Σκηνοθεσία: Alexander
Payne, Σενάριο: Bob Nelson.
Παίζουν: Bruce Dern,
Will Forte
Διάρκεια: 114'
Η παρουσίαση της
ταινίας εκφωνήθηκε από τον π. Χριστόδουλο Μπίθα μετά την προβολή στο
Πολιτιστικό κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Η αφήγηση στις ιστορίες ‘’δρόμου’’
και ο μύθος τους ως ένα υπαρξιακό ταξίδι στις γειτονιές του κόσμου,
ξεκίνησε τρεις χιλιάδες χρόνια πριν με την Οδύσσεια του Ομήρου. Έκτοτε,
τροφοδότησε την παγκόσμια λογοτεχνία με πλήθος ιστοριών, ποιημάτων,
μυθιστορημάτων και διηγημάτων και αποτέλεσε προσφιλή αφηγηματική
φόρμα για να στοχασμό πάνω σε ιδέες σημαντικές. Ἀπό τούς περιπλανώμενους
κυνικούς φιλοσοφούντες στην Αθήνα μέχρι τους Shramanas δασκάλους
στην Ινδία, οι εμπειρίες της περιπλάνησης τροφοδοτούν την ανθρώπινη
σκέψη. Στην Χριστιανική μας παράδοση οι Συνοπτικοί ευαγγελιστές
θα περιγράψουν τα γεγονότα της συνοδοιπορίας τους με τον
Χριστό στην Παλαιστίνη, ενώ επί αιώνες η Ορθοδοξία θα εμπλουτίζεται
με οδοιπορικά όπως το Λαυσαϊκό, το Λειμωνάριο, ή το πιο πρόσφατο
Ρωσικό αφήγημα "Περιπέτειες ενός προσκυνητού", όπου περιγράφονται
οι ζωές περίφημων ασκητών και πνευματικές εμπειρίες.
Ο
κινηματογράφος, η 7η τέχνη που εμπεριέχει όλες τις άλλες τέχνες,
γέννησε πάμπολλες ταινίες, περιπέτειες, έπη, μα πάνω απ' όλα ταξίδια
πνευματικής ωρίμανσης με φόντο, πόλεις, ερήμους και χώρες πολλές
και διάφορες. Λίγη σημασία έχει εάν οι πρωταγωνιστές θα ταξιδεύουν
με αυτοκίνητο, με πλοίο, ή τρένο - με άλογα ή με τα πόδια, όπως λίγη
σημασία έχει τελικά και ο προορισμός – το καθοριστικό στην μυθολογία
του δρόμου είναι η μετάβαση που λαμβάνει χώρα με ταυτόχρονο τρόπο,
εσωτερικά και εξωτερικά. Οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες, η Κίρκη
και η Καλυψώ, θα αποτελούν διαχρονικά σύμβολα, πάντα θα παραπέμπουν
στην ανθρώπινη αμαρτία, στην φυγή, στην αναζήτηση, στην ελευθερία,
στην αυτογνωσία.
Καθώς
ξεκινά η ανασυγκρότηση του δυτικού κόσμου μετά από τις πληγές του
Β' Παγκοσμίου Πολέμου και οι άνθρωποι αρχίζουν πάλι να ταξιδεύουν,
το είδος των αποκαλούμενων road movies εξελίσσεται. Με
επιρροές από τα γουέστερν και βέβαια από κλασσικούς συγγραφείς όπως
ο Μάρκ Τουαίν, ο Τζών Στάινμπεκ, αλλά και επίκαιρους όπως ο Τζακ Κερουακ
με το μυθιστόρημα του Στον Δρόμο (1951), δημιουργείται μια σειρά ταινιών
όπου βλέπουμε ανήσυχους ήρωες να περιπλανώνται στην Αμερικάνικη
ενδοχώρα ή εκπροσώπους μιας επαναστατημένης γενιάς να περιφέρεται
με μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα αναζητώντας εμπειρίες και ελευθερία.
Ταινίες όπως το Bonnie and Clyde, το Easy Rider δίνουν την εκκίνηση την
δεκαετία του 70 για πλήθος ταινίες δρόμου, φτηνού προϋπολογισμού
αλλά και εμπορικές, και δημιουργούν την ευκαιρία για Ευρωπαϊκά και
διεθνή αριστουργήματα όπως το Week end του Ζαν Λυκ Γκοντάρ,
το "Παρίσι Τέξας" του Βιμ Βεντερς καθώς και οι πρώτες ταινίες
του, το Pαssenger του Αντονιόνι και πολλά άλλα.
