Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Nebraska





Σκηνοθεσία: Alexander Payne, Σενάριο: Bob Nelson.
Παίζουν: Bruce Dern, Will Forte
Διάρκεια: 114'
Η παρουσίαση της ταινίας εκφωνήθηκε από τον π. Χριστόδουλο Μπίθα μετά την προβολή στο Πολιτιστικό κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.


Η α­φή­γη­ση στις ι­στο­ρί­ες ‘’­δρό­μου­’’ και ο μύ­θος τους ως έ­να υ­παρ­ξια­κό τα­ξί­δι στις γει­το­νι­ές του κό­σμου, ξε­κί­νη­σε τρεις χι­λιά­δες χρό­νια πριν με την Ο­δύσ­σεια του Ο­μή­ρου. Έ­κτο­τε, τρο­φο­δό­τη­σε την παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α με πλή­θος ι­στο­ρι­ών, ποι­η­μά­των, μυ­θι­στο­ρη­μά­των και δι­η­γη­μά­των και α­πο­τέ­λε­σε προ­σφι­λή α­φη­γη­μα­τι­κή φόρ­μα για να στο­χα­σμό πάνω σε ι­δέ­ες ση­μαν­τι­κές. Ἀ­πό τούς πε­ρι­πλα­νώ­με­νους κυ­νι­κούς φι­λο­σο­φούν­τες στην Α­θή­να μέ­χρι τους  Shramanas δα­σκά­λους στην Ιν­δί­α, οι εμ­πει­ρί­ες της πε­ρι­πλά­νη­σης τρο­φο­δο­τούν την αν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη. Στην Χρι­στι­α­νι­κή μας πα­ρά­δο­ση οι Συ­νο­πτι­κοί ευ­αγ­γε­λι­στές θα πε­ρι­γρά­ψουν τα γε­γο­νό­τα της συ­νο­δοι­πο­ρί­ας τους  με τον Χρι­στό στην Πα­λαι­στί­νη, ε­νώ ε­πί αι­ώ­νες η Ορ­θο­δο­ξί­α θα εμ­πλου­τί­ζε­ται με ο­δοι­πο­ρι­κά ό­πως το Λαυ­σα­ϊ­κό, το Λει­μω­νά­ριο, ή το πιο πρό­σφα­το Ρω­σι­κό α­φή­γη­μα "Πε­ρι­πέ­τει­ες ε­νός προ­σκυ­νη­τού", ό­που πε­ρι­γρά­φον­ται οι ζω­ές πε­ρί­φη­μων α­σκη­τών και πνευ­μα­τι­κές εμ­πει­ρί­ες.

         Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, η 7η τέ­χνη που εμ­πε­ρι­έ­χει ό­λες τις άλ­λες τέχνες, γέν­νη­σε πάμ­πολ­λες ται­νί­ες, πε­ρι­πέ­τει­ες, έ­πη, μα πά­νω α­π' ό­λα τα­ξί­δια πνευ­μα­τι­κής ω­ρί­μαν­σης με φόν­το, πό­λεις, ε­ρή­μους και χώ­ρες πολ­λές και δι­ά­φο­ρες. Λί­γη ση­μα­σί­α έ­χει εάν οι πρω­τα­γω­νι­στές θα τα­ξι­δεύ­ουν με αυ­το­κί­νη­το, με πλοί­ο, ή τρέ­νο - με ά­λο­γα ή με τα πό­δια, ό­πως λί­γη ση­μα­σί­α έ­χει τε­λι­κά και ο προ­ο­ρι­σμός – το κα­θο­ρι­στι­κό στην μυ­θο­λο­γί­α του δρό­μου εί­ναι η με­τά­βα­ση που λαμ­βά­νει χώ­ρα με ταυ­τό­χρο­νο τρό­πο, ε­σω­τε­ρι­κά και ε­ξω­τε­ρι­κά. Οι Κύ­κλω­πες και οι Λαι­στρυ­γό­νες, η Κίρ­κη και η Κα­λυ­ψώ, θα α­πο­τε­λούν δι­α­χρο­νι­κά σύμ­βο­λα, πάν­τα θα πα­ρα­πέμ­πουν στην αν­θρώ­πι­νη α­μαρ­τί­α, στην φυ­γή, στην α­να­ζή­τη­ση, στην ε­λευ­θε­ρί­α, στην αυ­το­γνω­σί­α.

