Πίσω από τους λόφους
Dupa delauri – Ρουμανία
– 2012
από τόν αδελφό μας Μ.Ψ., ψυχίατρο
Το
2005, μια κοπέλα πέθανε σε κάποιο μοναστήρι της Μολδαβίας, όπου επί
μέρες παρέμεινε δεμένη και νηστική, ώστε ο ιερέας να της διαβάζει
τις ευχές των εξορκισμών. Το γεγονός αυτό κατέγραψε η Tatiana Niculescu Bran και μετέφερε στην οθόνη ο γνωστός σκηνοθέτης Cristian Mungiu. Το σενάριο
από τον σκηνοθέτη, σε συνεργασία με την συγγραφέα και οι δυο συμπρωταγωνίστριες,
βραβεύθηκαν στο Φεστιβάλ των Κανών 2012.
Τα
κεντρικά πρόσωπα είναι δυο κορίτσια που μεγάλωσαν μαζί σε ορφανοτροφείο,
συνδέθηκαν με στενή και ειλικρινή φιλία και ακολούθησαν στη συνέχεια
διαφορετικούς δρόμους. Η Βοϊκίτσα (Cosmina
Stratan) εντάχθηκε
στο Μοναστήρι της περιοχής σαν δόκιμη μοναχή. Η Αλίνα (Cristina Flutur), αφού
παρέμεινε ένα διάστημα σε ανάδοχη οικογένεια, πήγε να εργαστεί στη
Γερμανία. Η προσπάθεια τους να ξαναβρεθούν μαζί, θα αποβεί απρόσμενα
μοιραία και για τις δυο.
Σε
μια ταινία που σε όλη την εξέλιξη της, ο χαμηλός φωτισμός, οι απλοί ήχοι
και τα εσωτερικά πλάνα, επιτείνουν και πλαισιώνουν τις αντιθέσεις,
τις συγκρούσεις και τους συμβολισμούς, ο σκηνοθέτης κάνει φανερή απ’
την αρχή την πρόθεση του, να προσδώσει στην ταινία τον αυστηρά ρεαλιστικό
χαρακτήρα, που αρμόζει στο θέμα της.
Η
Αλίνα φθάνει με το τραίνο από τη Γερμανία, με σκοπό να πάρει μαζί της
τη φίλη της, για να δουλέψουν και να ζήσουν εκεί. Η Βοϊκίτσα πηγαίνοντας
να τη συναντήσει στον σταθμό, προχωρά αντίθετα στο ρεύμα όλων των επιβατών
που κατευθύνονται προς την έξοδο. Όλοι πηγαίνουν στις δουλειές τους,
αντιμετωπίζουν το μέλλον τους. Εκείνη, επιστρέφει στο παρελθόν, να
συναντήσει στο πρόσωπο της Αλίνα την παιδική τους ανασφάλεια.
Θα
μπορέσει να ξαναζωντανέψει το παρελθόν, στις σημερινές συνθήκες;
Ο προβληματισμός και η αμφιθυμία της θα την ακολουθήσουν ως το τέλος.
Η πορεία της στον σταθμό προς την Αλίνα, είναι η εικόνα του εσωτερικού
της κόσμου. Το συναίσθημα της, σε αντίθετη κατεύθυνση από τη λογική
της.
Η
Αλίνα την αγκαλιάζει με τη λαχτάρα του παιδιού που επιστρέφει στο σπίτι
του, με την ελπίδα πως από δω και πέρα δεν θα είναι μόνη στη ζωή της. Η ζεστασιά
της φιλίας τους της θερμαίνει την καρδιά, όμως η μοναξιά της Γερμανίας
είναι βιολογικά γραμμένη στο μυαλό της. Στην κοινοβιακή ζωή του μοναστηριού,
η Βοϊκίτσα, ξεπέρασε σ’ έναν βαθμό τις ψυχολογικές της ανάγκες και
ισορρόπησε. Η Αλίνα παρέμεινε στην ιδρυματική ανωριμότητα του
ορφανοτροφείου.
Το
περιβάλλον διαμορφώνει άμεσα την ψυχολογία μας. Ιδιαίτερα, όταν
δεν έχουμε θέσει σταθερούς στόχους στη ζωή μας, όσο απλοί και να ‘ναι,
βασισμένους σε συγκεκριμένες αξίες, όσο απλοϊκές και αν φαίνονται.
Όσο παραμένει αδιαμόρφωτος ένας τέτοιος άξονας στην προσωπικότητα
μας, τόσο περισσότερο βρισκόμαστε εκτεθειμένοι στις εξωτερικές επιρροές.
