Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Поп [Ο Ιερέας, Ρωσία – 2010]


   
Κάποιες φορές λέμε πως η ειρηνική ζωή μας είναι γεμάτη από μικρούς θανάτους, όταν μας τυχαίνουν απογοητεύσεις, ματαιώσεις και απώλειες, όταν όμως ο πόλεμος φθάνει στην πατρίδα σου, μπαίνει στη γειτονιά σου και περνά την πόρτα του σπιτιού σου, τότε η ζωή γεμίζει από την οσμή του θανάτου που ανατρέπει παρελθόν και μέλλον, διαλύει όνειρα και επιδιώξεις και σκοτώνει αγαπημένα πρόσωπα. Η μοναξιά τελικά, είναι το αντίτιμο της επιβίωσης. 


 Η ταινία ΠΟΠ, σε σκηνοθεσία του Vladimir Khotinenko, βασίζεται σε αληθινά γεγονότα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1941 κατά τη Γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, υπήρξε κάποια χαλάρωση λόγω του πολέμου, της από δεκαετίες επίσημης σοβιετικής αντιθρησκευτικής πολιτικής και παράλληλη ενθάρρυνση από πλευράς των Γερμανών του Ορθόδοξου ρωσικού κλήρου, για επαναλειτουργία των ναών στα σοβιετικά εδάφη που είχαν καταλάβει. Ήταν ένα μέτρο των κατακτητών ναζί, να εμφανισθούν σαν απελευθερωτές του ρωσικού λαού από τον άθεο κομμουνισμό των μπολσεβίκων. 


 Ο Μητροπολίτης Sergey Voskresensky, συνέστησε τότε μια Ορθόδοξη Ιεραποστολή από ιερείς των Βαλτικών Δημοκρατιών και την απέστειλε στην κατεχόμενη περιοχή Pskov της Ρωσίας. Αργότερα η ιεραποστολή κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Γερμανούς και τους ιερείς που συμμετείχαν, τους κατηύθυναν σε στρατόπεδα εργασίας.
Ένας από τους ιερείς της αποστολής, ο Πατέρας Aleksandr Ionin, έγραψε τα απομνημονεύματα του, μαρτυρία των όσων διαδραματίσθηκαν τότε,
στα οποία στηρίχθηκε το βιβλίο και στη συνέχεια το σενάριο της ταινίας αυτής από τον Alexandr Segen.

 
Ο Aleksandr Ionin (Sergey Makovetsky), ζούσε σε ένα χωριό της Λετονίας πριν από τη ναζιστική εισβολή, μαζί με τη γυναίκα του Matushka Alevtina (Νίνα Usatova). Σε κομμουνιστικό καθεστώς, με τον φόβο του  Πολέμου να επεκταθεί από στιγμή σε στιγμή στα μέρη τους, με τη θρησκεία να βρίσκεται σε ανοικτό ή καλυμμένο διωγμό, με τη φτώχεια και την ανασφάλεια να συντονίζουν τη λιτή ζωή του χωριού, ο ιερέας Aleksandr έπρεπε να παλεύει συνειδητά όλη μέρα, για να διατηρήσει ζωντανό το ήθος της ορθόδοξης αγωγής και πίστης του.
Όλα τριγύρω ρευστά, αστάθμητα, αλλά η μικρή εβραία Hava επιμένει και τελικά βαπτίζεται Χριστιανή με το όνομα Εύα (Liza Arzamasova).
Ένα μικρό κορίτσι, παίρνει την τύχη του στα χέρια του και ακολουθώντας στη συνέχεια τον ιερέα και τη Ματούσκα Αλεβτίνα  στο Πσκοβ, προσδιορίζει έτσι το μέλλον του. Στην ουσία, όταν δεν διστάζουμε να ακολουθήσουμε τις καλές και αγαθές παρορμήσεις μας, όταν δεν τις αναστέλλουμε με ορθολογισμό και υπολογισμό, ο Θεός ευλογεί την προαίρεση, την απόφαση και την πράξη και παρίσταται βοηθός και οδηγός στο δρόμο μας.

Στο Πσκοβ επικρατεί μια νόθα κατάσταση. Την απόρριψη των σοβιετικών συμβόλων από την εκκλησία, την ανεύρεση στο ποτάμι της παλιάς καμπάνας, την προετοιμασία του Ναού, ακολουθούν μικρά κομμάτια ζωής αποσπασματικής, με στρατιωτική βία και πολιτικές σκοπιμότητες, με δραματικές εξομολογήσεις και εκδικήσεις, με προδοσίες και συγχώρηση, ο πόλεμος ξεπερνά τους εχθρούς, τους δοσίλογους, τους αμετανόητους και τους νεκρούς και γίνεται καθημερινός τρόπος ζωής, αφομοιώνεται κι’ ενσωματώνεται σαν το ψωμί της ανέχειας τους και αλλοιώνει τους χαρακτήρες και τις ψυχές. Ρώσοι και Γερμανοί στρατιώτες, τοπική polizai των ναζί με ρώσους αστυνομικούς, ρώσοι παρτιζάνοι και γερμανικό στρατόπεδο, αιχμάλωτοι και κατακτητές, διαμορφώνουν το πρόσωπο του χάους, της αντίθεσης και της ταραχής,  το πρόσωπο του πολέμου.
  
Εδώ είναι η καταστροφή, μαζί και η ευκαιρία. Ο καθένας τις βλέπει με τα δικά του μάτια. Ν’ ακολουθήσουμε τη ματιά της μικρής Εύας; Εκείνη ακολουθεί τα όνειρα της, μπορεί και βλέπει με την αθωότητα της, μακρύτερα από τον πόλεμο.
Να δούμε με τα μάτια της Ματούσκα Αλεβτίνα; Ο ρεαλισμός και η λογική της για την αντιμετώπιση της κάθε στιγμής, χωρίς αμφισβητήσεις και χωρίς σκεπτικισμό, αλλά με πολλή αγάπη, έφεραν στην επιφάνεια τον πραγματικό εαυτό της. Με επτά υιοθετημένα ορφανά εκτός της Εύας, μετέχει κι΄ αντιμετωπίζει τα προβλήματα με θάρρος, υπομονή, στοργή και αυταπάρνηση που θα φθάσει στην ολοκληρωτική θυσία.
Η ευλογία του Κυρίου, μας παρέχει άφθονες ευκαιρίες. Σε σκληρές περιστάσεις, ακόμα περισσότερες. Τέτοιες ώρες που υπερβαίνουν τις δυνατότητες μας, δεν προλαβαίνεις να υποδυθείς τον καλό, τον αυτάρκη, τον αποφασιστικό. Είσαι αυτός που είσαι. Δεν προλαβαίνεις να επιλέξεις, να μπεις σε δίλημμα. Λες μόνο, όχι με λόγια, με την καρδιά, με λαχτάρα: «Κύριε, βρίσκομαι σε αδιέξοδο. Δεν έχω τη δύναμη για επιλογή, δεν θέλω να κάνω λάθος. Κύριε, η βούληση μου είναι δική Σου. Δώσε τη λύση που θα φέρει και πάλι γαλήνη στην καρδιά μου, που θα με κρατήσει κοντά στην αγάπη Σου, χωρίς τύψεις, ενοχές και αμφιβολίες». Και ακολουθείς την καρδιά σου, στο δρόμο που θα σου υποδείξει ο Θεός.