         Κα­θώς ξε­κι­νά η α­να­συγ­κρό­τη­ση του δυ­τι­κού κό­σμου μετά α­πό τις πλη­γές του Β' Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου και οι άν­θρω­ποι αρ­χί­ζουν πά­λι να τα­ξι­δεύ­ουν, το εί­δος των α­πο­κα­λού­με­νων road movies ε­ξε­λίσ­σε­ται. Με ε­πιρ­ρο­ές α­πό τα γου­έ­στερν και βέ­βαι­α α­πό κλασ­σι­κούς συγ­γρα­φείς ό­πως ο Μάρκ Του­αίν, ο Τζών Στά­ιν­μπεκ, αλ­λά και ε­πί­και­ρους ό­πως ο Τζακ Κε­ρου­ακ με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Στον Δρό­μο (1951), δη­μι­ουρ­γεί­ται μια σει­ρά ται­νι­ών ό­που βλέ­που­με α­νή­συ­χους ή­ρω­ες να πε­ρι­πλα­νών­ται στην Α­με­ρι­κά­νι­κη εν­δο­χώ­ρα ή εκ­προ­σώ­πους μιας ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης γε­νιάς να πε­ρι­φέ­ρε­ται με μο­το­συ­κλέ­τες και αυ­το­κί­νη­τα α­να­ζη­τών­τας εμ­πει­ρί­ες και ε­λευ­θε­ρί­α. Ται­νί­ες ό­πως το Bonnie and Clyde, το Easy Rider δί­νουν την εκ­κί­νη­ση την δε­κα­ε­τί­α του 70 για πλή­θος ται­νί­ες δρό­μου, φτη­νού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού αλ­λά και εμ­πο­ρι­κές, και δη­μι­ουρ­γούν την ευ­και­ρί­α για Ευρωπαϊκά και διεθνή α­ρι­στουρ­γή­μα­τα ό­πως το Week end του Ζαν Λυκ Γκον­τάρ, το "Πα­ρί­σι Τέ­ξας" του Βιμ Βεν­τερς κα­θώς και οι πρώ­τες ται­νί­ες του, το P­α­s­s­e­n­g­er του Αν­το­νι­ό­νι και πολ­λά άλ­λα.



Στην 24 φο­ρές βρα­βευ­μέ­νη μαυ­ρό­α­σπρη πε­ρι­πλά­νη­ση που φέ­ρει τον τί­τλο Nebraska, o Α­λε­ξάν­τερ Πέ­ην, ή αλ­λι­ώς Α­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δό­που­λος, πε­ρι­δι­α­βαί­νει μα­ζί με τους ή­ρω­ές του τα λι­βά­δια της καρ­διάς της Α­με­ρι­κής. Το έ­χει ξα­να­κά­νει πά­λι, στα ε­πί­σης βρα­βευ­μέ­να "Πλα­γί­ως" και "Σχε­τι­κά με τον Σμίντ". Η α­πλή ι­στο­ρί­α τού η­λι­κι­ω­μέ­νου με αρ­χή ά­νοι­ας, που πι­στεύ­ει πως το δι­α­φη­μι­στι­κό χαρ­τί που κρα­τά θα τού λύ­σει ό­λα τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα,  εί­ναι πρό­σχη­μα για να μι­λή­σει μέ­σα α­πό το υ­πέ­ρο­χο σε­νά­ριο του Bob Nelson για πολ­λά θέ­μα­τα, ό­πως τα παι­δι­κά τραύ­μα­τα,  η συμ­φι­λί­ω­ση με τους γο­νείς, η πο­ρεί­α προς την ω­ρι­μό­τη­τα, η οι­κο­γέ­νεια, η συγ­χώ­ρε­ση.

         Πα­ράλ­λη­λα, η πε­ρι­πλά­νη­ση στην καρ­διά της Α­με­ρι­κα­νι­κής ε­παρ­χί­ας θα α­πο­κα­λύ­ψει έ­να κό­σμο που ζει πα­ραι­τη­μέ­νος α­πό τους χυ­μούς της ζω­ής. Χιλιάδες άνθρωποι ξε­χα­σμέ­νοι μπρο­στά σε μια τη­λε­ό­ρα­ση, πα­θη­τι­κοί θε­α­τές α­νό­η­των θε­α­μά­των, πί­νουν δια­ρκώς σε πλη­κτι­κά μπαρ και συ­ζη­τούν για πράγ­μα­τα α­νού­σια, ζών­τας α­δι­ά­φο­ρες οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις, ό­που η ρου­τί­να κι η έλ­λει­ψη α­λη­θι­νής α­γά­πης χα­ρα­κτη­ρί­ζει το κε­νό. 

         1450 χι­λι­ό­με­τρα α­νά­με­σα σε μο­νό­το­νες πό­λεις και α­πέ­ραν­τα χω­ρά­φια. Ό­λα με­λαγ­χο­λι­κά, α­πο­χρω­μα­τι­σμέ­να, δί­χως την πα­λέ­τα των χρω­μά­των τού Πλά­στη που δί­νουν ευ­χα­ρί­στη­ση και προ­σκα­λούν σε τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής. Μαυ­ρό­α­σπρα, ό­πως οι ζω­ές και τα συ­ναι­σθή­μα­τα των κα­τοί­κων. Το το­πί­ο πρω­τα­γω­νι­στεί κι αυ­τό σε ό­λη την διά­ρκεια της ται­νί­ας.  Το τα­ξί­δι εί­ναι ε­σω­τε­ρι­κό, και το το­πί­ο α­πο­τε­λεί το φόν­το, ό­πως κα­ταν­τά η ζω­ή μας ό­ταν εί­ναι δί­χως νό­η­μα.

