Εκείνο που χαρακτηρίζει ουσιαστικά την ποιότητα μιας ταινίας, είναι τα ίχνη που αφήνει το πέρασμα της στις ψυχές των θεατών. Τα ίχνη φυσικά αυτά είναι διαφορετικού βάθους και ποιότητας, ανάλογα με την ευαισθησία και την δεκτικότητα που διαθέτει ο θεατής και ανάλογα ακόμα με το πόσο σημαντικές χορδές της ζωής του έχουν αγγίξει. Και πάλι, δέχεται κανείς το αποτέλεσμα με μια αισθητική συνήθως αξιολόγηση για το «πόσο του άρεσε» το έργο, αποφεύγοντας έτσι να επισημάνει τα συνειδητά σημεία επηρεασμού του, μήπως βρεθεί στη συνέχεια αναγκασμένος να παραδεχθεί και την ύπαρξη των ασυνείδητων (και ενοχλητικών) πτυχών της προσωπικότητας του, που επίσης συμμετέχουν στην τελική κρίση του.
Όλοι μας χωρίς εξαιρέσεις, έχουμε και την αθέατη πλευρά του εαυτού μας.
Αθέατη για μας και τους γύρω μας, προσβάσιμη όμως στους «ειδικούς» αναλυτές της ψυχής, που έχουν εξοικειωθεί στο να ερμηνεύουν ορισμένα σημεία και αντιδράσεις μας, ώστε να «βλέπουν» καθαρά τα κίνητρα που μας ωθούν ασυνείδητα, στην οποιαδήποτε συμβατή ή ακραία συμπεριφορά μας. Αυτό άλλωστε, είναι και το πρώτο βήμα στη διαδρομή μιας ψυχοθεραπείας. Ο ψυχαναλυτής είναι ο άνθρωπος που «μπορεί», αυτό που δεν μπορούμε εμείς για τον εαυτό μας, να δει δηλαδή τι κρύβεται «από την άλλη μεριά του τοίχου»!
Η ταινία “Shrink” (όπου shrink στην Αμερική σημαίνει και ψυχαναλυτής), σε εξαιρετική σκηνοθεσία του Jonas Pate, κινείται πολύ διακριτικά γύρω από το θέμα της ψυχανάλυσης και καταγράφει σημαντικές αλήθειες, που τις πλαισιώνει ρεαλιστικά με τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Όμως οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι, με παρόμοια προβλήματα, με ανάλογες αδυναμίες ή επιδιώξεις και με ταυτόσημη αδιαφορία.
Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Χένρι Κάρτερ [Kevin Spacey] ένας απόλυτα επιτυχημένος ψυχαναλυτής και συγγραφέας του Λος Άντζελες. Η ζωή του είναι ρυθμισμένη και τακτοποιημένη σε όλα της τα επίπεδα. Ωστόσο έρχεται η στιγμή να δει και ο ίδιος τη ζωή του να εκτυλίσσεται σαν ταινία, που την παρακολουθεί παθητικά. Αδυνατεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, να σταθεί όρθιος, να συνεχίσει με αυτοσεβασμό τη ζωή του. Ο θάνατος της γυναίκας του τον έχει αφήσει άδειο από ελπίδες και προσδοκίες.
Αναζητά τον εαυτό του αγνοώντας τον ταυτόχρονα, παραμερίζοντας τον, αδιαφορώντας ουσιαστικά γι’ αυτόν, σε μια μοναχική εμμονή φυγής. Σωματικά συνεχίζει τις δραστηριότητες του, περιμένοντας ίσως τον χρόνο να απαλύνει τη συναισθηματική του φόρτιση, το πνεύμα του ωστόσο «ταξιδεύει» συχνά στις ψευδαισθήσεις του αλκοόλ και των ναρκωτικών ουσιών, που του χαρίζουν κάποιες προσωρινές αποδράσεις. Το ρήγμα στο προστατευτικό τείχος του δικού του ασυνείδητου κόσμου είναι γεγονός, όπως και η αδυναμία του να αποδεχτεί τα γεγονότα. Οι φίλοι του ανησυχούν για την παθητικότητα και την αδράνεια του, τον προτρέπουν να συνεχίσει το δρόμο του στη ζωή με νέες προοπτικές, όμως ο ίδιος προβάλλει το δικαίωμα του να πενθήσει με όποιον τρόπο εκείνος νομίζει και για όσο χρόνο του χρειασθεί, την απώλεια της γυναίκας του.