Στην 24 φορές βραβευμένη μαυρόασπρη
περιπλάνηση που φέρει τον τίτλο Nebraska, o Αλεξάντερ
Πέην, ή αλλιώς Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, περιδιαβαίνει μαζί με
τους ήρωές του τα λιβάδια της καρδιάς της Αμερικής. Το έχει ξανακάνει
πάλι, στα επίσης βραβευμένα "Πλαγίως" και "Σχετικά με
τον Σμίντ". Η απλή ιστορία τού ηλικιωμένου με αρχή άνοιας, που
πιστεύει πως το διαφημιστικό χαρτί που κρατά θα τού λύσει όλα τα οικονομικά
προβλήματα, είναι πρόσχημα για να μιλήσει μέσα από το υπέροχο
σενάριο του Bob Nelson για πολλά θέματα, όπως τα παιδικά τραύματα, η
συμφιλίωση με τους γονείς, η πορεία προς την ωριμότητα, η οικογένεια,
η συγχώρεση.
Παράλληλα,
η περιπλάνηση στην καρδιά της Αμερικανικής επαρχίας θα αποκαλύψει
ένα κόσμο που ζει παραιτημένος από τους χυμούς της ζωής. Χιλιάδες
άνθρωποι ξεχασμένοι μπροστά σε μια τηλεόραση, παθητικοί θεατές ανόητων
θεαμάτων, πίνουν διαρκώς σε πληκτικά μπαρ και συζητούν για πράγματα
ανούσια, ζώντας αδιάφορες οικογενειακές σχέσεις, όπου η ρουτίνα
κι η έλλειψη αληθινής αγάπης χαρακτηρίζει το κενό.
1450
χιλιόμετρα ανάμεσα σε μονότονες πόλεις και απέραντα χωράφια. Όλα
μελαγχολικά, αποχρωματισμένα, δίχως την παλέτα των χρωμάτων τού
Πλάστη που δίνουν ευχαρίστηση και προσκαλούν σε ταξίδι αναψυχής.
Μαυρόασπρα, όπως οι ζωές και τα συναισθήματα των κατοίκων. Το τοπίο
πρωταγωνιστεί κι αυτό σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Το
ταξίδι είναι εσωτερικό, και το τοπίο αποτελεί το φόντο, όπως καταντά
η ζωή μας όταν είναι δίχως νόημα.
Ο
επίσης Έλληνας φωτογράφος Φαίδωνας Παπαμιχαήλ, κινηματογραφεί
την Αμερικανική ενδοχώρα χωρίς να χρησιμοποιεί τεχνικές που εντυπωσιάζουν
τα μάτια. Κανένα στυλιζάρισμα, ούτε περίτεχνοι φωτισμοί, μόνο υψηλό
κοντράστ στην φωτογραφία για να τονίζεται η δραματικότητα της ιστορίας.
Τίποτα που να διασπά την αίσθηση του θεατή από τους ήρωες. Η ταινία
είναι γυρισμένη σε σινεμασκόπ με αναμορφικούς φακούς, ώστε μέσα
στο μεγάλο κάδρο να αναδεικνύονται οι απέραντες πεδιάδες και να τονίζεται
η μοναξιά και η απομόνωση των ηρώων. Γενικά κάδρα και συνθέσεις
που δημιουργούν ατμόσφαιρα, κοντινά πλάνα που περιγράφουν
πρόσωπα με αδρά χαρακτηριστικά. Και η σκηνοθεσία, όπως μας λέει ο
ίδιος Πέην, είναι σαν μια ντοκυμαντερίστικη προσέγγιση της μυθοπλασίας.
Όλα είναι ρεαλιστικά, οι πόλεις, τα χωριά, οι άνθρωποι. Τίποτε ψεύτικο,
πουθενά δεν θα δούμε πλαστικούς Χολλυγουντιανούς ήρωες και ιδεατές
καταστάσεις. Αυτή η ρεαλιστική προσέγγιση, όμως, θα επενδυθεί
με εικόνα, ατμόσφαιρα και αφήγηση ποιητική.