Τα μάτια του ιερέα δεν είναι διαφορετικά, είναι όμως στραμμένα όλο και περισσότερο στον Γολγοθά. Όλοι επιθυμούμε την αγάπη του Ιησού, όμως ο ιερέας μετέχει καθημερινά στη θυσία της αγάπης αυτής. Της αγάπης που κάνει τον ίδιο να αισθάνεται αυξημένη ευθύνη για όλο το ποίμνιο του. Για τα παιδάκια που ορφάνεψαν, για τον νεαρό που οι Γερμανοί του σκότωσαν την αγαπημένη του Μάσα, για τη συμπάθεια που οφείλει σε κάθε πονεμένο αδελφό, για τη βοήθεια που προσπαθεί μα δεν του επιτρέπουν να προσφέρει στους αιχμαλώτους. Αλλά όταν η ατμόσφαιρα του πόνου και του θανάτου τον κατακλύζει και τον πνίγει με συναισθήματα άρνησης, θα έχει τη δύναμη να ψάλλει εξόδιο ακολουθία για τους προδότες;    
Τα νοήματα των γεγονότων όμως θα ζυμωθούν σιγά-σιγά με τον χρόνο, θα αφομοιωθούν σε κάποιο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας Γκούλαγκ.  

Η δοκιμασία του ιερέα δεν τέλειωσε. Η δοκιμασία κανενός ανθρώπου δεν τελειώνει ποτέ όσο ζει, όμως ο ιερέας δεν ξεχνά, συνεχίζει να έχει στραμμένο το βλέμμα του στον Ιησού, ακόμα και μέσα στον εξαναγκασμό των Γκούλαγκ και ακόμα περισσότερο όταν η θύελλα έχει κοπάσει.
Τα χρόνια πέρασαν. Η Ματούσκα Αλεβτίνα λείπει πάντα από τη ζωή του. Καμιά αγαπημένη εικόνα από παλιά δεν θα αναβιώσει, να τον συγκινήσει ξανά. Η μοναξιά είναι το τίμημα της επιβίωσης, για αυτούς όμως που περιορίζουν το πνεύμα τους στα στενά όρια του κόσμου τούτου. Για τον ιερέα δεν υπάρχει μοναξιά. Μέσα στην προσευχή, νοιώθει τη ζωντανή παρουσία του Θεού στην καρδιά του, νοιώθει την αγάπη Του και μαζί της, την παρουσία όλων των αγαπημένων του. Και δεν είναι η φαντασία που δημιουργεί μια ψευδαίσθηση, δεν είναι η αυθυποβολή που του δίνει την αίσθηση της κοινωνίας, της συντροφικότητας, είναι η αγάπη που κρατά ανοιχτούς τους δρόμους της καρδιάς. Κι’ εκεί βαθιά στην ψυχή, το εκλεπτυσμένο από τις δοκιμασίες πνεύμα, δέχεται τις απαντήσεις της νοερής επικοινωνίας.

Όποιος έχει την αίσθηση του Θεού, δεν νοιώθει ποτέ απελπισία και μοναξιά. Η εγρήγορση δεν είναι μόνο για τους ιερείς, ούτε μόνο για να μας προστατεύει από τις ύπουλες δαιμονικές ενέδρες, μας δίνει ακόμα την ικανότητα να διακρίνουμε τις ευκαιρίες που μας παρέχει ο Θεός για να βρισκόμαστε κοντά Του και τη δυνατότητα επίσης, να κατανοούμε άμεσα τα μυστικά μηνύματα Του στην καρδιά μας.  

Μ. Ψ.

     

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Planta 4a [Ο 4ος όροφος, Ισπανία - 2003]


Από τον Μ.Ψ. 

(Κάντε λίνκ για να δείτε το blog του M.Ψ. )




Η ταινία εκτυλίσσεται στον τέταρτο όροφο ενός επαρχιακού νοσοκομείου στην Ισπανία. Εκεί βρίσκεται το τμήμα νοσηλείας εφήβων που έχουν προσβληθεί από καρκίνο των οστών. Οι περισσότεροι έχουν ήδη χειρουργηθεί και ανάμεσα τους ξεχωρίζει μια ομάδα ανάπηρων νεαρών που κυκλοφορούν στο Νοσοκομείο με καροτσάκια και αποκαλούνται χαϊδευτικά από το προσωπικό και τους γιατρούς «καραφλούληδες», αφού έχουν χάσει τα μαλλιά τους από τη χημειοθεραπεία, που θα τους παρατείνει ίσως τη ζωή!

Η μικρή αυτή περιγραφή σίγουρα δεν προδιαθέτει για μια ευχάριστη προβολή, σημασία όμως έχει πάντα, η γωνία από την οποία θα δεις κάτι, το πρίσμα μέσα από το οποίο θα το εξετάσεις, τα σημεία στα οποία θα στρέψεις τον φακό σου και θα εστιάσεις. Ο Alberto Espinosa, έγραψε ένα θεατρικό έργο για τη ζωή των παιδιών αυτών στο Νοσοκομείο, έχοντας ζήσει ο ίδιος και επιβιώσει από τις οδυνηρές εμπειρίες μιας τέτοιας νοσηλείας. Το έργο του γνώρισε μεγάλη επιτυχία και το 2001, ο Ignacio del Moral με βάση το θεατρικό αυτό έργο, έγραψε ένα σενάριο για μεταφορά του στον κινηματογράφο, σε συνεργασία με τον Espinosa και με τον Antonio Mercero, που σκηνοθέτησε την ταινία. Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, αλλά  η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 2003 και την ίδια χρονιά κέρδισε το Βραβείο του Κοινού στο Φεστιβάλ του Μόντρεαλ. Ακολούθησαν πολλές ακόμα διακρίσεις και οι κριτικές σε όλο τον κόσμο χαρακτήρισαν το έργο από «εξαιρετικό» έως «αριστούργημα».

Ο Michelangelo, ο Izan, ο Dani και ο Jorge, η παρέα των παιδιών του τέταρτου ορόφου που υποδύονται οι Juan Jose Ballesta, Gorka Moreno, Alejandro Zafra και Maite Jauregui, δεν ελκύουν τη συμπάθεια του κοινού λόγω του οίκτου που προκαλούν με την πάθηση τους, αλλά γιατί παρουσιάζουν με πολύ ρεαλιστικό τρόπο μια υγιή αντίδραση στην προοπτική του θανάτου, με τη συσπείρωση τους σε μια μικρή κοινότητα φίλων που αποδέχονται την πραγματικότητα χωρίς να την αγνοούν και την αντιμετωπίζουν όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας τους, χωρίς να αποσύρονται στη σκιά της μειονεκτικότητας τους. 
Έχουν την ευκαιρία να δουν και να ζήσουν τη δική τους «περιπέτεια» και δίνουν σε μας την ευκαιρία να αντιληφθούμε πως είναι καλύτερα να ζούμε την καθημερινή μας πραγματικότητα, χωρίς περιττούς τυποποιημένους συναισθηματισμούς που δεν ωφελούν κανέναν.   