Το πένθος είναι μια απαραίτητη διαδικασία μετά από κάθε απώλεια, που αποφορτίζει και εξισορροπεί τον ψυχισμό μας. Ταυτόχρονα είναι και η καταλληλότερη περίοδος επανεκτίμησης του παρελθόντος και ανάλογου επανασχεδιασμού του μέλλοντος. Ωστόσο ζωή, είναι το σήμερα. Οι αναμνήσεις και οι προοπτικές δεν αντικατοπτρίζουν τις ενέργειες μας. Η φυγή δεν είναι πένθος, ο διασκορπισμός δεν θα οικοδομήσει ανασυγκρότηση, ο θάνατος χωρίς σπόρο ζωής δεν θα φέρει ανάσταση. Η άρνηση, η άβουλη ακολουθία των παρορμήσεων, η φοβισμένη φυγή προς το μάταιο, δεν έχουν τη δυνατότητα να καρποφορήσουν αναγέννηση.
Ο Κάρτερ είχε μια σημαντική απώλεια στη ζωή του. Σε τι συνίσταται όμως αυτή η απώλεια; Στη ματαίωση των προσδοκιών του; Στην έλλειψη της αγάπης, της στοργής, του πάθους, της εξάρτησης ίσως που είχε εγκατασταθεί σιγά-σιγά, του εφησυχασμού της συνήθειας που φέρνει ο χρόνος; Είχε δοθεί τόσο απόλυτα στη σχέση με τη γυναίκα του, όπως δίνεται και δένεται κάποιος με τη δουλειά του, την επιστήμη του, με προσφιλείς δραστηριότητες, με μια ιδεολογία, όταν μόνο κάποιο από αυτά δίνει νόημα στη ζωή του; Μήπως είχε υπάρξει πραγματικά τόση αγάπη ανάμεσα τους, που τώρα η μοναξιά δεν αντέχεται, αφού τα αισθήματα του παραμένουν μουδιασμένα και μετέωρα στο κενό;
Η αλήθεια είναι πως η γυναίκα του Κάρτερ αυτοκτόνησε. Η απόγνωση, η ψυχική απομάκρυνση από τον σύζυγο της, η έλλειψη παιδιών, η κατάθλιψη, αδιάφορο τι ακριβώς από τα παραπάνω, την ώθησαν να δώσει τέρμα στη ζωή της. Και ο «ειδικός» σ’ αυτά σύζυγος της, με αλλοιωμένη, με «συρρικνωμένη» την προσωπικότητα του, ήταν ουσιαστικά «απών» όλο το προηγούμενο διάστημα. Δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Ή δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε να είχε δώσει.
Στον εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό του, που μοιραία δεν μπορεί να τον αποφύγει και παρά τα επιχειρήματα που προβάλλει με τις εκλογικεύσεις του, νοιώθει εκτεθειμένος, ηττημένος, ένοχος. Όμως όταν δεν υπάρχει αγάπη, όλα τα οικοδομήματα που κάποτε μπορεί να υπερηφανευθήκαμε γι’ αυτά, καταρρέουν. Τώρα είναι αργά για να επανορθώσει. Η αγάπη πρέπει να δίνεται στην ώρα της. Εκείνος άφησε την ευκαιρία του να περάσει. Τι άλλο του απομένει από τη φυγή, από το ταξίδι στη λήθη;
Το τι υπάρχει μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου ωστόσο, μόνο ο Θεός το γνωρίζει. Μόνο Εκείνος θα κρίνει αν η μετάνοια στο εξομολογητήριο είναι ειλικρινέστερη από το βίωμα της έσχατης εξαθλίωσης στην αυτοτιμωρία του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Έστω και αν ο Χένρι Κάρτερ παραδόθηκε με μεγάλη ευκολία στις σειρήνες του Λος Άντζελες (τις οποιεσδήποτε σειρήνες, του οποιουδήποτε τόπου), ίσως διατήρησε βαθιά στην καρδιά του τον σπόρο της μετάνοιας. Κι’ όσο κρυφή κι’ αν είναι αυτή, ο Θεός γνωρίζει την ύπαρξη της.
Ο πατέρας του, ψυχαναλυτής και ο ίδιος, σαν τύπος του Θεού-πατέρα και γνώστη των ψυχών μας, του ανοίγει τον δρόμο προς την επιστροφή, προς τη σωτηρία. Του αναθέτει την ψυχοθεραπεία της Τζέμμα.