         Ο ε­πί­σης Έλ­λη­νας φω­το­γρά­φος Φαί­δω­νας Πα­πα­μι­χα­ήλ, κι­νη­μα­το­γρα­φεί την Α­με­ρι­κα­νι­κή εν­δο­χώ­ρα χω­ρίς να χρη­σι­μο­ποι­εί τε­χνι­κές που εν­τυ­πω­σιά­ζουν τα μά­τια. Κα­νέ­να στυ­λι­ζά­ρι­σμα, ού­τε πε­ρί­τε­χνοι φω­τι­σμοί, μό­νο υ­ψη­λό κον­τρά­στ στην φω­το­γρα­φί­α για να το­νί­ζε­ται η δρα­μα­τι­κό­τη­τα της ι­στο­ρί­ας. Τί­πο­τα που να δια­σπά την αί­σθη­ση του θε­α­τή α­πό τους ή­ρω­ες. Η ται­νί­α εί­ναι γυ­ρι­σμέ­νη σε σι­νε­μα­σκόπ με α­να­μορ­φι­κούς φα­κούς, ώ­στε μέ­σα στο με­γά­λο κά­δρο να α­να­δει­κνύ­ον­ται οι α­πέ­ραν­τες πε­διά­δες και να το­νί­ζε­ται η μο­να­ξιά και η α­πο­μό­νω­ση των η­ρώ­ων. Γε­νι­κά κά­δρα και συν­θέ­σεις που δη­μι­ουρ­γούν α­τμό­σφαι­ρα, κον­τι­νά πλά­να που  πε­ρι­γρά­φουν πρό­σω­πα με α­δρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Και η σκη­νο­θε­σί­α, ό­πως μας λέ­ει ο ί­διος Πέ­ην, εί­ναι σαν μια ντο­κυ­μαν­τε­ρί­στι­κη προ­σέγ­γι­ση της μυ­θο­πλα­σί­ας. Ό­λα εί­ναι ρε­α­λι­στι­κά, οι πό­λεις, τα χω­ριά, οι άν­θρω­ποι. Τί­πο­τε ψεύ­τι­κο, που­θε­νά δεν θα δού­με πλα­στι­κούς Χολ­λυ­γουν­τια­νούς ή­ρω­ες και ι­δε­α­τές κα­τα­στά­σεις. Αυ­τή η  ρε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση, ό­μως, θα ε­πεν­δυ­θεί με ει­κό­να, α­τμό­σφαι­ρα και α­φή­γη­ση ποι­η­τι­κή.

         Η ται­νί­α μοιά­ζει σαν μί­α Ο­δύσ­σεια ό­που ο πρω­τα­γω­νι­στής μπο­ρεί να πή­γε στον πό­λε­μο, ό­μως σε τού­τη την ζω­ή δεν εί­ναι κα­θό­λου η­ρω­ϊ­κός, αλ­λά νι­κη­μέ­νος. Η μα­τιά τού σκη­νο­θέ­τη εί­ναι αν­θρω­πο­κεν­τρι­κή. Οι κω­μι­κο­τρα­γι­κές φι­γού­ρες αν­τι­με­τω­πί­ζον­ται με συμ­πά­θεια, ο άν­θρω­πος μοιά­ζει α­βο­ή­θη­τος μέ­σα στις δυ­σκο­λί­ες της βιοτής, αλ­λά κα­τά βά­σιν εί­ναι κα­λός. Ό­πως και στις άλ­λες ται­νί­ες του, έ­τσι και ε­δώ ο Πέ­ην, έ­χει μια Πα­πα­δι­α­μαν­τι­κή μα­τιά στους ή­ρω­ές του, τους α­γα­πά μέ­σα στα πά­θη τους, στην μι­κρό­τη­τά τους, βλέ­πει την α­στει­ό­τη­τα της α­νο­η­σί­ας τους, τούς συγ­χω­ρεί.


