­τη­τα, εί­ναι ι­δι­αί­τε­ρα έν­το­νη, πα­ρορ­μη­τι­κή και α­κα­τέρ­γα­στη. Οι ε­πι­πτώ­σεις στην ψυ­χο­λο­γί­α και στον χα­ρα­κτή­ρα του εύ­θραυ­στου Ντά­νι­ελ, θα τον α­κο­λου­θή­σουν α­πό τό­τε στην προ­σω­πι­κή του ζω­ή, ό­μως το τα­λέν­το δεν ε­πι­δέ­χε­ται ό­ρια και συμ­βι­βα­σμούς. Α­κό­μα και ό­ταν ό­λα τρι­γύ­ρω, του ξυ­πνούν ε­πώ­δυ­να βι­ώ­μα­τα της τρυ­φε­ρής του η­λι­κί­ας. Έ­στω και αν η ζω­ή του έ­χει γυ­ρί­σει τό­σο α­πό­το­μα σε­λί­δα.

Α­να­λαμ­βά­νει να ορ­γα­νώ­σει και να δι­ευ­θύ­νει τη χο­ρω­δί­α της εκ­κλη­σί­ας. Μια ε­τε­ρό­κλη­τη ο­μά­δα πι­στών, που η κα­λή τους δι­ά­θε­ση για μια κοι­νή προ­σπά­θεια θα γε­φυ­ρώ­σει δι­α­φο­ρές και αν­τι­θέ­σεις, ώ­στε ο κα­θέ­νας ό­χι μό­νο να συ­ναν­τή­σει, μα να ταυ­τι­στεί με τον άλ­λο, σε μια συν­θε­τι­κή προ­σω­πι­κή σύμ­πρα­ξη. 
   
Η ε­πι­δί­ω­ξη που δι­α­μόρ­φω­σε μέ­σα α­πό τις ε­πι­τυ­χί­ες του ο Ντά­νι­ελ για τη ζω­ή του, ή­ταν να δη­μι­ουρ­γή­σει κά­πο­τε μου­σι­κή, που θα α­νοί­γει τις καρ­δι­ές των αν­θρώ­πων και θα τους ε­νώ­νει. Τώ­ρα, το θέ­λει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό πο­τέ. Χω­ρίς ορ­χή­στρα, μου­σι­κούς ή ποι­κί­λα όρ­γα­να. Με μια ε­ρα­σι­τε­χνι­κή ο­μά­δα χω­ρίς ει­δι­κές σπου­δές, που ό­μως έ­χουν τη βα­σι­κή αρ­μο­νι­κή παι­δεί­α της φύ­σης και τα αυ­τιά τους γε­μά­τα με ό­λων των ει­δών τους ή­χους.  






Ό­λη η φύ­ση γύ­ρω μας, πα­ρά­γει μου­σι­κή. Το κε­λά­ρυ­σμα του νε­ρού συν­το­νί­ζε­ται με το θρό­ι­σμα των φύλ­λων, ο α­γέ­ρας δο­νεί τα στά­χυ­α και τα κλα­διά σε θαυ­μα­στές συγ­χορ­δί­ες, τα έν­το­μα κρα­τούν το ί­σο με τον βόμ­βο τους στο τι­τί­βι­σμα των σπουρ­γι­τι­ών. Το ξύ­λο, η πέ­τρα, το μέ­ταλ­λο και το γυα­λί, α­νά­λο­γα με το σχή­μα και το μέ­γε­θος τους, το νε­ρό που πέ­φτει και ο α­γέ­ρας που σφυ­ρί­ζει, οι στριγ­κές και οι με­λω­δι­κές φω­νές των ζώ­ων και των που­λι­ών, το φτε­ρο­κό­πη­μα και το  ζου­ζού­νι­σμα, α­κό­μα και οι υ­πέ­ρο­χες λι­γό­στιγ­μες σι­ω­πές, με­τέ­χουν και συν­θέ­τουν την ε­ξαί­σια συμ­φω­νί­α της φύ­σης.