Η αλήθεια ποτέ δεν βλάπτει. Μια καθαρή ματιά, ξεπερνά τη διστακτικότητα του φόβου και προσφέρει ουσιαστικότερους στόχους και αμεσότερες λύσεις.
Η αναπηρία είναι μια κατάσταση που κανένας δεν την επιλέγει, σε κάποιους όμως συμβαίνει. Οι μικρές και συνηθισμένες αναπηρίες, οι ιάσιμες αρρώστιες, περνούν απαρατήρητες, Απέναντι στις σοβαρότερες όμως καταστάσεις, ποια θα πρέπει είναι η στάση  μας; Όλοι σε κάποιο σημείο μειονεκτούμε, άλλος λιγότερο, άλλος κάποτε περισσότερο. Ο ανάπηρος δεν επιζητά τις εκδηλώσεις του οίκτου μας. Είναι σαν να του λέμε, «δυστυχισμένε, σε λυπάμαι που είσαι έτσι, αλλά να που έρχομαι να σε δω και ασχολούμαι για λίγο μαζί σου...» Από μέσα μας την ίδια ώρα εννοούμε, «τι δράματα έχει η ζωή, τι κρίμα να υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις, ευτυχώς εγώ είμαι καλά και γερός!» Αλλά φυσικά μια τέτοια αντιμετώπιση δεν αποτελεί έκφραση Χριστιανικής αγάπης.
Ο ανάπηρος και ο άρρωστος δεν έχουν ανάγκη κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό από αυτό πού θέλουμε όλοι. Να μας αντιμετωπίζουν οι άλλοι στην αρρώστια μας και στη μικρή ή μεγάλη αναπηρία μας με φυσικότητα, να αποδέχονται αυτό που μας συμβαίνει με απλότητα, να χαίρονται τη συντροφιά μας και να προσπαθούν να καλύπτουν όσο μπορούν τη μειονεξία μας, με τη βοήθεια τους. Όταν αγαπάς πονάς αλλά δεν λυπάσαι, συμπάσχεις αλλά δεν αδρανείς, βοηθάς, μοιράζεσαι, κατανοείς και κυρίως συμπεριφέρεσαι με ίσους όρους, δεν προσβάλλεις τον απέναντι σου με την απομάκρυνση ή την αποστροφή σου.
Ακόμα και όταν η αναπηρία είναι μόνιμη και σημαντική και η αρρώστια δεν είναι περαστική, όπως μια χρόνια πάθηση, καρκίνος, δερματοπάθεια, σχιζοφρένεια, τίποτα απ’ αυτά δεν διαφοροποιεί τον άνθρωπο από την εικόνα του Θεού, πως λοιπόν εμείς θα αποστρέψουμε με δυσαρέσκεια το βλέμμα μας;
Αυτό ακριβώς επιζητούν ο ανάπηρος και ο άρρωστος, ο μελλοθάνατος κάθε είδους, θανατοποινίτης ή καρκινοπαθής, ο αποκρουστικός στην όψη αδελφός μας, όλοι διψούν γι’ αυτό το ένα και μοναδικό: αποδοχή, συντροφικότητα, με μια λέξη, αγάπη και μόνο αγάπη, καθαρή, χωρίς ενδοιασμούς και επιφυλάξεις.  
     
Αυτή ακριβώς την αντιμετώπιση επιδιώκουν να έχουν και τα παιδιά  στον τέταρτο όροφο. Το κοινό πρόβλημα, η ίδια ηλικία, ο συγκεκριμένος χώρος, βοηθούν την ανάπτυξη φιλίας. Το μυαλό ξεφεύγει από τις δυσοίωνες προοπτικές, δημιουργούνται στόχοι και επιδιώξεις προσιτές. Αστεία με τις νοσοκόμες, νυχτερινή ψυχαγωγία στα υπόγεια του Νοσοκομείου, αγώνας δρόμου στους άδειους διαδρόμους με τα καροτσάκια, φωτογράφηση στο ακτινολογικό μηχάνημα, η προσδοκία της εμφάνισης ενός μοντέλου στον επάνω όροφο και πάνω απ’ όλα η επικείμενη διεξαγωγή ενός αγώνα μπάσκετ, που όλα μαζί μετατρέπουν το βαρύ κλίμα της αρρώστιας και του θανάτου, σε ένα τραγούδι ζωής. Η φιλία που ενώνει τη μικρή παρέα, είναι απόλυτα πειστική για τη γνησιότητα των αποτελεσμάτων της. Η κοινή πραγματικότητα που ζουν στη ζεστή συντροφικότητα του προβλήματος τους, έστω και αν ξεφεύγει κάποιες φορές από μια καθώς πρέπει συμπεριφορά, είναι πολύ πιο υγιής από τη ζωή πολλών παιδιών που μεγαλώνουν στη μοναξιά του «φυσιολογικού» τους κόσμου.

Παράλληλα το κάθε παιδί έχει τη δική του ψυχοσύνθεση, τα δικά του προβλήματα και τραύματα. Πέρα από την κοινωνία του Νοσοκομείου στην οποία ζουν, που είναι άλλωστε εικόνα του έξω κόσμου με τους καλούς και τους δύσκαμπτους χαρακτήρες που μας περιβάλλουν, υπάρχουν και οι οικογένειες των παιδιών που συμπορεύονται όπως μπορούν με τα προβλήματα τους και ανάλογα επηρεάζουν τους νεαρούς νοσηλευόμενους.
Ο σκηνοθέτης προβάλλει και αξιοποιεί μοναδικά τις υγιείς δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος, άσχετα από τη σωματική του κατάσταση. Το ψυχικό σθένος επικρατεί της σωματικής αδυναμίας και όπως γράφει μια ισπανική κριτική της ταινίας, με το γέλιο διαλύεται ο πόνος και η μοναξιά χάνει την ηχώ της.
Ίσως κάνει εντύπωση η απουσία κάποιου ιερέα από ένα τέτοιο έργο, με κεντρικό θέμα ιδιαίτερης κοινωνικής ευαισθησίας, όμως η ταινία θέλει ακριβώς να τονίσει τις ανθρώπινες δυνατότητες, την προσαρμοστικότητα και την αγωνιστικότητα στα πλαίσια της ομαδικότητας και της φιλίας. Εν τούτοις, όταν ο Μικελάντζελο εξουθενωμένος από την αίσθηση εγκατάλειψης, πλησιάζει κλαίγοντας στο τηλέφωνο και καλεί τον αντικειμενικά απόμακρο, αδύναμο και εγωκεντρικό πατέρα του, στην πραγματικότητα αναζητά στον Θεό-πατέρα, τη στοργή και τη βοήθεια που μόνο Εκείνος μπορεί να του προσφέρει. Και ο Θεός πάντοτε ανταποκρίνεται στις καρδιές που με ειλικρίνεια τον επικαλούνται.

Ως προς την ευαισθησία ωστόσο που έχουμε όλοι απέναντι στα άρρωστα και ανάπηρα παιδιά, θα πρέπει να μας προβληματίσει το πόσο μονομερής και επιφανειακή είναι. Γιατί παράλληλα, αδιαφορούμε τελείως για την ψυχική τους ίσως αναπηρία, την αναπηρία της προσωπικότητας τους, για την πιθανή πνευματική αναπηρία  των υγιών παιδιών μας και φυσικά ελάχιστα μας απασχολεί η δική μας βαθιά ανικανότητα να αντιληφθούμε την αλήθεια γύρω μας και να την αξιολογήσουμε χωρίς αυταπάτες. Αν συνέβαινε αυτό, θα ανησυχούσαμε περισσότερο για την εσωτερική μας ζωή και των παιδιών μας, από ό τι για την εμφάνιση μας και την κοινωνική μας προβολή και επιτυχία, θα μας ενοχλούσε  περισσότερο η χαμένη ηθική μας ακεραιότητα από ό τι η μειωμένη σωματική μας ευεξία.
Μόνο αποκαθιστώντας τη δική μας ψυχική ισορροπία, θα αποκτήσουμε τη δυνατότητα να απομυθοποιήσουμε όλα τα κακά που μας περιβάλλουν και θα μπορέσουμε να κοιτάζουμε στα μάτια τους άρρωστους, τους ανάπηρους, τους άθλιους αυτού του κόσμου, όπως τους κοίταζε ο Χριστός, με αγάπη. 