         H πε­ρι­γρα­φή των χα­ρα­κτή­ρων και η ε­ξέ­λι­ξη της ι­στο­ρί­ας κι­νούν­ται α­νά­με­σα στο τρα­γι­κό και το κω­μι­κό. Ο ζό­φος της μο­να­ξιάς δι­α­σκε­δά­ζε­ται α­πό το λε­πτό χι­ού­μορ. "Μου ά­ρε­σε το σε­νά­ριο", λέ­ει ο Πέ­ην, για­τί εί­ναι "μια κω­μω­δί­α με στιγ­μές βα­ρύ­τη­τας". Η θλί­ψη για τις ζω­ές που ζουν τον πνευ­μα­τι­κό τους θά­να­το, χρω­μα­τί­ζε­ται α­πό κω­μι­κές σκη­νές, ό­πως ο δι­ά­λο­γος του Ντέ­η­βιντ με τα α­νεγ­κέ­φα­λα ξα­δέλ­φια του, ή η συ­νάν­τη­ση των α­δελ­φών του Γούν­τυ μπρο­στά α­πό μια τη­λε­ό­ρα­ση, ό­που κά­θε προ­σω­πι­κή σχέ­ση έ­χει κα­τα­λυ­θεί α­πό την α­φα­σι­κή τη­λο­ψί­α πο­δο­σφαί­ρου και τις α­νού­σι­ες αν­τρι­κές συ­ζη­τή­σεις για αυ­το­κί­νη­τα. Ο σκη­νο­θέ­της α­πο­φεύ­γει το με­λό­δρα­μα, δεν θέ­λει να μας προ­κα­λέ­σει δά­κρια αλ­λά γλυ­κό­πι­κρο στο­χα­σμό και να μας τα­ρα­κου­νή­σει, α­φού αν το σκε­φτού­με κα­λύ­τε­ρα, ό­λα αυ­τά θα μπο­ρού­σαν να συμ­βαί­νουν κα­τ' α­να­λο­γί­αν σε ο­ποι­α­δή­πο­τε χώ­ρα του κό­σμου. Η α­μαρ­τί­α εί­ναι πα­ναν­θρώ­πι­νη και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ί­δια.

         Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους ή­ρω­ες της α­φή­γη­σης, ξε­δι­πλώ­νον­ται αρ­γά κα­τά την διά­ρκεια του τα­ξι­διού. Ο πα­τέ­ρας κον­τά στα 80, γκρι­νιά­ρης, α­γέ­λα­στος α­πό­το­μος, α­πλη­σί­α­στος, αλ­κο­ο­λι­κός. Έ­ζη­σε την φρί­κη του πα­ρα­λο­γι­σμού της Κο­ρέ­ας, εί­δε την κό­λα­ση του ανθρωποσφαγείου με τα μά­τια του και γύ­ρι­σε σε μια πα­τρί­δα που α­φού του έ­δω­σε ί­σως έ­να πα­ρά­ση­μο, τον ξέ­χα­σε με τους ε­φιά­λτες τής αν­θρώ­πι­νης θη­ρι­ω­δί­ας κι ε­κεί­νος δεν μί­λη­σε πο­τέ πια γι αυ­τό. "Πο­τέ δεν μι­λού­σε πο­λύ, μα ό­ταν γύ­ρι­σε α­πο τον πό­λε­μο δεν έ­λε­γε ού­τε λέ­ξη", θα πει μια πα­λιά του φι­λε­νά­δα. "Πα­λιά ή­ταν πο­λύ ευ­γε­νι­κός. Οι άλ­λοι τον εκ­με­τα­λεύ­ον­ταν για­τί δεν μπο­ρού­σε να χα­λά­σει χα­τή­ρι"... Δεν αρ­κεί να εί­σαι κα­λός α­πό την φύ­ση σου. Αν δεν πο­θή­σεις την υ­πέρ­βα­ση, εί­ναι εύ­κο­λο να α­φε­θείς στην φθο­ρά και να αλ­λοι­ω­θεί ο χα­ρα­κτή­ρας σου.

         Ό­ταν κάποια στιγμή ο γιός θα ρωτήσει τον πατέρα "Με­τά­νι­ω­σες πο­τέ που παν­τρεύ­τη­κες την μα­μά;",  η α­λή­θεια ξε­δι­πλώ­νε­ται κυ­νι­κά: "Συ­νε­χώς το με­τά­νι­ω­να. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι χει­ρό­τε­ρα". Για­τί δεν χώ­ρι­σες;". "Για­τί να το κά­νω; Θα έ­βρι­σκα μιά άλ­λη που θα με έ­πρη­ζε χει­ρό­τε­ρα Κι ε­σύ θα "έ­πι­νες αν ή­σουν παν­τρε­μέ­νος με κά­ποι­α σαν την μη­τέ­ρα σου...". Μοιρολατρία, άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να ζήσουν την χαρά της σχέσης, το πανηγύρι των προσώπων που ονειρεύονται και συνοδοιπορούν.