Και πά­νω α­π’ ό­λα η αν­θρώ­πι­νη φω­νή, ό­χι μό­νο σαν τρα­γού­δι, ού­τε έ­στω σαν ο­μι­λί­α. Αλ­λά και μό­νο σαν φθόγ­γος. Έ­να Α­α­α­α­α­α­α­α­α­α… που κρα­τά ό­σο μια α­νά­σα, που α­να­νε­ώ­νε­ται ξα­νά και ξα­νά και δια­ρκεί και δο­νεί την ψυ­χή και έ­να δεύ­τε­ρο Α­α­α­α­α­α… που έρ­χε­ται να ται­ριά­ξει στο πρώ­το, με τη δι­κή του χροι­ά, με τον δι­κό του ε­σω­τε­ρι­κό τό­νο κι έ­να τρί­το κι α­κό­μα έ­να.., να πώς γεν­νι­έ­ται μια χο­ρω­δί­α, μια πο­λυ­χρω­μί­α φω­νών που θα δέ­σουν μα­ζί το ό­νει­ρο να το κά­μουν ά­κου­σμα, που δεν θέ­λεις να στα­μα­τή­σει, που θέ­λεις να μπεις και συ να ε­νώ­σεις την η­χώ της έκ­φρα­σης σου, σ’ αυ­τή την αρ­μο­νι­κή παν­δαι­σί­α. 

          
Δεν εί­ναι αγ­γε­λι­κή ψαλ­μω­δί­α αυ­τή που φέρ­νει τη χα­ρά και τη γα­λή­νη στις ψυ­χές των α­πλών αν­θρώ­πων του Νόρ­λαντ. Εί­ναι οι δι­κές τους α­καλ­λι­έρ­γη­τες κα­θη­με­ρι­νές φω­νές, ε­νω­μέ­νες στον κοι­νό στό­χο που εμ­ψυ­χώ­νει με το πά­θος του και κα­θο­δη­γεί α­ρι­στο­τε­χνι­κά με το τα­λέν­το του ο Ντά­νι­ελ, που κα­τα­κτούν και ξε­περ­νούν την αρ­μο­νί­α των ή­χων, τη με­λω­δί­α του συν­το­νι­σμού και γί­νον­ται αγ­γε­λι­κές, πνεύ­μα και ψυ­χή α­πό την α­γά­πη που κρα­τά δε­μέ­νη την ο­μά­δα, στην αί­σθη­ση πως ό­λοι εί­ναι α­πα­ραί­τη­τοι για ό­λους. 

Ο Ντά­νι­ελ δί­νε­ται χω­ρίς εν­δοια­σμούς στην υ­πέ­ρο­χη αυ­τή εμ­πει­ρί­α. Ξε­χνά τα προ­βλή­μα­τα του, πα­λαι­ά και πρό­σφα­τα, μπρο­στά στο χτί­σι­μο της χο­ρω­δί­ας και α­πο­λαμ­βά­νει το κοι­νό δη­μι­ούρ­γη­μα με την Inger και τον Arne, με την Gabriella και τον αρ­γό­στρο­φο Tore, με ό­λους τους ά­γνω­στους πριν λί­γο, που α­πο­τε­λούν τώ­ρα τους κα­θη­με­ρι­νούς συ­νερ­γά­τες του. Η ζω­ή ό­λων αλ­λά­ζει, η μα­τιά τους στον κό­σμο ζων­τα­νεύ­ει, στις καρ­δι­ές τους κυ­κλο­φο­ρεί νέ­ο αί­μα, ό­σο συγ­κλί­νουν στο εμ­πνευ­σμέ­νο ό­ρα­μα του Ντά­νι­ελ.  

Πε­ρισ­σό­τε­ρο τον πλη­σιά­ζει η Λέ­να (Frida Hallgren). Το βλέμ­μα, το χα­μό­γε­λο, η α­νοι­χτή της καρ­διά, του με­τα­δί­δουν μέ­ρα με τη μέ­ρα τη θερ­μό­τη­τα τους. Η προ­σω­πι­κό­τη­τα ω­ρι­μά­ζει με την ε­πι­κοι­νω­νί­α και αν­θί­ζει με την α­γά­πη. Ο Ντά­νι­ελ δεν εί­ναι πια ο ι­δι­ο­φυ­ής, δύ­στρο­πος και στρυφ­νός μα­έ­στρος. Εί­ναι ο φι­λι­κός κι εμ­πνευ­σμέ­νος δά­σκα­λος, που κα­θο­δη­γών­τας την ο­μά­δα του στους δρό­μους της μου­σι­κής, τους ε­νώ­νει, τους βο­η­θά να α­νοί­ξουν τις καρ­δι­ές στους άλ­λους και βρί­σκει πα­ράλ­λη­λα κι ο ί­διος κον­τά τους, τον δρό­μο της ε­πι­στρο­φής στον ε­αυ­τό του. 