Η μέρα του σημαντικού αγώνα μπάσκετ κάποτε έφθασε, αλλά οι «καραφλούληδες» μας, έχασαν. Οι ελπίδες που είχαν στις ικανότητες του νέου φίλου τους Γιόργκε, αποδείχτηκαν μάταιες.
Ωστόσο δεν ήταν παρά ένας αγώνας μπάσκετ. Η ζωή συνεχίζεται. Όποιος έχει νοιώσει την πιθανότητα του θανάτου κοντά του, ξέρει πόση αξία έχει μόλις ξεπερνάς μια δυσκολία, να βλέπεις πως η ζωή συνεχίζεται.
Όλα κυλούν ομαλά και είναι το μόνο σημείο στην ταινία που θα μπορούσε κάποιος να υποβάλλει μια ένσταση. Ότι ο σκηνοθέτης επιδιώκει να ολοκληρώσει το μήνυμα του, επικεντρώνοντας μόνο στα καλά της ζωής στο Νοσοκομείο, στα θετικά στοιχεία της φιλίας, στην ξενοιασιά που μπορεί να αναπτυχθεί όταν υπάρχει θέληση. Αλλά την απάντηση τη δίνει και πάλι η ίδια η ταινία. Γιατί οι ηθοποιοί δεν υποδύονται τους ρόλους τους., «είναι» παιδιά ανάπηρα, χωρίς πόδια, καθηλωμένα στα καροτσάκια τους, που όμως μπόρεσαν να δουν αυτό που εμείς ακόμα δυσκολευόμαστε να δεχθούμε. Ότι η φυσική κατάσταση και ο προσδόκιμος χρόνος επιβίωσης, είναι παράγοντες δευτερεύοντες στο τι βιώνει εσωτερικά ο άνθρωπος στη ζωή του..

Ο αγώνας τελείωσε, το γυμναστήριο άλλαξε όψη, ένα χορευτικό κέντρο με ορχήστρα είναι στη διάθεση των παιδιών. Τα φώτα χαμήλωσαν, όλοι αισθάνονται χαρούμενοι. Μουσική, χορός, τραγούδι, όλα είναι στη ζωή. Δεν υπάρχουν διαστάσεις δυστυχίας και ευημερίας. Είναι η ίδια ζωή για όλους Τα ίδια γεγονότα για όλους. Η διαφορά στο πως ζει ο καθένας, εξαρτάται από το πως ερμηνεύει στον εαυτό του τα γεγονότα αυτά. Ό τι έχει κανείς μέσα του, αυτό προβάλλει. Όποιος έχει στην καρδιά του αγάπη και ειρήνη, τα προβάλλει και στους γύρω του. Όποιος αισθάνεται μέσα του ελεύθερος, ποτέ δεν θα νοιώσει ανάπηρος, καθηλωμένος.   

Ο Γιόργκε, ο τέταρτος της παρέας, είχε έρθει στο νοσοκομείο για βιοψία.. Οι τρεις φίλοι τον δέχθηκαν κοντά τους, τον εντάξανε στην ομάδα τους, συμμετείχαν και ελάφρυναν την αγωνία του, του συμπαραστάθηκαν για να μάθει το αποτέλεσμα της εξέτασης, μοιράστηκαν τη χαρά μαζί του όταν πληροφορήθηκαν πως αυτό ήταν αρνητικό και από το παράθυρο του τέταρτου ορόφου που έβλεπε στο δρόμο, με ανάμικτα συναισθήματα, παρακολούθησαν την αποχώρηση του. Και τα τρία παιδιά, ίσως και όλοι οι θεατές την ίδια ώρα, περίμεναν τον Γιόργκε να γυρίσει προς το μέρος τους, να ρίξει μια τελευταία ματιά ψηλά, να κινήσει το χέρι του σε ένα νεύμα συμπαράστασης, φιλίας και αποχαιρετισμού. Όμως εκείνος, γεμάτος από τη χαρά του που «τη γλίτωσε», μπήκε με τους δικούς του στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ίσως αυτή ήταν η πιο πικρή σκηνή σε όλο το έργο.
Αν δεν ξεχνούσαμε τόσα πολλά και τόσο εύκολα, σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος. 


Μ. Ψ.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Shrink [“Εξομολογήσεις”, 2009]


                                     
 Εκείνο που χαρακτηρίζει ουσιαστικά την ποιότητα μιας ταινίας, είναι τα ίχνη που αφήνει το πέρασμα της στις ψυχές των θεατών. Τα ίχνη φυσικά αυτά είναι διαφορετικού βάθους και ποιότητας, ανάλογα με την ευαισθησία και την δεκτικότητα που διαθέτει ο θεατής και ανάλογα ακόμα με το πόσο σημαντικές χορδές της ζωής του έχουν αγγίξει. Και πάλι, δέχεται κανείς το αποτέλεσμα με μια αισθητική συνήθως αξιολόγηση για το «πόσο του άρεσε» το έργο, αποφεύγοντας έτσι να επισημάνει τα συνειδητά σημεία επηρεασμού του, μήπως βρεθεί στη συνέχεια αναγκασμένος να παραδεχθεί και την ύπαρξη των ασυνείδητων (και ενοχλητικών) πτυχών της προσωπικότητας του, που επίσης συμμετέχουν στην τελική  κρίση του.

Όλοι μας χωρίς εξαιρέσεις, έχουμε και την αθέατη πλευρά του εαυτού μας.
Αθέατη για μας και τους γύρω μας, προσβάσιμη όμως στους «ειδικούς» αναλυτές της ψυχής, που έχουν εξοικειωθεί στο να ερμηνεύουν ορισμένα σημεία και αντιδράσεις μας, ώστε να «βλέπουν» καθαρά τα κίνητρα που μας ωθούν ασυνείδητα, στην οποιαδήποτε συμβατή ή ακραία συμπεριφορά μας. Αυτό άλλωστε, είναι και το πρώτο βήμα στη διαδρομή μιας ψυχοθεραπείας. Ο ψυχαναλυτής είναι ο άνθρωπος που «μπορεί», αυτό που δεν μπορούμε εμείς για τον εαυτό μας, να δει δηλαδή τι κρύβεται «από την άλλη μεριά του τοίχου»!


 Η ταινία “Shrink” (όπου shrink στην Αμερική σημαίνει και ψυχαναλυτής), σε εξαιρετική σκηνοθεσία του Jonas Pate, κινείται πολύ διακριτικά γύρω από το θέμα της ψυχανάλυσης και καταγράφει σημαντικές αλήθειες, που τις πλαισιώνει ρεαλιστικά με τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής. Όμως οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι, με παρόμοια προβλήματα, με ανάλογες αδυναμίες ή επιδιώξεις και με ταυτόσημη αδιαφορία.            

Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Χένρι Κάρτερ [Kevin Spacey] ένας απόλυτα επιτυχημένος ψυχαναλυτής και συγγραφέας του Λος Άντζελες. Η ζωή του είναι ρυθμισμένη και τακτοποιημένη σε όλα της τα επίπεδα. Ωστόσο έρχεται η στιγμή να δει και ο ίδιος τη ζωή του να εκτυλίσσεται σαν ταινία, που την παρακολουθεί παθητικά. Αδυνατεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, να σταθεί όρθιος, να συνεχίσει με αυτοσεβασμό τη ζωή του. Ο θάνατος της γυναίκας του τον έχει αφήσει άδειο από ελπίδες και προσδοκίες.
 