         Η μά­να, από την άλλη πλευρά, μια α­τέ­λει­ω­τη γκρί­νια, για τα χρό­νια που πέ­ρα­σαν, την συμ­βί­ω­ση που ή­ταν κο­πι­α­στι­κή, τα ό­νει­ρα που δεν ι­κα­νο­ποι­ή­θη­καν. Ζει α­να­πο­λών­τας μια υ­πο­τι­θέ­με­νη γο­η­τευ­τι­κή νι­ό­τη ό­που ό­λοι οι άν­τρες τά­χα την ή­θε­λαν. Δια­ρκώς υ­πο­τι­μά τον άν­τρα της, τον δι­ορ­θώ­νει, τον φρον­τί­ζει, με την τυ­πι­κή μουρ­μού­ρα του αν­θρώ­που που έ­χει χά­σει τον ε­αυ­τό του. "Ξέ­ρεις τι θα έ­κα­να ε­γώ με έ­να ε­κα­τομ­μύ­ριο;",  θα πει στον γιό της για τον άν­τρα της. "Θα τον έ­βα­ζα σε γη­ρο­κο­μεί­ο!".  Ζωές παράλληλες που ποτέ δεν συναντήθηκαν και απέμειναν μόνο τα τυπικά του γάμου ως γέφυρα συντροφικότητας. Πλύσιμο, μαγείρεμα, ικανοποίηση σωματικών αναγκών.

 Ενδιαφέρον έχει και το μι­κρό καυ­στι­κό σχό­λιο στο νε­κρο­τα­φεί­ο για την θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά της μητέρας: Σαν κα­λή κα­θο­λι­κή θέ­λει ο­πωσ­δή­πο­τε να πά­ει στα μνή­μα­τα, αλ­λά για κά­θε νε­κρό, εμ­πά­θεια στά­ζει α­πό το στό­μα της. Εί­ναι η ζω­ή που περ­νά και τί­πο­τα δεν μας δι­δά­σκει ό­ταν εί­μα­στε πνευ­μα­τι­κά νε­κροί, εί­ναι που α­κό­μα κι αν ζή­σου­με πολ­λά χρό­νια τί­πο­τε, δεν θα κα­τα­λά­βου­με αν δεν α­να­ζη­τή­σου­με την Α­λή­θεια μέ­σα α­πό τον τρό­πο της Α­γά­πης.

         Ο έ­νας γιός, ο Ντέ­η­βιντ, εί­ναι έ­νας α­σή­μαν­τος πω­λη­τής σε έ­να κα­τά­στη­μα ό­που πω­λούν­ται τα Hi Fidelity α­γα­θά του τε­χνο­λο­γι­κού πο­λι­τι­σμού. Πό­τε συμ­βι­ώ­νει και πό­τε χω­ρί­ζει με μια γυ­ναί­κα που θα ή­θε­λε να τον παν­τρευ­τεί, μα ε­κεί­νος δεν ξέ­ρει για­τί εί­ναι μα­ζί της. "Ας παν­τρευ­τού­με, ας χω­ρί­σου­με", του φω­νά­ζει ε­κεί­νη! "Ας κά­νου­με ε­πι­τέ­λους κά­τι !". Ο χρό­νος περ­νά α­δι­ά­φο­ρα, πλη­κτι­κά, ο­σμή θα­νά­του σε ζω­ή ά­νευ­ρη, ά­χα­ρη, ζω­ή δί­χως ό­νει­ρα, δί­χως προ­ο­ρι­σμό. Άν­θρω­πος χα­μη­λών τό­νων, τα­πει­νω­μέ­νος α­πό την ζω­ή, προ­σπα­θεί να δει τον πα­τέ­ρα του με συμ­πά­θεια.

         Ο άλ­λος γιός αν­τί­θε­τα, εί­ναι εκ­πρό­σω­πος του Α­με­ρι­κα­νι­κού ο­νεί­ρου. Τη­λε­ο­πτι­κός α­στέ­ρας μι­κρής εμ­βέ­λειας, ή­ρω­ας του τί­πο­τα. Εμ­φα­νί­ζε­ται στις τη­λε­ο­πτι­κές ει­δή­σεις, ά­ρα πι­στεύ­ει πως εί­ναι κά­ποι­ος. Πλη­γω­μέ­νος α­πό τον αλ­κο­ο­λι­σμό του πα­τέ­ρα του, δεν μπο­ρεί να τον χω­ρέ­σει, "πο­τέ δεν τον έ­νοια­ζε για μας, θα πει στον α­δελ­φό του". 