Η ε­πι­στρο­φή στον ε­αυ­τό μας, στο σπί­τι! Ε­κεί που πάν­τα μας πε­ρι­μέ­νει με λα­χτά­ρα η πα­τρι­κή αγ­κα­λιά. Ο κα­θέ­νας α­π’ το δι­κό του μο­νο­πά­τι, που του α­νοί­γει ο Θε­ός την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Ό­λοι μα­ζί στον κοι­νό δρό­μο, που μας ο­δη­γεί κον­τά Του. Χω­ρίς δι­α­κρί­σεις και προ­τι­μή­σεις. Χω­ρίς α­παι­τή­σεις και δυ­σα­ρέ­σκει­ες. Με πολ­λή α­γά­πη, με πολ­λή χα­ρά. Έ­νας μι­κρός πα­ρά­δει­σος στη γη, στο χω­ριό, στη γει­το­νιά μας. Δεν εί­ναι μό­νο η μου­σι­κή, δεν εί­ναι η δι­ά­θε­ση. Εί­ναι η α­νάγ­κη να αγ­κα­λι­ά­σου­με τους άλ­λους, να ξε­πε­ρά­σου­με τα στε­νά ό­ρια του ε­αυ­τού μας, που α­να­ζη­τά στο φως το χρώ­μα, στον ή­χο τη με­λω­δί­α, στην ψυ­χή την κοι­νω­νί­α, στο κά­θε μο­νο­πά­τι, στο κά­θε σταυ­ρο­δρό­μι, την κά­θε στιγ­μή, τη συ­νάν­τη­ση. 

Εί­ναι η α­νάγ­κη για ο­λο­κλή­ρω­ση, που δεν στρέ­φε­ται ε­γω­κεν­τρι­κά στην ι­κα­νο­ποί­η­ση του «ε­γώ», στην α­να­τρο­φο­δό­τη­ση ε­πι­θυ­μι­ών ψυ­χρά, χω­ρίς αί­σθη­μα, αλ­λά στην πα­ρο­χή α­γά­πης, α­πο­δο­χής και υ­πο­στή­ρι­ξης. Και ό­ταν αυ­τά δεν α­να­πτύσ­σον­ται στην κυ­ψέ­λη της εκ­κλη­σί­ας, με τη στορ­γι­κή κα­θο­δή­γη­ση ε­νός ά­ξιου ι­ε­ρέ­α, η θεί­α οι­κο­νο­μί­α α­να­θέ­τει σε κά­ποι­ον Ντά­νι­ελ την εκ­πλή­ρω­ση της α­πο­στο­λής αυ­τής.   
  
Ο πά­στο­ρας Στιγκ εί­ναι η τρα­γι­κή φυ­σι­ο­γνω­μί­α του έρ­γου. Βλέ­πει τον Ντά­νι­ελ μέ­ρα με τη μέ­ρα, να βρί­σκε­ται στο ε­πί­κεν­τρο του εν­δι­α­φέ­ρον­τος και των εκ­δη­λώ­σε­ων α­γά­πης και ε­κτί­μη­σης των ε­νο­ρι­τών του, να τον υ­πο­κα­θι­στά βαθ­μια­ία στον κοι­νω­νι­κό και πνευ­μα­τι­κό του ρό­λο και να υ­λο­ποι­εί, να «κλέ­βει» το δι­κό του ό­νει­ρο. Α­δυ­να­τεί να αν­τι­λη­φθεί την αι­τί­α που συμ­βαί­νει αυ­τό. 