   
Αναζητά τον εαυτό του αγνοώντας τον ταυτόχρονα, παραμερίζοντας τον, αδιαφορώντας ουσιαστικά γι’ αυτόν, σε μια μοναχική εμμονή φυγής. Σωματικά συνεχίζει τις δραστηριότητες του, περιμένοντας ίσως τον χρόνο να απαλύνει τη συναισθηματική του φόρτιση, το πνεύμα του ωστόσο «ταξιδεύει» συχνά στις ψευδαισθήσεις του αλκοόλ και των ναρκωτικών ουσιών, που του χαρίζουν κάποιες προσωρινές αποδράσεις. Το ρήγμα στο προστατευτικό τείχος του δικού του ασυνείδητου κόσμου είναι γεγονός, όπως και η αδυναμία του να αποδεχτεί τα γεγονότα. Οι φίλοι του ανησυχούν για την παθητικότητα και την αδράνεια του, τον προτρέπουν να συνεχίσει το δρόμο του στη ζωή με νέες προοπτικές, όμως ο ίδιος προβάλλει το δικαίωμα του να πενθήσει με όποιον τρόπο εκείνος νομίζει και για όσο χρόνο του χρειασθεί, την απώλεια της γυναίκας του.

Το πένθος είναι μια απαραίτητη διαδικασία μετά από κάθε απώλεια, που αποφορτίζει και εξισορροπεί τον ψυχισμό μας. Ταυτόχρονα είναι και η καταλληλότερη περίοδος επανεκτίμησης του παρελθόντος και ανάλογου επανασχεδιασμού του μέλλοντος. Ωστόσο ζωή, είναι το σήμερα. Οι αναμνήσεις και οι προοπτικές δεν αντικατοπτρίζουν τις ενέργειες μας. Η φυγή δεν είναι πένθος, ο διασκορπισμός δεν θα οικοδομήσει ανασυγκρότηση, ο θάνατος χωρίς σπόρο ζωής δεν θα φέρει ανάσταση. Η άρνηση, η άβουλη ακολουθία των παρορμήσεων, η φοβισμένη φυγή προς το μάταιο, δεν έχουν τη δυνατότητα να καρποφορήσουν αναγέννηση.
Ο Κάρτερ είχε μια σημαντική απώλεια στη ζωή του. Σε τι συνίσταται όμως αυτή η απώλεια; Στη ματαίωση των προσδοκιών του; Στην έλλειψη της αγάπης, της στοργής, του πάθους, της εξάρτησης ίσως που είχε εγκατασταθεί σιγά-σιγά, του εφησυχασμού της συνήθειας που φέρνει ο χρόνος; Είχε δοθεί τόσο απόλυτα στη σχέση με τη γυναίκα του, όπως δίνεται και δένεται κάποιος με τη δουλειά του, την επιστήμη του, με προσφιλείς δραστηριότητες, με μια ιδεολογία, όταν μόνο κάποιο από αυτά δίνει νόημα στη ζωή του; Μήπως είχε υπάρξει πραγματικά τόση αγάπη ανάμεσα τους, που τώρα η μοναξιά δεν αντέχεται, αφού τα αισθήματα του παραμένουν μουδιασμένα και μετέωρα στο κενό;

Η αλήθεια είναι πως η γυναίκα του Κάρτερ αυτοκτόνησε. Η απόγνωση, η ψυχική απομάκρυνση από τον σύζυγο της, η έλλειψη παιδιών, η κατάθλιψη, αδιάφορο τι ακριβώς από τα παραπάνω, την ώθησαν να δώσει τέρμα στη ζωή της. Και ο «ειδικός» σ’ αυτά σύζυγος της, με αλλοιωμένη, με «συρρικνωμένη» την προσωπικότητα του, ήταν ουσιαστικά «απών» όλο το προηγούμενο διάστημα. Δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Ή δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε να είχε δώσει.
Στον εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό του, που μοιραία δεν μπορεί να τον αποφύγει και παρά τα επιχειρήματα που προβάλλει με τις εκλογικεύσεις του, νοιώθει εκτεθειμένος, ηττημένος, ένοχος. Όμως όταν δεν υπάρχει αγάπη, όλα τα οικοδομήματα που κάποτε μπορεί να υπερηφανευθήκαμε γι’ αυτά, καταρρέουν. Τώρα είναι αργά για να επανορθώσει. Η αγάπη πρέπει να δίνεται στην ώρα της. Εκείνος άφησε την ευκαιρία του να περάσει. Τι άλλο του απομένει από τη φυγή, από το ταξίδι στη λήθη;
 

Το τι υπάρχει μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου ωστόσο, μόνο ο Θεός το γνωρίζει. Μόνο Εκείνος θα κρίνει αν η μετάνοια στο εξομολογητήριο είναι ειλικρινέστερη από το βίωμα της έσχατης εξαθλίωσης στην αυτοτιμωρία του αλκοόλ και των ναρκωτικών. Έστω και αν ο Χένρι Κάρτερ παραδόθηκε με μεγάλη ευκολία στις σειρήνες του Λος Άντζελες (τις οποιεσδήποτε σειρήνες, του οποιουδήποτε τόπου), ίσως διατήρησε βαθιά στην καρδιά του τον σπόρο της μετάνοιας. Κι’ όσο κρυφή κι’ αν είναι αυτή, ο Θεός γνωρίζει την ύπαρξη της.
Ο πατέρας του, ψυχαναλυτής και ο ίδιος, σαν τύπος του Θεού-πατέρα και γνώστη των ψυχών μας, του ανοίγει τον δρόμο προς την επιστροφή, προς τη σωτηρία. Του αναθέτει την ψυχοθεραπεία της Τζέμμα.

Η Τζέμμα [Keke Palmer], είναι η ίδια περίπτωση με τον Κάρτερ, σε ακριβώς αντίθετη έκδοση. Νεαρή μαθήτρια, μαύρη, γεμάτη ανασφάλειες, χαμένη μέσα στην ανωνυμία του κόσμου της. Συγχρόνως, φορτωμένη με ενοχές για την αυτοκτονία της μητέρας της, τόσο που φοβάται να διαβάσει το τελευταίο γράμμα που της άφησε εκείνη. Αν την κατηγορεί για την απόφαση που πήρε, πως θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή της η ίδια;
Με παραπομπή σε ψυχίατρο από το σχολείο της, αρχίζουν με τον Κάρτερ τις θεραπευτικές συνεδρίες. Θεωρούν και δύο μάταιες τις διαδικασίες αυτές, αλλά δεν μπορούν να τις αποφύγουν. Ίσως η αναγκαστική συμμετοχή στην κοινή δραστηριότητα που αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο, της δίνει την αίσθηση κάποιας οικειότητας, που στη συνέχεια την οπλίζει με το θάρρος να ζητήσει από τον Κάρτερ να διαβάσει εκείνος το γράμμα της μαμάς της. Κάποτε θα έπρεπε να μάθει αν την κατηγορεί. Ο Κάρτερ είναι εκείνος που μπορεί να τη βοηθήσει. Αξιόπιστος, αρμόδιος, αδιάφορος, δεν θα βρει καταλληλότερο απ’ αυτόν.