         "Εν α­μαρ­τί­αις ε­γεν­νή­θην και εν α­μαρ­τί­αις ε­κίσ­ση­σέ με η μή­τηρ μου", λέ­ει ο ψαλ­μω­δός. Πλη­γω­μέ­να τα παι­διά α­πό την α­στο­χί­α των γο­νι­ών, κου­βα­λά­νε την στρε­βλή παι­δα­γω­γί­α των σχέ­σε­ων. Δί­χως α­γά­πη α­λη­θι­νή πως να μά­θεις να α­γα­πάς, τους άλ­λους, τον ε­αυ­τό σου, την ί­δια την ζω­ή; Α­νυ­πο­ψί­α­στοι για την Χα­ρά και την Ευ­χα­ρι­στί­α, η ζω­ή μοιά­ζει να εί­ναι κά­τι που υ­πάρ­χει ό­ταν ε­μείς εί­μα­στε α­πα­σχο­λη­μέ­νοι με κά­τι άλ­λο. Η κλή­ση στο δεί­πνο της Βα­σι­λεί­ας δεν βρί­σκει α­πο­δέ­κτες, κι ό­πως δι­α­βά­ζου­με στον Ευ­αγ­γε­λι­στή Λου­κά, "αγρό αγό­ρα­σα, ζεύ­γη βο­δι­ών αγό­ρα­σα, γυ­ναίκα παν­τρεύ­τη­κα, και για αυτό δεν μπο­ρώ να έλ­θω".  Οι μέ­ρι­μνες της ζω­ής κα­τα­τρώ­γουν και α­μαυ­ρώ­νουν το κα­τ' ει­κό­να, α­πο­γυ­μνώ­νουν τον άν­θρω­πο α­πό την ελ­πί­δα του ε­πέ­κει­να, μας βου­λιά­ζουν στην πνευ­μα­τι­κή α­πρα­ξί­α.

         Δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια με­τά την έ­λευ­ση τού Χρι­στού, ο πτω­τι­κός άν­θρω­πος μοιά­ζει α­κό­μα πα­γι­δευ­μέ­νος στο σπή­λαι­ο που δι­η­γεί­ται ο Πλά­τω­νας, στην αρ­χή του έ­βδο­μου βι­βλί­ου της Πο­λι­τεί­ας του. Ζού­με σε μια ψευ­δαί­σθη­ση και δεν μπο­ρού­με να γνω­ρί­σου­με την α­λή­θεια για­τί μας εμ­πο­δί­ζουν τα δε­σμά των πα­θών μας αλ­λά και τα δε­σμά ό­σων χει­ρα­γω­γούν τις αι­σθή­σεις μας ώ­στε να αν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε μό­νο την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­πως την κα­θο­ρί­ζουν ε­κεί­νοι. Βυ­θι­σμέ­νος ο σύγ­χρο­νος δυ­τι­κός άν­θρω­πος στην ψευ­δαί­σθη­ση της υπερπληροφόρησης και του "κα­τα­να­λώνω άρα υπάρχω" και βομ­βαρ­δι­σμέ­νος α­πό την χει­ρα­γώ­γη­ση των media, έ­πα­ψε να α­να­ζη­τεί την σοφία και τον δι­δά­σκα­λο που υ­παι­νίσ­σε­ται ο Πλά­τω­νας ως σω­τή­ρα, και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο λη­σμό­νη­σε τον ί­διο τον Σω­τή­ρα που ό­ταν δεν Τον έ­χει αρ­νη­θεί, τον συρ­ρι­κνώ­νει σε μέ­τρα αν­θρω­πο­μορ­φι­κά, έ­να Σω­τή­ρα εί­δω­λο, εκ­δι­κη­τι­κό, φα­να­τι­κό, φον­τα­μεν­τα­λι­στή.


         Κι ό­μως, υ­πάρ­χει ελ­πί­δα στον κό­σμο! Η χά­ρις του Θε­ού ε­νερ­γεί στους αν­θρώ­πους, κά­θε φο­ρά που η δι­ά­νοι­α θα ε­πι­τρέ­ψει να ει­σχω­ρή­σει μια α­χτί­δα φω­τός. «Πό­σο και­ρό να έ­χει α­κό­μα;» ρω­τά την μη­τέ­ρα του ο Ντέ­η­βιντ . «Για­τί να μην τον α­φή­σου­με να ζή­σει την τε­λευ­ταί­α του φαν­τα­σί­α;». Το τα­ξί­δι τους θα εί­ναι η α­φορ­μή για μια συ­νάν­τη­ση πα­τέ­ρα - γιού και ε­νός α­νοίγ­μα­τος του Ντέ­η­βιντ στον τρό­πο της συγ­χώ­ρε­σης και της α­γά­πης. Η κω­μι­κο­τρα­γι­κή Ο­δύσ­σεια έχει ξε­κι­νήσει.

         Στην αρ­χή της πε­ρι­πλά­νη­σης η σχέ­ση γιου-πα­τέ­ρα μοιά­ζει α­δύ­να­τη. "Έ­λα, πι­ες κά­τι με τον πα­τέ­ρα σου " λέ­ει ο Γούν­τι στον γιό του "γί­νε κά­ποι­ος". Το αν­τρι­λί­κι μέ­σα α­πό την ψευ­δαί­σθη­ση του αλ­κο­όλ, η πλα­στή ε­πί­φα­ση της ε­πι­κοι­νω­νί­ας, εί­ναι ο μό­νος τρό­πος που ξέ­ρει ο γέ­ρος. 

