(Dupa dealuri) 150΄
Σκηνοθεσία: Cristian Mungiu
Σενάριο: Cristian Mungiu
Βασισμένο στο βιβλίο ντοκουμέντο της Tatiana Niculescu
Παίζουν: Cosmia Stratan, Cristina Flutur, Valeriu Andriuta
Βραβείο σεναρίου και Καλύτερης γυναικείας ερμηνείας
στις δύο πρωταγωνίστριες, στο Φεστιβάλ των Καννών 2012.
ταν
κάποιος αναζητήσει να βρεί ταινίες Χριστιανικού προβληματισμού,
συνήθως πέρα από κάποιες κλασσικές διεθνείς παραγωγές που συνήθως
έχουν μια κριτική ματιά πάνω στις παρεκκλίσεις του Δυτικού Χριστιανισμού
(π.χ. «Η αποστολή», «Το τρίτο θαύμα», «Τα φαντάσματα του Γκόγια»), θα
βρει μόνο στρατευμένες ταινίες από Αμερικανικές Προτεσταντικές
ομολογίες, που συνήθως έχουν έντονα κηρυγματικό περιεχόμενο.
Τα
τελευταία χρόνια, καθώς η Ρωσία επέστρεψε στον ελεύθερο κόσμο και
ο Χριστιανισμός έπαψε να διώκεται, είχαμε την ευκαιρία να δούμε
κάποιες πραγματικά σημαντικές ταινίες από την μεγάλη αυτή χώρα, όπως
το «Νησί», τον «Ιερέα», τον «Τσάρο» κ.ά. Στις ταινίες αυτές, είχαμε τον
συνδυασμό της καλλιτεχνικής σκηνοθετικής προσέγγισης σε Ορθόδοξες
αφηγήσεις, έτσι που να μην έχουμε την αίσθηση ότι βλέπουμε στρατευμένο
κινηματογράφο, αλλά ιστορίες βγαλμένες μέσα από μια Χριστιανική
ματιά.
Ο
ρόλος της τέχνης, είναι να ταρακουνάει τον θεατή και να τον κάνει να
θυμάται την πραγματικότητα του κόσμου τούτου. Ανάμεσα από τις εκατοντάδες
«πλαστικές» ταινίες - υπνωτικά του εμπορικού κινηματογράφου και
της μαζικής τηλεοπτικής διασκέδασης,, η αληθινή τέχνη υποδεικνύει
τα πραγματικά προβλήματα της ζωής, που βέβαια δεν εξαντλούνται στα
οικονομικά μέτρα. Δεν είναι δουλειά του καλλιτέχνη να προτείνει λύσεις,
αλλά να θυμίσει, αυτό που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε. Ας θυμηθούμε
για παράδειγμα τον μεγάλο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν που ο ίδιος δεν μπόρεσε
να λύσει τα ζητήματα που ταλάνισαν την αναζήτησή του – πίστη, θεός,
θάνατος, προσωπικές σχέσεις - , αλλά που πρόσφερε την δυνατότητα
σε χιλιάδες ανθρώπους να μοιραστούν μαζί του την υπαρξιακή του αγωνία
και να αφυπνιστούν.
Όταν
βέβαια, ο καλλιτέχνης έχει οδηγηθεί σε δρόμο αληθείας, τότε η τέχνη
φωτίζει και την ελπίδα, για να θυμηθούμε την υπέροχη «Θυσία» του
Ταρκόφσκυ. Όμως, αλλοίμονο αν περιμένουμε να δούμε Χριστιανικά
μόνο δημιουργήματα για να απολαύσουμε την τέχνη. Θα περιοριζόμαστε,
τότε, μόνο σε στρατευμένες ταινίες,
όπου ὀμως πολλές φορές είναι άχαρες καλλιτεχνικά.
* * *
Η βραβευμένη ταινία «Πίσω από
τους λόφους» (După dealuri), του Ρουμάνου σκηνοθέτη Christian Mungiu, μας παρουσιάζει την σκοτεινή πλευρά της Ορθόδοξης
θρησκευτικότητας. Όχι γιατί ο σκηνοθέτης θέλει να πολεμήσει την Εκκλησία,
αλλά γιατί μέσα στο ζοφερό τοπίο της δύσκολης μετα-Τσαουσέσκου εποχής,
προσπαθεί να αναδείξει τα προβλήματα που απασχολούν τον τόπο του.
Το
διαπιστώσαμε αυτό με την συγκλονιστική και ζοφερή προηγούμενη
ταινία του «4
Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Ημέρες» (Χρυσός Φοίνικας και βραβείο FIPRESCI στις Κάννες το 2007),
που αναφερόταν στην θλιβερή εποχή του Τσαουσέσκου.
Το «Πίσω από τους λόφους»
είναι εμπνευσμένο από πραγματικά (δυστυχώς) γεγονότα, που περιγράφονται
στο βιβλίο τής Tatiana Bran Niculescu,
για την περίπτωση μιας νεαρής κοπέλας που πέθανε το 2005 στην Μολδαβία,
κατά την διάρκεια εξορκισμού σ’ ένα Ορθόδοξο Μοναστήρι.
Ο Mungiu, προσεγγίζει το θέμα
με σεβασμό. Κινηματογραφεί τους ήρωές του στατικά, σε πλάνα σκηνές,
οι πρωταγωνιστές σε πρώτο - δεύτερο πλάνο γεμίζουν την οθόνη. Ο άνθρωπος
στο προσκήνιο, αλλά δεμένος στην τυφλότητα της ύπαρξής του. Ο εσωτερικός
ρυθμός γρήγορος, το τέμπο του έντονο, ζωγραφίζει την ανθρώπινη θλίψη.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει να στήσει ποιητικά πλάνα. Ούτε μια λήψη μαγευτική
της φύσης, καμμία ποιητική προσέγγιση στην εικόνα. Ρεαλισμός ουδέτερος,
χωρίς φόρτιση για δακρύβρεχτο μελό - είναι ο θεατής που θα χρωματίσει
το δημιούργημα.