Σύντομα
η Αλίνα αρχίζει να αντιλαμβάνεται, πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς
όπως τα είχε φανταστεί, ότι η φίλη της ανήκει πια κάπου αλλού, νοιάζεται
και εργάζεται για άλλους, έχει άλλες προτεραιότητες κι αναβιώνει
τότε την παιδική της εγκατάλειψη. Δεν στρέφεται εναντίον της φίλης
της, που είναι το μόνο πρόσωπο που αγάπησε και αγαπά, αλλά εναντίον
όσων την περιβάλλουν, διεκδικούν την αγάπη της και αποσπούν το ενδιαφέρον
της από κείνη.
Όταν
οι ανεξέλεγκτες από τη λογική συναισθηματικές ανάγκες, δεν βρίσκουν
την ανταπόκριση που απαιτούν, είναι αναπόφευκτα τα βιώματα της πηγαίας
στέρησης, της ματαίωσης των προσδοκιών και της απώλειας προσανατολισμού.
Και όταν το περιβάλλον άκαμπτο, προσπαθεί να επιβάλλει τρόπους συμπεριφοράς,
αν δεν έχουμε την ικανότητα μιας ομαλής προσαρμογής, θα νοιώσουμε
έντονα την αίσθηση της απόρριψης, της αποξένωσης και του εξαναγκασμού.
Η
εξομολόγηση δεν φέρνει τη γαλήνη στην ψυχή, αν δεν αποτελεί την έκφραση
βαθιάς μετάνοιας. Όμως πίσω από την κάθε πράξη κρύβεται κι ένα κίνητρο,
κάθε συμπεριφορά έχει την εξήγηση της, ακόμα και κάποιες συναισθηματικές
εκρήξεις, έχουν την αιτία και τη σκοπιμότητα τους. Τα βιαστικά συμπεράσματα
για τους άλλους, είναι συνήθως λανθασμένα και η αδιαφορία κατανόησης
των προβλημάτων τους, είναι ένας βάλτος που καταπίνει την ευαισθησία.
Η
Αλίνα είναι το ανένταχτο και ευάλωτο μέλος της μικρής κοινωνίας του
Μοναστηριού. Όλα γύρω της είναι ξένα και απειλητικά. Το συναισθηματικό
της κενό εκδηλώνεται στη συμπεριφορά της. Η «πρωτογενής κραυγή»
που δεν ακούγεται, η φόρτιση της ανασφάλειας που δεν εκφράζεται, γίνονται
αντίδραση «αναίτια» επιθετική και παράλογη συμπεριφορά.
Η
αντίδραση αυτή ωστόσο, θα επιφέρει τη βία. Η αντιμετώπιση θα πρέπει
να είναι άμεση και αποτελεσματική και η καταστολή επιβεβλημένη.
Αντί
για μητρικό χάδι, πατρική στήριξη, φιλική αγκαλιά, θα ακινητοποιηθεί
με σχοινιά και αλυσίδες, ψυχοφάρμακα και συγκαταβατική προσέγγιση.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι είναι πίσω από όλα αυτά; Η ψυχική διαταραχή,
η αρρώστια, ο σατανάς;
Ίσως
και όλα μαζί. Και περισσότερο απ’ όλα ο σατανάς, που σε ένα πρόσφορο
έδαφος αντιστρέφει θεαματικά τα πάντα. Ο φτωχός ιερέας θα μετατραπεί
άθελα του σε μάγο και δήμιο. Η διαδικασία του εξορκισμού θα εξελιχθεί
σε καθ-ήλωση βασανισμού, σε σταύρωση. Ο χορός των μοναχών, με κορυφαία
την καλοκάγαθη Μητερούλα, θα αποκτήσει κίνηση και ρυθμό αρχαίας τραγωδίας,
ενώ τις ικετήριες προσευχές θα αντικαταστήσει η σπουδή της εξόντωσης
του σατανά στο σώμα της φτωχής Αλίνα.
Η
απουσία της αίσθησης Θεού, είναι μια διάχυτη αίσθηση ψύχους. Η απουσία
της αγάπης, θλιβερή μέχρι τέλους. Τα πάντα στερημένα πνεύματος, νοήματος
και ψυχής. Η βία, η σταύρωση, η στέρηση φαγητού και νερού κι ακόμα το
κρύο, η εξασθένηση, η απόγνωση και η τρέλα, σαν έσχατη διέξοδος από
τη δαιμονική πραγματικότητα του κόσμου μας.
Το
τελευταίο –απρόσφορο- χαμόγελο πριν από τη λύτρωση του θανάτου, ο
τελευταίος χαιρετισμός της Αλίνα τη στιγμή που περνά τα σύνορα, είναι
η ολοκλήρωση του δράματος, η δικαίωση της έμπνευσης του σκηνοθέτη.