Ενώ ο ψυχαναλυτής ξεδιπλώνει το γράμμα και η Τζέμμα περιμένει να μάθει το περιεχόμενο, η φόρτιση της αυξάνεται κατακόρυφα. Όταν εκείνος τελειώνει το διάβασμα και τη διαβεβαιώνει πως η μητέρα της δεν αναφέρεται στις αιτίες που την οδήγησαν στην απόφαση της, ισοπεδωμένη από την ένταση, ξεσπά σε κλάμα ανακούφισης και πένθους.
Μπροστά στα μάτια του Κάρτερ, ένα κορίτσι θρηνεί τον χαμό της μητέρας του, όπως εκείνος δεν μπόρεσε να θρηνήσει ακόμα τη γυναίκα του. Η ανάγκη της ανθρώπινης συμπαράστασης καταργεί τους ρόλους τους. Οι ψυχαναλυτικοί κανόνες παύουν να ισχύουν. Μέσα του θρηνεί και ο ίδιος για τη μητέρα της Τζέμμα και συγχρόνως για τη γυναίκα του, σαν να ήταν το ίδιο πρόσωπο, σαν να ήταν η Τζέμμα η κόρη του, που δεν αξιώθηκε να αποκτήσει. Αυθόρμητα την αγκαλιάζει. Το κλάμα σε μια ζεστή πατρική αγκαλιά είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ, ούτε από την κόρη, ούτε από τον πατέρα.    

Όταν η προσωπική επαφή παραμερίζει την επιστημονική προσέγγιση, μια τόσο μικρή κίνηση, πλαισιωμένη όμως με αγάπη, είναι αρκετή για να πάρουν οι ζωές του Κάρτερ και της Τζέμμα, μια καινούρια τροπή. Όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει και η χάρη του Θεού. Και όπου δίνει ο Θεός τις ευκαιρίες του, όλα τα καλά στοιχεία των ανθρώπων αναπτύσσονται και αποδίδουν καρπούς. Ο ατομικισμός κρατά φυλακισμένες τις ανθρώπινες δυνατότητες. Αντίθετα το άνοιγμα της ψυχής στους άλλους, το δόσιμο αγάπης χωρίς υστεροβουλία, η συμμετοχή χωρίς επιφυλάξεις, έλκουν την ευλογία του Θεού.
Η δημιουργική βούληση ενός νεαρού σεναριογράφου, θα δώσει νέα πνοή στην ταινία και θα ολοκληρώσει τη λύτρωση του Κάρτερ και της Τζέμμα, μέσα στη μυστική πνευματική συγγένεια που τους οδήγησε ο κοινός πόνος.
Το Λος Άντζελες, η σκληρή πόλη του ανταγωνισμού, του συμβιβασμού και των εντυπώσεων, δείχνει κάποιες στιγμές το αγγελικό του χαμόγελο.

Μ. Ψ.

 

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

HAEVNEN (2010)


  Δύο παράλληλες ιστορίες, με κοινό πρωταγωνιστή, μία στην σπαρασσόμενη από εμφυλίους και αρρώστιες Αφρική και μία στην ευημερούσα και πνιγμάνη στην κατάθλιψη Δανία, όπου η βία λειτουργεί υπόγεια. Μία σπουδαία σκηνοθέτις, η Susanne Bier, πολύ αγαπητή μας ήδη από τις εξαιρετικές και βραβευμένες ταινίες Open Hearts (2002), Brothers (2004), After the Wedding (2006), Things we lost in fire (2007) και βέβαια την ταινία που παρουσιάζουμε,  το Haevnen (Αγγλικός τίτλος In a better world,  ελληνικός, Ίσως αύριο), το οποίο δικαίως  πήρε Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 2010. Μαζί, ένα θαυμάσιο κάστ με τον Mikael Persbrandt, Ulrich Thomsen (Brothers, Arven, Adams Applen), Τrine Dyrholm (DeUsynlige), μαζι με δύο εξαιρετικά σέ απόδοση παιδιά.

 

 ο καλογραμμένο σενάριο από τον "πολύ" Anders Thomas Jensen (43 σενάρια), σκηνοθέτη 6 ταινιών, μεταξύ των οποίων "Τα μήλα του Αδάμ" αι το "Μετά τον Γάμο", η θαυμάσια φωτογραφία και η μουσική επένδυση συμπληρώνουν ένα όμορφο δημιούργημα που ανεβάζει ακόμα περισσότερο την Bier στην εκτίμησή μας. Ο Δανέζικος κινηματογράφος που δικαίως είναι στις δόξες του  μετά από τόσες καλές ταινίες τα τελευταία χρόνια, μας κάνει να μελαγχολούμε λίγο. Γιατί η Δανία των 4.000.000. κατοίκων έχει παραγωγή καλού και συνάμα ανθρωποκεντρικού κινηματογράφου, ενώ στην Ελλάδα όπου δόθηκαν τόσα πολλά χρήματα από το Κέντρο κινηματογράφου, προχωρήσαμε από τις ταινίες που "οδηγήσαν μια γενιά στα πιό βαθιά χασμουρητά" όπως λέει ο Σαββόπουλος, στις σεξοκωμωδίες τα τελευταία χρόνια; Την απάντηση την ξέρουμε, γιατί την βλέπουμε καθημερινά γύρω μας...


ΥΓ: Μην δώσετε σημασία σε κάτι διαδικτυακές κριτικές που μιλούν για εμπορική ταινία. Αγνοήστε της επιδεικτικά...


Τρίτη 31 Μαΐου 2011

DeUsynlige (2008)

 
 
Το DeUsynlige (Troubled water, 2008), είναι μια ταινία με δυνατό σασπένς και συνάμα  θεολογικό προβληματισμό. Ο Νορβηγός σκηνοθέτης Eric Poppe σε συνεργασία μέ τον συγγραφέα καί σεναριογράφο Harald Rosenlow - Eeg, δημιούργησαν μία συγκλονιστική ταινία. Πρωταγωνιστούν, ο Pal Sverre Hagen, η Ellen Peterson και η σπουδαία Σουηδή ηθοποιός Trine Dyrholm (είχε τον πρώτο ρόλο στο Haevnen που κέρδισε φέτος το Όσκαρ ξενόγλωσσης τιaνίας και το οποίο θα παρουσιάσουμε σύντομα). 

Τό θέμα: Μετά από 12 χρόνια στην φυλακή για τον μυστηριώδη φόνο ενός παιδιού, o μουσικός Jan Thomas αποφυλακίζεται λόγω καλής διαγωγής και ο ιερέας της φυλακής τον συστήνει για οργανίστα σε μία ενορία της πόλης. Εκεί ο καλός πάστορας θα τον προσλάβει και θα τον βοηθήσει, παρά το παρελθόν του και θα προσπαθήσει να του δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στην ζωή και  να τον οδηγήσει στην μετάνοια. Στό ναό υπηρετεί και μία νεαρή παστόρισσα, αναγεννημένη Χριστιανή και ανύπαντρη μητέρα πού το μικρό της παιδάκι συμπαθεί ιδιαίτερα τον μουσικό. Κυνηγημένος από τις τύψεις του θα δεθεί με το παιδί και θα συμπαθήσει την παστόρισσα. 
΄Ομως, οι γονείς του δολοφονημένου παιδιού θα μάθουν πως ο φονιάς αποφυλακίστηκε και εργάζεται στην Εκκλησία και θα προσπαθήσουν να πείσουν τον ιερέα να τον διώξει, αλλά και να μάθουν πως πέθανε το παιδί τους. Η εξέλιξη της ταινίας είναι συναρπαστική και ο τρόπος που το μοντάζ τεμαχίζει χρονικά την αφήγηση μας δημιουργεί πρόσθετη ένταση. Μέχρι το σπουδαίο φινάλε, το δράμα κορυφώνεται και το ερώτημα για το αν μπορεί να μετανοήσει ο άνθρωπος, και βέβαια να συγχωρήσει, βρίσκει την απάντησή του. Ένα ακόμα θετικό της ταινίας, είναι η σπουδαία μουσική που συνοδεύει την εικόνα. Δεν υπάρχει στα βιντεοκλάμπ, αλλά ξέρετε που θα την βρείτε. Αξίζει να ψάξετε...