Η
ταινία μοιάζει σαν μία Οδύσσεια όπου ο πρωταγωνιστής μπορεί να πήγε
στον πόλεμο, όμως σε τούτη την ζωή δεν είναι καθόλου ηρωϊκός, αλλά
νικημένος. Η ματιά τού σκηνοθέτη είναι ανθρωποκεντρική. Οι κωμικοτραγικές
φιγούρες αντιμετωπίζονται με συμπάθεια, ο άνθρωπος μοιάζει αβοήθητος
μέσα στις δυσκολίες της βιοτής, αλλά κατά βάσιν είναι καλός. Όπως και
στις άλλες ταινίες του, έτσι και εδώ ο Πέην, έχει μια Παπαδιαμαντική
ματιά στους ήρωές του, τους αγαπά μέσα στα πάθη τους, στην μικρότητά
τους, βλέπει την αστειότητα της ανοησίας τους, τούς συγχωρεί.
H περιγραφή
των χαρακτήρων και η εξέλιξη της ιστορίας κινούνται ανάμεσα στο
τραγικό και το κωμικό. Ο ζόφος της μοναξιάς διασκεδάζεται από το
λεπτό χιούμορ. "Μου άρεσε το σενάριο", λέει ο Πέην, γιατί
είναι "μια κωμωδία με στιγμές βαρύτητας". Η θλίψη για τις ζωές
που ζουν τον πνευματικό τους θάνατο, χρωματίζεται από κωμικές σκηνές,
όπως ο διάλογος του Ντέηβιντ με τα ανεγκέφαλα ξαδέλφια του, ή η συνάντηση
των αδελφών του Γούντυ μπροστά από μια τηλεόραση, όπου κάθε προσωπική
σχέση έχει καταλυθεί από την αφασική τηλοψία ποδοσφαίρου και τις
ανούσιες αντρικές συζητήσεις για αυτοκίνητα. Ο σκηνοθέτης αποφεύγει
το μελόδραμα, δεν θέλει να μας προκαλέσει δάκρια αλλά γλυκόπικρο
στοχασμό και να μας ταρακουνήσει, αφού αν το σκεφτούμε καλύτερα, όλα
αυτά θα μπορούσαν να συμβαίνουν κατ' αναλογίαν σε οποιαδήποτε χώρα
του κόσμου. Η αμαρτία είναι πανανθρώπινη και τα χαρακτηριστικά
της ίδια.
Οι
πληροφορίες για τους ήρωες της αφήγησης, ξεδιπλώνονται αργά κατά
την διάρκεια του ταξιδιού. Ο πατέρας κοντά στα 80, γκρινιάρης, αγέλαστος
απότομος, απλησίαστος, αλκοολικός. Έζησε την φρίκη του παραλογισμού
της Κορέας, είδε την κόλαση του ανθρωποσφαγείου με τα μάτια του και γύρισε
σε μια πατρίδα που αφού του έδωσε ίσως ένα παράσημο, τον ξέχασε με
τους εφιάλτες τής ανθρώπινης θηριωδίας κι εκείνος δεν μίλησε ποτέ
πια γι αυτό. "Ποτέ δεν μιλούσε πολύ, μα όταν γύρισε απο τον πόλεμο
δεν έλεγε ούτε λέξη", θα πει μια παλιά του φιλενάδα. "Παλιά
ήταν πολύ ευγενικός. Οι άλλοι τον εκμεταλεύονταν γιατί δεν μπορούσε
να χαλάσει χατήρι"... Δεν αρκεί να είσαι καλός από την φύση σου.
Αν δεν ποθήσεις την υπέρβαση, είναι εύκολο να αφεθείς στην φθορά και
να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας σου.
Όταν
κάποια στιγμή ο γιός θα ρωτήσει τον πατέρα "Μετάνιωσες ποτέ που
παντρεύτηκες την μαμά;", η αλήθεια ξεδιπλώνεται κυνικά: "Συνεχώς
το μετάνιωνα. Θα μπορούσε να είναι χειρότερα". Γιατί δεν
χώρισες;". "Γιατί να το κάνω; Θα έβρισκα μιά άλλη που θα
με έπρηζε χειρότερα Κι εσύ θα "έπινες αν ήσουν παντρεμένος με
κάποια σαν την μητέρα σου...". Μοιρολατρία, άνθρωποι που δεν
μπόρεσαν να ζήσουν την χαρά της σχέσης, το πανηγύρι των προσώπων που
ονειρεύονται και συνοδοιπορούν.
Η
μάνα, από την άλλη πλευρά, μια ατέλειωτη γκρίνια, για τα χρόνια που πέρασαν,
την συμβίωση που ήταν κοπιαστική, τα όνειρα που δεν ικανοποιήθηκαν.