         Για τον πα­τέ­ρα, το τα­ξί­δι αυ­τό στην Ι­θά­κη του εί­ναι η τε­λευ­ταί­α ευ­και­ρί­α τής ζω­ής του. "Ο Γούν­τι εί­ναι έ­νας άν­τρας που στα­μά­τη­σε να ο­νει­ρεύ­ε­ται πολ­λά χρό­νια πριν ", λέ­ει ο θαυ­μά­σιος Μπρους Ντέρν, ο η­θο­ποι­ός που τον εν­σαρ­κώ­νει στην ο­θό­νη. "Εί­ναι α­πο­φα­σι­σμέ­νος ω­στό­σο, να τε­λει­ώ­σει την ζω­ή του με τον τρό­πο του. Ί­σως να εί­ναι λί­γο χα­μέ­νος. Αλ­λά θα πά­ρει αυ­τά τα χρή­μα­τα ό­τι και να γί­νει. Για πρώ­τη φο­ρά στη ζω­ή του, θέ­λει κά­τι πραγ­μα­τι­κά ". Η προ­σπά­θεια για να φτά­σει ε­κεί, τον κρα­τά σε ε­γρή­γορ­ση και του δί­νει σκο­πό, το νό­η­μα ή μάλλον ένα υποκατάστατο νοήματος - που εί­χε χά­σει ε­δώ και πολ­λά χρό­νια.


          Στο Χό­θορν, μια πό­λη μι­κρή και κα­τα­θλι­πτι­κή, ο Woody συ­ναν­τά συγ­γε­νείς και πα­λιούς φί­λους, που μοιά­ζουν νε­κρο­ζών­τα­νοι, χω­ρίς ε­ξάρ­σεις, χω­ρίς εν­δι­α­φέ­ρον για την ζω­ή. "Η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση κα­τά­στρε­ψε το Χώ­θορν", θα πει η θεί­α και η α­πάν­τη­ση των φαι­δρών ε­ξα­δέρ­φων στην ε­ρώ­τη­ση "τι κά­νε­τε", εί­ναι "τί­πο­τα το σπου­δαί­ο". Το καταναλωτικό όνειρο γκρεμισμένο μέσα στην κοινωνική ανισότητα, καμία προσωπική καλλιέργεια, μεροδούλι μεροφάϊ, ψυ­χές ρη­μαγ­μέ­νες μπρο­στά σε μια τη­λε­ό­ρα­ση να κρυ­φο­κοι­τούν τις ζω­ές των άλ­λων. "Ε­δώ πί­νουν ό­λοι α­πό μι­κροί. Δεν υ­πάρ­χει και κά­τι άλ­λο να κά­νεις", θα α­κού­σου­με κά­ποι­α στιγ­μή.
         Η συ­νάν­τη­ση με τους συγ­γε­νείς του Γούν­τι δεν προ­κα­λεί κα­νέ­να άλ­λο εν­δι­α­φέ­ρον πα­ρά τα φαν­τα­στι­κά κέρ­δη. Οι σχέ­σεις θα χα­λά­σουν μια για πάν­τα κα­θώς ό­λοι του ζη­τούν με­ρί­διο α­πό τα υ­πο­τι­θέ­με­να κέρ­δη. Αυ­τά μέ­χρι να α­πο­κα­λυ­φθεί το μυ­στι­κό πως το λα­χεί­ο ή­ταν δι­α­φη­μι­στι­κό τρικ. Στο μπαρ θα τον κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν, ό­σοι πριν τον φθο­νού­σαν ή πε­ρί­με­ναν κά­τι α­π' αυ­τόν. Ας μην βι­α­στού­με να πε­ρι­γε­λά­σου­με τα Α­με­ρι­κα­νά­κια. Στην πα­τρί­δα μας μέ­χρι και εγ­κλή­μα­τα γί­νον­ται για τα κλη­ρο­νο­μι­κά. Εί­πα­με και νω­ρί­τε­ρα πως η α­μαρ­τί­α εί­ναι κοι­νή. Το πε­ρί­βλη­μα αλ­λά­ζει σε κά­θε τό­πο.