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Doubt [Αμφιβολία, Η. Π. Α. – 2008]

Το " Doubt"  προβλήθηκε στην Ελλάδα πριν 3 χρόνια με επιτυχία. 
 Την υπενθυμίζουμε με μια αναλυτική κριτική που διαβάζεται με ενδιαφέρον,
ακόμα κι αν δεν έχετε δει την ταινία.

Ευχαριστούμε ακόμα μία φορά τον ψυχίατρο - φιλμοκριτικό(!)
αδελφό μας Μ.Ψ. για την συνεργασία του...

 Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου και  πολυβραβευμένου θεατρικού έργου του John Patrick Shanley [με βραβείο Pulitzer και έξι ακόμα διακρίσεις], που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Αμερική. Ο ίδιος ο συγγραφέας, δούλεψε επάξια το σενάριο και σκηνοθέτησε την ταινία.

 
Η θεατρική ατμόσφαιρα που περιβάλλει το έργο και οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, εισδύουν αθόρυβα στη συνείδηση του θεατή που απολαμβάνει τις συγκινησιακές δονήσεις των κύριων προσώπων του [τέσσερις υποψηφιότητες για Oscar] τόσο, όσο και την ταυτόχρονη αντήχηση που προκαλούν αυτές στην ψυχή του.
Τα πρόσωπα που δεν εκφράζουν πάντοτε τις πραγματικές θέσεις τους, τα ερωτηματικά που ακολουθούν μοιραία τις αβάσιμες ή όχι υποψίες και παραμένουν μετέωρα, οι απαντήσεις που δεν δίνονται ποτέ και πάνω απ’ όλα τα ψυχολογικά δυναμικά που ασυνείδητα προσδιορίζουν τις πράξεις, αποτελούν πρόκληση για προσέγγιση.

Το 1964, στο καθολικό σχολείο του Αγίου Νικολάου στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, εγγράφεται για πρώτη φορά ένας μαύρος μαθητής, ο Ντόναλντ Μίλερ. Το απλό αυτό γεγονός και η φιλική αντιμετώπιση του ιερέα Φλιν [Philip Seymour Hoffman] στο παιδί (που αισθάνεται εχθρικό το νέο του περιβάλλον και έχει ανάγκη τη διακριτική στοργή του ιερέα για να προσαρμοστεί), δίνει την ευκαιρία στη Διευθύντρια του σχολείου, την αυστηρή Αδελφή Αλοΐσιους [Meryl Streep] να αντιτεθεί στις παιδαγωγικές και ποιμαντικές απόψεις του ιερέα, επικεντρώνοντας την καχυποψία της στη σχέση του αυτή με τον μαθητή και να επιδιώξει την απομάκρυνση του από το σχολείο και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου.

 
Στην τάξη του Ντόναλντ διδάσκει η απλή και ευσυνείδητη νεαρή μοναχή Αδελφή Τζέιμς [Amy Adams], που με τη διάφανη ηρεμία της προσφέρει στους μικρούς μαθητές της πολλά περισσότερα, πέρα από τις γνώσεις των μαθημάτων τους.  
Τόσο το σχολείο όσο κυρίως η νεαρή δασκάλα, είναι βιωματικές εικόνες του συγγραφέα, απ’ όταν σαν εξάχρονο παιδάκι πήγαινε στο σχολείο του Αγίου Αντωνίου στο Μπρονξ και είχε σαν πρώτη του δασκάλα μια μοναχή, το πρότυπο της Αδελφής Τζέιμς. Βαθιά επηρεασμένος από τη γαλήνια προσωπικότητα της δασκάλας του, πολλά χρόνια αργότερα τη μεταφέρει αυτούσια όπως την είχε εισπράξει, στο θεατρικό του έργο και στο σενάριο της ταινίας.
Τα παιδιά διαθέτουν ειδικό κριτικό αισθητήριο και ηθική καθαρή, ανεπηρέαστη από σκοπιμότητα, ορθολογισμό και συμβιβασμούς. Δεν κρίνουν το κακό γύρω τους γιατί δεν έχουν τα ίδια κακία. Επειδή είναι αθώα, αναγνωρίζουν αμέσως την αθωότητα. Κρίνουν κι’ εκτιμούν με τον τρόπο τους κάθε τι καλό, ζεσταίνονται από την τρυφερότητα, κοινωνούν με την αμεσότητα της αγάπης. Μπορούν να δουν πράγματα που οι έμπειροι μεγάλοι δεν βλέπουν και μια καλή δασκάλα με την παρουσία της, το παράδειγμα της και τον λόγο της μπορεί να μεταδώσει στους μαθητές της την ικανότητα να διατηρήσουν ζωντανή στην καρδιά τους την παιδικότητα τους, ώστε να αναγνωρίζουν σε όλη τους τη ζωή, όπου και όποτε τις συναντήσουν, την αθωότητα και την αγάπη. 


 Η Αδελφή Αλοΐσιους ωστόσο, δεν θυμάται να υπήρξε ποτέ παιδί. Στο χαρακτήρα της Αδελφής Τζέιμς διακρίνει μόνο απειρία και ευπιστία, στοιχεία που με κατάλληλους χειρισμούς μπορούν να της φανούν χρήσιμα για τους σκοπούς της, τη διατήρηση σκληρής πειθαρχίας στο σχολείο και την παρακολούθηση των κινήσεων του πατέρα Φλιν. Έτσι, μια απλή αναφορά της Αδελφής Τζέιμς στην ιδιαίτερη αντιμετώπιση που έχει ο μικρός Ντόναλντ από τον ιερέα και μια δεύτερη πληροφορία χωρίς ουσία επίσης, αποτελούν για την Αδελφή Αλοΐσιους τη μοιραία, απαραίτητη μαρτυρία για να τον κατηγορήσει ανοικτά και να ζητήσει την αποπομπή του.
Η έκφραση του λόγου, έχει τη δύναμη να δίνει νόημα στις λέξεις και μορφή στα νοήματα, μπορεί όμως να δώσει και υπόσταση στις υποψίες.  
Χωρίς καμιά απόδειξη ή έστω κάποιες σοβαρές ενδείξεις που ίσως θα στήριζαν μια τόσο σοβαρή κατηγορία, ο πατέρας Φλιν καλείται να σηκώσει το βάρος της δοκιμασίας του.
Ο συνειδητοποιημένος ιερέας δεν καταφέρεται εναντίον εκείνων που τον κατηγορούν άδικα, αλλά στρέφεται προς τον Κύριο και με αγώνα εσωτερικό δίνει μάχη ταπείνωσης. Σχεδόν πάντοτε ο ιερέας κρίνεται αυστηρά από τον κόσμο και ιδιαίτερα όταν δεν αντιδρά με την αναμενόμενη (λόγω του σχήματος του) συμπεριφορά. Κι’ αυτό συμβαίνει ίσως, γιατί ο κόσμος επιζητά το πρότυπο στη ζωή του και θέλει τον ιερέα του εμπνευσμένο, ανεπίληπτο, άγιο.
Απόλυτο έλεγχο των πράξεων και των αντιδράσεων του όμως, είχε μόνο ο Χριστός. Και όσο περισσότερο ο καλός ποιμένας ακολουθεί  το παράδειγμα του Χριστού, τόσο πιο βασανιστικά και επιτακτικά προσπαθεί ο διάβολος, να τον παρασύρει δόλια σε συνήθειες και επιθυμίες ή να τον κάμει στόχο κριτικής.
Ο κόσμος εύκολα κρίνει, συγκρίνει και κατακρίνει, αλλά δικαίωμα κρίσεως έχει μόνο ο αναμάρτητος, όχι ο συγκριτικά «καλύτερος» και μάλιστα με εκτίμηση του ιδίου. Οπωσδήποτε σε μια προσωπική σχέση με τον Θεό, δεν μπορεί να υπεισέλθει κανένας τρίτος και ο πατέρας Φλιν, αφήνεται με εμπιστοσύνη στα χέρια Του.