Πέρα
ωστόσο από τα προσωπικά βιώματα του καθενός, πέρα από τον θάνατο
που σαν έσχατη σφραγίδα ανοίγει ένα τεράστιο κενό στις συνειδήσεις
όλων, η ζωή αδυσώπητη συνεχίζεται.
Η
Αλίνα υπήρξε το θύμα της ανελέητης αυτής θυσίας, η Βοϊκίτσα παραμένει
η τραγική μορφή της ιστορία αυτής. Σαν ένοχος, αμέτοχος θεατής, παρακολούθησε
τη φίλη της σε όλη την πορεία του Γολγοθά της. Ο μόνος δικός της άνθρωπος,
χάθηκε. Και μαζί της χάθηκε και η εμπιστοσύνη της, στην «οικογένεια»
του Μοναστηριού.
Ποιος
φταίει τελικά; Ο δύστυχος ιερέας, που περιδεής κάτω από την πίεση
των εξελίξεων και του περιβάλλοντος του, επιχείρησε να εκδιώξει τον
σατανά από την δαιμονισμένη κοπέλα ή η επιβαλλόμενη από την κοινωνική
καθοδήγηση αθεΐα, που στέρησε από τον ιερέα τη δυνατότητα ουσιαστικότερης
παιδείας, όπως και την ικανότητα ορθής εκτίμησης των γεγονότων και
της δικής του πνευματικότητας;
Η
εξουσία που απογυμνώνει τα οράματα από το νόημα τους και αφήνει τις
αξίες, άδειες λέξεις, κενούς ήχους εντυπώσεων, οδηγεί τους απλούς
ανθρώπους στην ημιμάθεια, στη δεισιδαιμονία και στην τυπολατρεία κι
αυτά, θα μετατραπούν σε σωματική βία, ψυχολογικό εκβιασμό και έγκλημα.
Αυτή
την κοινωνία αποτυπώνει στην ταινία του ο Mungiu, αυτή τη ζοφερή εικόνα της πάλης και των συμβιβασμών
για επιβίωση, σε μια ζωή κανόνων και φόβου, χωρίς πνευματική ανάταση,
όραμα, χαρά, προοπτική και φως.
Και
ασφαλώς σε μια κοινωνία χωρίς Θεό, ευθύνεται το σύστημα για την εικόνα
αυτή. Γιατί η κοινωνία τότε, αποτελείται από άτομα, από μονάδες
χειραγωγούμενες και κατευθυνόμενες από την εξουσία. Σε μια κοινωνία
όμως με αίσθηση Θεού, η ευθύνη ανήκει στον καθένα. Γιατί αποτελείται
από πρόσωπα, από μέλη ελεύθερης επιλογής.
Ο
Χριστός δεν δίδαξε ένα κοινωνικό σύστημα δικαιοσύνης, ισότητας,
κοινοκτημοσύνης και δημοκρατίας. Δίδαξε και διδάσκει καθημερινά,
την καθαρή εικόνα του Θεού, που οφείλουμε να επαναφέρουμε και να διατηρήσουμε
στο πρόσωπο μας. Τη δοξαστική υπευθυνότητα της ελευθερίας, τη θυσιαστική
προσφορά της αγάπης και την ευχαριστιακή προσήνεια της μετριοφροσύνης.
Είναι
η διδασκαλία που ολοκληρώνει την προσωπικότητα.Όποιος
ενσωματώσει στο πνεύμα του τη διδασκαλία αυτή και προσπαθεί να την εφαρμόζει
στη ζωή του, βιώνει την προσωπική του
σχέση με τον Χριστό.
Όποιος
αποφεύγει να δει καθαρά στη διδασκαλία αυτή το Πρόσωπο του Ιησού,
αρκείται στο να ασκεί κριτική στους ιερείς, στην Εκκλησία, στην Ορθοδοξία
και στα μοναστήρια της, μέσα από τα μάτια της κοινωνίας
Μιας
κοινωνίας, που είναι βουτηγμένη στη λάσπη. Ένα πιτσίλισμα στο παρμπρίζ
του αυτοκινήτου, αρκεί για να μην βλέπεις τίποτα μπροστά σου, στη ζωή
σου, στο μέλλον σου. Κι αν καθαρίσεις το τζάμι, πάλι η ίδια λάσπη σε περιβάλλει.
Πέρα
από τους λόφους, δεν κρύβεται κάποιο μυστικό. Ο καθένας μπορεί να
βρει εκεί, κάτι από εαυτό του.
Μ.
Ψ.