Πα­ρά τις ό­ποι­ες προ­θέ­σεις του δεν μπό­ρε­σε να ξε­φύ­γει α­πό τον α­το­μι­σμό του κο­σμι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού. Πα­ρα­μέ­νει α­πρό­σι­τα α­πο­μο­νω­μέ­νος στο ο­χυ­ρό της τυ­πο­λα­τρι­κής η­θι­κής του, ε­νώ βα­σα­νί­ζε­ται α­πό ε­νο­χές στην ι­δέ­α να πλη­σιά­σει ε­κεί­νος τους άλ­λους. Ο Ντά­νι­ελ τα κα­τά­φε­ρε. Ό­μως ο Ντά­νι­ελ εί­χε δι­α­γρά­ψει πρώ­τα τον ε­αυ­τό του απ΄ τη ζω­ή. Εί­χε συ­ναν­τή­σει τον ε­αυ­τό του, την ώ­ρα που συ­ναν­τή­θη­κε με τη αιφ­νί­δια προ­ο­πτι­κή του θα­νά­του. Ο Στιγκ δεν εί­χε αυ­τή την τύ­χη.

Ι­ε­ρέ­ας χω­ρίς μυ­στη­ρια­κή ζω­ή, ποι­μέ­νας χω­ρίς την α­πο­δο­χή του ποι­μνί­ου του, σύ­ζυ­γος με α­πο­στά­σεις «α­σφα­λεί­ας» α­πό την αγ­κα­λιά της γυ­ναί­κας του. Η κάμ­ψη της  υ­πε­ρο­ψί­ας του, η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ελ­λειμ­μα­τι­κής πνευ­μα­τι­κό­τη­τας του, η με­τά­νοι­α του για τό­σα χα­μέ­να χρό­νια χω­ρίς α­γά­πη, ί­σως του δώ­σουν τη δυ­να­τό­τη­τα μιας και­νούρ­γιας αρ­χής.   

Ό­μως η φή­μη της χο­ρω­δί­ας, α­πλώ­νε­ται σε ό­λη τη χώ­ρα και ξε­περ­νά τα σύ­νο­ρα της. Τους κα­λούν να αν­τι­προ­σω­πεύ­σουν τη Σου­η­δί­α στον δι­ε­θνή δι­α­γω­νι­σμό της Αυ­στρί­ας. Ο σπό­ρος που φύ­τρω­σε έ­βγα­λε βλα­στά­ρι, το βλα­στά­ρι αν­θούς κι αυ­τοί, καρ­πό. Το Ίν­σμπρουκ, τους πε­ρι­μέ­νει.

Η ται­νί­α κα­τα­κλύ­ζε­ται α­πό συ­ναι­σθή­μα­τα φυ­σι­κά και α­βί­α­στα. Δεν εί­ναι η υ­πο­κρι­τι­κή δει­νό­τη­τα των η­θο­ποι­ών στις ερ­μη­νεί­ες των ρό­λων τους. Ού­τε το κα­τα­πλη­κτι­κό σε­νά­ριο ή η ευ­αι­σθη­σί­α της μου­σι­κής ε­πέν­δυ­σης, που ε­πη­ρέ­α­σαν τό­σο κά­ποι­ον α­με­ρι­κα­νό κρι­τι­κό, ώ­στε να α­να­φερ­θεί στο έρ­γο λέ­γον­τας “… το τα­πει­νό αυ­τό α­ρι­στούρ­γη­μα του Kay Pollak.” Ί­σως εί­ναι ό­λα τα πα­ρα­πά­νω, αλ­λά κυ­ρί­ως εί­ναι το πνεύ­μα που δι­α­περ­νά τα γε­γο­νό­τα, με­τα­τρέ­πον­τας τα α­πό κοι­νό­το­πα και α­δι­ά­φο­ρα σε προ­σω­πι­κά και ά­με­σα, προσ­δί­δον­τας στα συ­ναι­σθή­μα­τα γνη­σι­ό­τη­τα, βά­θος και αν­τί­κρι­σμα.

Την η­μέ­ρα του δι­α­γω­νι­σμού, ό­λη η χο­ρω­δί­α εί­ναι συγ­κεν­τρω­μέ­νη στο κα­τά­με­στο α­πό κό­σμο θέ­α­τρο, αλ­λά...

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΘΟΝΗΣ !

Μ. Ψ.