Ζει αναπολώντας μια υποτιθέμενη γοητευτική νιότη όπου όλοι οι
άντρες τάχα την ήθελαν. Διαρκώς υποτιμά τον άντρα της, τον διορθώνει,
τον φροντίζει, με την τυπική μουρμούρα του ανθρώπου που έχει χάσει
τον εαυτό του. "Ξέρεις τι θα έκανα εγώ με ένα εκατομμύριο;", θα
πει στον γιό της για τον άντρα της. "Θα τον έβαζα σε γηροκομείο!". Ζωές
παράλληλες που ποτέ δεν συναντήθηκαν και απέμειναν μόνο τα τυπικά του γάμου ως
γέφυρα συντροφικότητας. Πλύσιμο, μαγείρεμα, ικανοποίηση σωματικών αναγκών.
Ενδιαφέρον έχει και το μικρό
καυστικό σχόλιο στο νεκροταφείο για την θρησκευτικότητά της μητέρας: Σαν
καλή καθολική θέλει οπωσδήποτε να πάει στα μνήματα, αλλά για
κάθε νεκρό, εμπάθεια στάζει από το στόμα της. Είναι η ζωή που περνά
και τίποτα δεν μας διδάσκει όταν είμαστε πνευματικά νεκροί, είναι
που ακόμα κι αν ζήσουμε πολλά χρόνια τίποτε, δεν θα καταλάβουμε αν
δεν αναζητήσουμε την Αλήθεια μέσα από τον τρόπο της Αγάπης.
Ο
ένας γιός, ο Ντέηβιντ, είναι ένας ασήμαντος πωλητής σε ένα κατάστημα
όπου πωλούνται τα Hi Fidelity αγαθά του τεχνολογικού πολιτισμού.
Πότε συμβιώνει και πότε χωρίζει με μια γυναίκα που θα ήθελε να τον
παντρευτεί, μα εκείνος δεν ξέρει γιατί είναι μαζί της. "Ας
παντρευτούμε, ας χωρίσουμε", του φωνάζει εκείνη! "Ας
κάνουμε επιτέλους κάτι !". Ο χρόνος περνά αδιάφορα, πληκτικά,
οσμή θανάτου σε ζωή άνευρη, άχαρη, ζωή δίχως όνειρα, δίχως προορισμό.
Άνθρωπος χαμηλών τόνων, ταπεινωμένος από την ζωή, προσπαθεί να δει
τον πατέρα του με συμπάθεια.
Ο
άλλος γιός αντίθετα, είναι εκπρόσωπος του Αμερικανικού ονείρου.
Τηλεοπτικός αστέρας μικρής εμβέλειας, ήρωας του τίποτα. Εμφανίζεται
στις τηλεοπτικές ειδήσεις, άρα πιστεύει πως είναι κάποιος. Πληγωμένος
από τον αλκοολισμό του πατέρα του, δεν μπορεί να τον χωρέσει, "ποτέ
δεν τον ένοιαζε για μας, θα πει στον αδελφό του".
"Εν
αμαρτίαις εγεννήθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ
μου", λέει ο ψαλμωδός. Πληγωμένα τα παιδιά από την αστοχία των
γονιών, κουβαλάνε την στρεβλή παιδαγωγία των σχέσεων. Δίχως αγάπη
αληθινή πως να μάθεις να αγαπάς, τους άλλους, τον εαυτό σου, την ίδια
την ζωή; Ανυποψίαστοι για την Χαρά και την Ευχαριστία, η ζωή μοιάζει
να είναι κάτι που υπάρχει όταν εμείς είμαστε απασχολημένοι με κάτι
άλλο. Η κλήση στο δείπνο της Βασιλείας δεν βρίσκει αποδέκτες, κι όπως
διαβάζουμε στον Ευαγγελιστή Λουκά, "αγρό αγόρασα, ζεύγη
βοδιών αγόρασα, γυναίκα παντρεύτηκα, και για αυτό δεν μπορώ να έλθω".
Οι μέριμνες της ζωής κατατρώγουν και αμαυρώνουν το κατ' εικόνα,
απογυμνώνουν τον άνθρωπο από την ελπίδα του επέκεινα, μας βουλιάζουν
στην πνευματική απραξία.