Από την αρχή σχεδόν της
ταινίας, μεταφερόμαστε στα άδυτα ενός μικρού φτωχικού μοναστηριού
που βρίσκεται «πίσω από τους λόφους», πάνω από την κοντινή πόλη. Ένας
ζηλωτής πνευματικός και μερικές μοναχές ζουν την καθημερινότητα
της μοναστικής ζωής, όπως χιλιάδες άλλοι σ’ όλη την Ορθοδοξία. Κάποιες
από αυτές έχουν καταφύγει εκεί από λόγους ανάγκης - από φτώχεια ή για
λόγους σύζυγικής βίας, όπως συνέβαινε παλιότερα και στον τόπο μας. Μαζί
τους και η δόκιμη Voichita,
που μεγάλωσε στο κοντινό Ορφανοτροφείο, μέσα σε ένα περιβάλλον άθλιότητας.
Κάτω από συνθήκες που δεν διευκρινίζονται, κάποια στιγμή η κοπέλα
αποφάσισε να γίνει μοναχή και να ζήσει βίο ασκητικό.
Η
μοναστική ηρεμία θα διαταραχτεί από την άφιξη της Αlina, που μεγάλωσε μαζί με την Voichita στο ορφανοτροφείο.
Οι δυό κοπέλες, ιδιαίτερα συνδεδεμένες τα δύσκολα χρόνια του ασύλου,
έχουν έναν ιδιαίτερο σύνδεσμο. Η Alina, θα αρχίσει να πιέζει την φίλη της να φύγουν
για την Γερμανία, αλλά πριν καταλήξουν
σε μια απόφαση, θα εκδηλώσει κρίση υστερίας. Κι αυτό θα πυροδοτήσει
μια σειρά από γεγονότα που θα δημιουργήσουν μεγάλη ένταση στο μοναστήρι.
Η αδελφότητα οχυρωμένη πίσω από μία στατική αλλά και
δεισιδαιμονική θρησκευτικότητα, θα προσκολληθεί στο γράμμα του νόμου
και θα περιπλέξει την κατάσταση, πυροδοτώντας μια απρόσμενη εξέλιξη,
ενώ παράλληλα, θέματα όπως το προβληματικό σύστημα υγείας, η φτώχεια,
η θλίψη των ορφανοτροφείων, η μοναξιά και η χωρίς φτιασίδια σύγχρονη
μίζερη πραγματικότητα, θα αναδειχτούν στο φοντο της ιστορίας.
Ο
σκηνοθέτης παρουσιάζει την ζωή ενός παραδοσιακού Ορθόδοξου μοναχισμού
κι όχι μιας ακραίας ζηλωτικής καρικατούρας, σε μια χώρα που οι άνθρωποι
διατηρούν την πατροπαράδοτη ευσέβεια. Όμως, ξέρουμε καλά, πως στην πνευματική ζωή
όλα είναι ζήτημα ερμηνείας. Το αν θα προσεγγίσουμε τον άνθρωπο μέσα
από την αγάπη ή τον νόμο, το αν θα πλανηθούμε να πιστέψουμε ότι δήθεν κατέχουμε
την χάρη του Θεού για να νικάμε τους δαίμονες ή θα ζητάμε το έλεός του.
Το αν η εξομολογηση θα λειτουργεί ως ζωοποιός σωτηρία ή ως διαδικασία
εξουσιαστική, το αν ο μοναστικός κανόνας είναι τρόπος που διευκολύνει
την προσευχή ή ψυχικός καταναγκασμός. Όλα αυτά καθορίζουν τον τρόπο
που βλέπουμε τον Χριστό και το κατά πόσον αυτή η σχέση φέρνει χαρά και
ευχαριστία στην ζωή, ή έναν αρνητισμό και μια μίζερη αντίληψη του
βίου. Επίσης, αν η ψυχική νόσος αντιμετωπίζεται με εξορκισμούς ή
με συνδυασμό της παραδοσιακής ιατρικής και με προσευχητική αγάπη για
τον πάσχοντα.
Όταν
υπερεκτιμούμε τις δυνάμεις μας, παραμονεύει πάντα ο κίνδυνος της
δαιμονικής έπαρσης. Γέμουν τα γεροντικά από ιστορίες μοναχών που
πίστεψαν ότι είχαν αγιάσει και πήδηξαν στο κενό, και η εκκλησιαστική
ιστορία από περιπτώσεις χαρισματικών ανθρώπους που έγιναν αιρετικοί
από τον μωρό ζήλο.
Η
ταινία του Mungiu προκαλεί προβληματισμό
σε πολλά επίπεδα. Είναι ζοφερή, γιατί είναι ο κόσμος τούτος ζοφερός,
αφού όπως είπε ο Χριστός, «άρχοντάς του είναι ο σατανάς». Δεν προτείνει
λύσεις, ούτε διέξοδο από το σκοτάδι. Όλοι οι άνθρωποι, εντός και εκτός
εκκλησίας, είναι παραδομένοι στα πάθη τους, στις θλίψεις, στην δεισιδαιμονία,
στο πεπρωμένο. Η Ρουμανία με την φτώχεια της και το φρικτό παρελθόν,
μοιάζει να μην έχει ελπίδα, μαζί κι ο κόσμος όλος.
Μοναδική
μας ελπίδα, η μετάνοια στον Θεό της αγάπης, τον σταυρωμένο και αναστημένο
Χριστό, στην ζωή της χαράς και της ευχαριστίας.
|