 Η Ο­δύσ­σεια φτά­νει προς το τέ­λος της. Ό­μως, δεν εί­ναι η δό­ξα, δεν εί­ναι τα λε­φτά, εί­ναι το τα­ξί­δι, ό­πως λέ­ει κι ο κα­λός τρα­γου­δο­ποι­ός. Ο Γούν­τυ έ­κα­νε το προ­σκύ­νη­μά του, ξε­κα­θά­ρι­σε τους λο­γα­ρια­σμούς του και ξα­να­συ­ναν­τή­θη­κε με τον γιό του. Στο τέ­λος θα α­πο­κα­λύ­ψει το μυ­στι­κό του: "Για σας το έ­κα­να το τα­ξί­δι. Ή­θε­λα να σας α­φή­σω κά­τι". Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι θε­ρα­πευ­τι­κή για την ψυ­χή του αν­θρώ­που, εί­ναι πη­γή ζω­ής, ει­ρή­νευ­ση με τον ε­αυ­τό μας. Πα­τέ­ρας και γιος έ­χουν ξα­να­συ­ναν­τη­θεί, τα τραύ­μα­τα ε­που­λώ­νον­ται.
Στην σκη­νή του τέ­λους,  ο Γούν­τυ ε­πι­στρέ­φει στο Χό­θορν, ο­δη­γών­τας το φορ­τη­γά­κι που μό­λις τού α­γό­ρα­σε ο γιος του, δή­θεν α­πό τα λε­φτά του λα­χεί­ου, παίρ­νον­τας την ρε­βάνς α­πό τους συμ­πα­τρι­ώ­τες του. Έ­στω και στα ψέ­μα­τα έ­χει πε­τύ­χει με το μέ­τρο των δι­κών τους α­ξι­ών. Οι πα­λιοί γνώ­ρι­μοι θα σκά­σουν α­πό την ζή­λεια. Κι ο Α­λε­ξάν­τερ Πέ­ην θα μας κλεί­σει το μά­τι. Ναι, η ζω­ή εί­ναι με­λαγ­χο­λι­κή κι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι εί­ναι εγ­κλω­βι­σμέ­νοι. Οι σχέ­σεις γο­νι­ών και παι­δι­ών εί­ναι δύ­σκο­λες,  αλ­λά ας την πά­ρου­με α­πό την α­στεί­α πλευ­ρά της. 

                                                                                ***

         Σε μια πρώ­τη α­νά­γνω­ση η ται­νί­α μοιά­ζει με σά­τι­ρα στον α­με­ρι­κα­νι­κό ψευ­δο­πα­ρά­δει­σο, στην χτυ­πη­μέ­νη α­πό την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση καρ­διά της χώ­ρας. Ό­μως, βα­θύ­τε­ρα, η ται­νί­α μάς βά­ζει μπρο­στά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας. Και τό­τε ο τί­τλος μπο­ρεί να πα­ραλ­λα­χτεί. Η ται­νί­α θα μπο­ρού­σε να λε­γό­ταν Σπάρ­τη, Κα­τε­ρί­νη, Λα­μί­α. Α­πό ό­που κι αν προ­έρ­χε­σαι, νι­ώ­θεις σα να στο­χά­ζε­σαι κοι­τών­τας τις φω­το­γρα­φί­ες των δι­κών σου γο­νι­ών. Που κα­τα­λα­βαί­νεις πως δεν τους ξέ­ρεις κα­λά, πως δεν ξέ­ρεις πολ­λά πράγ­μα­τα για την ζω­ή τους. Και πως έ­χει έρ­θει ί­σως η ώ­ρα να μά­θεις κά­τι πα­ρα­πά­νω γι αυ­τούς, να τους συγ­χω­ρή­σεις αν σε πλη­γώ­σα­νε. Για­τί τώ­ρα έ­χεις αρ­χί­σει να συ­νει­δη­το­ποι­είς και την δι­κή σου α­μαρ­τί­α. Για­τί αν εί­σαι Χρι­στια­νός Ορ­θό­δο­ξος εν με­τα­νοί­α, έ­χεις αρ­χί­σει να κα­τα­λα­βαί­νεις τον λόγο που οι συμ­πα­τρι­ώ­τες σου ζουν έ­τσι. Για­τί σού α­πο­κα­λύ­φθη­κε ε­κεί­νο το "ο α­να­μάρ­τη­τος πρώ­τος βα­λέ­τω λί­θον" που α­να­φώ­νη­σε ο γλυ­κύ­τα­τος Γα­λι­λαί­ος και κα­τα­νό­η­σες συν­τε­τριμ­μέ­νος τι θα πει πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος και θέ­λεις να ξε­φύ­γεις α­π' αυ­τόν, να α­να­στη­θείς, για­τί α­πο­φά­σι­σες να α­να­λά­βεις την ευ­θύ­νη της ζω­ή σου, και συν Θεῷ απέκτησες την επίγνωση πως δεν υ­πάρ­χει λό­γος να κα­τη­γο­ρείς τους άλ­λους. Μό­νο να τους πε­ρι­χω­ρείς και να τους συγ­χω­ρείς. 

         Η Νεμ­πρά­σκα εί­ναι μια ρε­α­λι­στι­κή και ποι­η­τι­κή ται­νί­α που ό­πως κά­θε κα­λό έρ­γο τέ­χνης υ­πεν­θυ­μί­ζει, συγ­κι­νεί, προ­βλη­μα­τί­ζει. Ευ­χα­ρι­στού­με, Α­λέ­ξαν­δρε Πα­πα­δό­που­λε.