Δύο
χιλιάδες χρόνια μετά την έλευση τού Χριστού, ο πτωτικός άνθρωπος
μοιάζει ακόμα παγιδευμένος στο σπήλαιο που διηγείται ο Πλάτωνας,
στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας του. Ζούμε
σε μια ψευδαίσθηση και δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια γιατί
μας εμποδίζουν τα δεσμά των παθών μας αλλά και τα δεσμά όσων χειραγωγούν
τις αισθήσεις μας ώστε να αντιλαμβανόμαστε μόνο την πραγματικότητα
όπως την καθορίζουν εκείνοι. Βυθισμένος ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος
στην ψευδαίσθηση της υπερπληροφόρησης και του "καταναλώνω άρα
υπάρχω" και βομβαρδισμένος από την χειραγώγηση των media, έπαψε
να αναζητεί την σοφία και τον διδάσκαλο που υπαινίσσεται ο Πλάτωνας
ως σωτήρα, και πολύ περισσότερο λησμόνησε τον ίδιο τον Σωτήρα που
όταν δεν Τον έχει αρνηθεί, τον συρρικνώνει σε μέτρα ανθρωπομορφικά,
ένα Σωτήρα είδωλο, εκδικητικό, φανατικό, φονταμενταλιστή.
Κι
όμως, υπάρχει ελπίδα στον κόσμο! Η χάρις του Θεού ενεργεί στους ανθρώπους,
κάθε φορά που η διάνοια θα επιτρέψει να εισχωρήσει μια αχτίδα φωτός. «Πόσο
καιρό να έχει ακόμα;» ρωτά την μητέρα του ο Ντέηβιντ . «Γιατί να
μην τον αφήσουμε να ζήσει την τελευταία του φαντασία;». Το ταξίδι
τους θα είναι η αφορμή για μια συνάντηση πατέρα - γιού και ενός ανοίγματος
του Ντέηβιντ στον τρόπο της συγχώρεσης και της αγάπης. Η κωμικοτραγική
Οδύσσεια έχει ξεκινήσει.
Στην
αρχή της περιπλάνησης η σχέση γιου-πατέρα μοιάζει αδύνατη. "Έλα,
πιες κάτι με τον πατέρα σου " λέει ο Γούντι στον γιό του "γίνε
κάποιος". Το αντριλίκι μέσα από την ψευδαίσθηση του αλκοόλ, η
πλαστή επίφαση της επικοινωνίας, είναι ο μόνος τρόπος που ξέρει ο
γέρος.
Για
τον πατέρα, το ταξίδι αυτό στην Ιθάκη του είναι η τελευταία ευκαιρία
τής ζωής του. "Ο Γούντι είναι ένας άντρας που σταμάτησε να ονειρεύεται
πολλά χρόνια πριν ", λέει ο θαυμάσιος Μπρους Ντέρν, ο ηθοποιός
που τον ενσαρκώνει στην οθόνη. "Είναι αποφασισμένος ωστόσο,
να τελειώσει την ζωή του με τον τρόπο του. Ίσως να είναι λίγο χαμένος.
Αλλά θα πάρει αυτά τα χρήματα ότι και να γίνει. Για πρώτη φορά στη ζωή
του, θέλει κάτι πραγματικά ". Η προσπάθεια για να φτάσει εκεί,
τον κρατά σε εγρήγορση και του δίνει σκοπό, το νόημα ή μάλλον ένα
υποκατάστατο νοήματος - που είχε χάσει εδώ και πολλά χρόνια.
Στο
Χόθορν, μια πόλη μικρή και καταθλιπτική, ο Woody συναντά συγγενείς
και παλιούς φίλους, που μοιάζουν νεκροζώντανοι, χωρίς εξάρσεις, χωρίς
ενδιαφέρον για την ζωή. "Η οικονομική κρίση κατάστρεψε
το Χώθορν", θα πει η θεία και η απάντηση των φαιδρών εξαδέρφων
στην ερώτηση "τι κάνετε", είναι "τίποτα το
σπουδαίο". Το καταναλωτικό όνειρο γκρεμισμένο μέσα στην κοινωνική
ανισότητα, καμία προσωπική καλλιέργεια, μεροδούλι μεροφάϊ, ψυχές ρημαγμένες
μπροστά σε μια τηλεόραση να κρυφοκοιτούν τις ζωές των άλλων. "Εδώ
πίνουν όλοι από μικροί. Δεν υπάρχει και κάτι άλλο να κάνεις", θα
ακούσουμε κάποια στιγμή.