Η Τζέμμα [Keke Palmer], είναι η ίδια περίπτωση με τον Κάρτερ, σε ακριβώς αντίθετη έκδοση. Νεαρή μαθήτρια, μαύρη, γεμάτη ανασφάλειες, χαμένη μέσα στην ανωνυμία του κόσμου της. Συγχρόνως, φορτωμένη με ενοχές για την αυτοκτονία της μητέρας της, τόσο που φοβάται να διαβάσει το τελευταίο γράμμα που της άφησε εκείνη. Αν την κατηγορεί για την απόφαση που πήρε, πως θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή της η ίδια;
Με παραπομπή σε ψυχίατρο από το σχολείο της, αρχίζουν με τον Κάρτερ τις θεραπευτικές συνεδρίες. Θεωρούν και δύο μάταιες τις διαδικασίες αυτές, αλλά δεν μπορούν να τις αποφύγουν. Ίσως η αναγκαστική συμμετοχή στην κοινή δραστηριότητα που αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο, της δίνει την αίσθηση κάποιας οικειότητας, που στη συνέχεια την οπλίζει με το θάρρος να ζητήσει από τον Κάρτερ να διαβάσει εκείνος το γράμμα της μαμάς της. Κάποτε θα έπρεπε να μάθει αν την κατηγορεί. Ο Κάρτερ είναι εκείνος που μπορεί να τη βοηθήσει. Αξιόπιστος, αρμόδιος, αδιάφορος, δεν θα βρει καταλληλότερο απ’ αυτόν.
Ενώ ο ψυχαναλυτής ξεδιπλώνει το γράμμα και η Τζέμμα περιμένει να μάθει το περιεχόμενο, η φόρτιση της αυξάνεται κατακόρυφα. Όταν εκείνος τελειώνει το διάβασμα και τη διαβεβαιώνει πως η μητέρα της δεν αναφέρεται στις αιτίες που την οδήγησαν στην απόφαση της, ισοπεδωμένη από την ένταση, ξεσπά σε κλάμα ανακούφισης και πένθους.
Μπροστά στα μάτια του Κάρτερ, ένα κορίτσι θρηνεί τον χαμό της μητέρας του, όπως εκείνος δεν μπόρεσε να θρηνήσει ακόμα τη γυναίκα του. Η ανάγκη της ανθρώπινης συμπαράστασης καταργεί τους ρόλους τους. Οι ψυχαναλυτικοί κανόνες παύουν να ισχύουν. Μέσα του θρηνεί και ο ίδιος για τη μητέρα της Τζέμμα και συγχρόνως για τη γυναίκα του, σαν να ήταν το ίδιο πρόσωπο, σαν να ήταν η Τζέμμα η κόρη του, που δεν αξιώθηκε να αποκτήσει. Αυθόρμητα την αγκαλιάζει. Το κλάμα σε μια ζεστή πατρική αγκαλιά είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ, ούτε από την κόρη, ούτε από τον πατέρα.
Όταν η προσωπική επαφή παραμερίζει την επιστημονική προσέγγιση, μια τόσο μικρή κίνηση, πλαισιωμένη όμως με αγάπη, είναι αρκετή για να πάρουν οι ζωές του Κάρτερ και της Τζέμμα, μια καινούρια τροπή. Όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει και η χάρη του Θεού. Και όπου δίνει ο Θεός τις ευκαιρίες του, όλα τα καλά στοιχεία των ανθρώπων αναπτύσσονται και αποδίδουν καρπούς. Ο ατομικισμός κρατά φυλακισμένες τις ανθρώπινες δυνατότητες. Αντίθετα το άνοιγμα της ψυχής στους άλλους, το δόσιμο αγάπης χωρίς υστεροβουλία, η συμμετοχή χωρίς επιφυλάξεις, έλκουν την ευλογία του Θεού.
Η δημιουργική βούληση ενός νεαρού σεναριογράφου, θα δώσει νέα πνοή στην ταινία και θα ολοκληρώσει τη λύτρωση του Κάρτερ και της Τζέμμα, μέσα στη μυστική πνευματική συγγένεια που τους οδήγησε ο κοινός πόνος.
Το Λος Άντζελες, η σκληρή πόλη του ανταγωνισμού, του συμβιβασμού και των εντυπώσεων, δείχνει κάποιες στιγμές το αγγελικό του χαμόγελο.
Μ. Ψ.