Η
συνάντηση με τους συγγενείς του Γούντι δεν προκαλεί κανένα άλλο ενδιαφέρον
παρά τα φανταστικά κέρδη. Οι σχέσεις θα χαλάσουν μια για πάντα καθώς
όλοι του ζητούν μερίδιο από τα υποτιθέμενα κέρδη. Αυτά μέχρι να αποκαλυφθεί
το μυστικό πως το λαχείο ήταν διαφημιστικό τρικ. Στο μπαρ θα τον κοροϊδεύουν,
όσοι πριν τον φθονούσαν ή περίμεναν κάτι απ' αυτόν. Ας μην βιαστούμε
να περιγελάσουμε τα Αμερικανάκια. Στην πατρίδα μας μέχρι και εγκλήματα
γίνονται για τα κληρονομικά. Είπαμε και νωρίτερα πως η αμαρτία είναι
κοινή. Το περίβλημα αλλάζει σε κάθε τόπο.
Η Οδύσσεια φτάνει προς
το τέλος της. Όμως, δεν είναι η δόξα, δεν είναι τα λεφτά, είναι το ταξίδι,
όπως λέει κι ο καλός τραγουδοποιός. Ο Γούντυ έκανε το προσκύνημά
του, ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του και ξανασυναντήθηκε με τον
γιό του. Στο τέλος θα αποκαλύψει το μυστικό του: "Για σας το έκανα
το ταξίδι. Ήθελα να σας αφήσω κάτι". Η συγχώρεση είναι θεραπευτική
για την ψυχή του ανθρώπου, είναι πηγή ζωής, ειρήνευση με τον εαυτό
μας. Πατέρας και γιος έχουν ξανασυναντηθεί, τα τραύματα επουλώνονται.
Στην σκηνή του τέλους, ο
Γούντυ επιστρέφει στο Χόθορν, οδηγώντας το φορτηγάκι που μόλις τού
αγόρασε ο γιος του, δήθεν από τα λεφτά του λαχείου, παίρνοντας την ρεβάνς
από τους συμπατριώτες του. Έστω και στα ψέματα έχει πετύχει με το μέτρο
των δικών τους αξιών. Οι παλιοί γνώριμοι θα σκάσουν από την ζήλεια. Κι
ο Αλεξάντερ Πέην θα μας κλείσει το μάτι. Ναι, η ζωή είναι μελαγχολική
κι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι. Οι σχέσεις γονιών
και παιδιών είναι δύσκολες, αλλά ας την πάρουμε από την αστεία
πλευρά της.
***
Σε
μια πρώτη ανάγνωση η ταινία μοιάζει με σάτιρα στον αμερικανικό
ψευδοπαράδεισο, στην χτυπημένη από την οικονομική κρίση καρδιά
της χώρας. Όμως, βαθύτερα, η ταινία μάς βάζει μπροστά στην πραγματικότητά
μας. Και τότε ο τίτλος μπορεί να παραλλαχτεί. Η ταινία θα μπορούσε να
λεγόταν Σπάρτη, Κατερίνη, Λαμία. Από όπου κι αν προέρχεσαι, νιώθεις
σα να στοχάζεσαι κοιτώντας τις φωτογραφίες των δικών σου γονιών.
Που καταλαβαίνεις πως δεν τους ξέρεις καλά, πως δεν ξέρεις πολλά πράγματα
για την ζωή τους. Και πως έχει έρθει ίσως η ώρα να μάθεις κάτι παραπάνω
γι αυτούς, να τους συγχωρήσεις αν σε πληγώσανε. Γιατί τώρα έχεις αρχίσει
να συνειδητοποιείς και την δική σου αμαρτία. Γιατί αν είσαι Χριστιανός
Ορθόδοξος εν μετανοία, έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις τον λόγο που
οι συμπατριώτες σου ζουν έτσι. Γιατί σού αποκαλύφθηκε εκείνο το "ο αναμάρτητος
πρώτος βαλέτω λίθον" που αναφώνησε ο γλυκύτατος Γαλιλαίος
και κατανόησες συντετριμμένος τι θα πει πνευματικός θάνατος και θέλεις
να ξεφύγεις απ' αυτόν, να αναστηθείς, γιατί αποφάσισες να αναλάβεις
την ευθύνη της ζωή σου, και συν Θεῷ απέκτησες την επίγνωση πως δεν υπάρχει
λόγος να κατηγορείς τους άλλους. Μόνο να τους περιχωρείς και να τους
συγχωρείς.
Η
Νεμπράσκα είναι μια ρεαλιστική και ποιητική ταινία που όπως κάθε
καλό έργο τέχνης υπενθυμίζει, συγκινεί, προβληματίζει. Ευχαριστούμε,
Αλέξανδρε Παπαδόπουλε.