 Ανάλογη εμπιστοσύνη δείχνει για τα προβλήματα της και η μητέρα του μικρού μαθητή Ντόναλντ. Η Viola Davis με την ειλικρίνεια που εκπέμπει στο μικρό ρόλο της, χρωματίζει με συνταρακτική ένταση τη διαφορά ύφους της αγωνίστριας έγχρωμης μάνας στη σκληρή κοινωνία του Μπρονξ, από την αινιγματική Μοναχή-Διευθύντρια του ήρεμου και προστατευμένου περιβάλλοντος του σχολείου.
Η κυρία Μίλερ, γνωρίζει καλά τη θέση της και τις δυνατότητες της. Έχοντας έναν επίσης σκληρό σύζυγο, δέχεται με ευγνωμοσύνη την πατρική στοργή και στήριξη που παρέχει στο γιο της ο ιερέας.
Αρνείται να συνακολουθήσει την καχυποψία της Αδελφής. Μέσα από την καθημερινή κοινωνική πάλη της, διαμόρφωσε χαρακτήρα με σταθερότητα, μετριοπάθεια και ρεαλισμό.  
Και όταν ακόμα η στάση μας παρερμηνεύεται σαν αδιαφορία ή ηθική έκπτωση, οφείλουμε να είμαστε συνεπείς στον εαυτό μας και στις αξίες που πιστεύουμε.


 Η αδελφή Αλοΐσιους θα επιδιώξει κι’ εκείνη να είναι συνεπής με τον εαυτό της. Περιχαρακωμένη στα πλαίσια του μοναχισμού και στη Διεύθυνση του Σχολείου, έχοντας αφιερώσει τη ζωή της  στον Θεό μόλις έμεινε χήρα, κατέφυγε για ασφάλεια στην κάλυψη που της παρείχε ο αυστηρός συντηρητισμός της. Ωστόσο ο εχθρός που την απειλούσε, παρέμεινε μέσα στα τείχη που εκείνη είχε υψώσει. Ο εαυτός της, άγνωστος, ανώριμος και απαιτητικός.
Η ανάγκη της για να ελέγχει τους πάντες γύρω της, δείχνει πόσο ευάλωτη και ανασφαλής ένοιωθε. Είχε ανάγκη την επιδοκιμασία του πατέρα Φλιν, αλλά εκείνος την αγνόησε. Οι διαφορετικές μέθοδοι του ιερέα που απέρριπταν τους δικούς της κανόνες, απετέλεσαν προσωπική απόρριψη και προς την ίδια.
Όχι, εκείνη δεν ζητά, παίρνει αυτό που θέλει και έχει καθήκον να διατηρήσει με κάθε τρόπο, ακέραια την πειθαρχία και την ηθική στο σχολείο της.
Όμως δεν είναι η προσήλωση της στο καθήκον που την ωθεί στην αστήρικτη βεβαιότητα της για την ενοχή του ιερέα, ούτε η ηθική τάξη που προασπίζεται με σθένος απέναντι στη διαφθορά που την περιβάλλει, που την αναγκάζουν να χρησιμοποιεί ανορθόδοξους τρόπους και ψέματα για να εκμαιεύσει ενοχοποιητικά στοιχεία.       Το υπερβολικό μένος της εναντίον του ιερέα Φλιν, έχει βαθύτερα προσωπικά κίνητρα. Μπορεί η αδιαφορία του να την έθιγε, αλλά η σχέση του με το παιδί, που εξηγεί απόλυτα την αδιάφορη στάση του απέναντι της, την εξοργίζει.
Είναι η κραυγή του πληγωμένου γυναικείου της εγωισμού, η πικρή ματαίωση των απύθμενων συναισθηματικών αναγκών της που την οπλίζουν με θυμό και την  τυφλώνουν.

Η ανήλεη εκδίκηση της Αδελφής Αλοΐσιους ολοκληρώνεται με την απομάκρυνση του πατέρα Φλιν. Όταν όλα πια έχουν τελειώσει, η ευαισθησία της αδελφής Τζέιμς την συναντά μόνη, στη σκιά του εαυτού της, στο μισοσκόταδο των ενεργειών της.
Πέτυχε τον σκοπό της, έδιωξε μακριά τον ενοχλητικό ιερέα, όμως δεν νοιώθει ικανοποιημένη. Οι αποδέκτες της καταγγελίας της τον δικαίωσαν ουσιαστικά με ευνοϊκή μετάθεση, η αδελφή Τζέιμς τον υποστηρίζει πάντοτε, ακόμα και η κυρία Μίλερ δεν δέχθηκε να στραφεί εναντίον του.
Βαθιά μέσα της βιώνει μοναξιά, απογοήτευση, απώλεια. Αν και αρνείται να δεχθεί το πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτήν η παρουσία του, τώρα της λείπει βασανιστικά, τραγικά, της λείπει ακόμα και η αδιαφορία του που την σκότωνε.
Τι της συμβαίνει τάχα;  Έχει οδηγηθεί σε ένα αδιέξοδο. Μήπως το κενό που αισθάνεται οφείλεται τελικά στο βάρος της δικής της ενοχής; Μήπως όλοι οι άλλοι έκριναν σωστότερα από εκείνη που βιάστηκε να τον καταδικάσει, μήπως πραγματικά δεν ήταν ένοχος;
Στο απόλυτο χάος που επικρατεί μέσα της, το μόνο που αντέχει να συνειδητοποιήσει καθαρά, είναι η αμφιβολία. . .

Ίσως τώρα θα έχει την ευκαιρία να καταφύγει ουσιαστικότερα στον Θεό, για να καλύψει με την αγαθή οικονομία Του το τεράστιο κενό στην ψυχή της, να στραφεί στην αγάπη του Ιησού για να γλυκάνει η οδύνη στην καρδιά της, να πληρωθεί Πνεύματος για να ηρεμήσει το ταραγμένο πνεύμα της.


Μ. Ψ.


Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

King’s Speech [Ο Λόγος του Βασιλιά – 2010]

 

Ο “Λόγος του Βασιλιά”, μετά και την απονομή των βραβείων Oscar του 2011, θεωρείται η πιο αξιόλογη ταινία της περσινής χρονιάς. Απέσπασε ήδη περί τις 20 τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων τέσσερα από τα σημαντικότερα Oscar, Καλύτερης Ταινίας του 2010, Πρωτότυπου Σεναρίου [David Seidler], Σκηνοθεσίας [Τom Hooper] και Α΄ Ανδρικού Ρόλου [Colin Firth]. 


 Η υπόθεση της ταινίας αφορά στον πρίγκιπα και δούκα της Υόρκης Αλβέρτο (Albert Frederick Arthur George, 1895 –1952) και μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο ΣΤ΄ και στις σκληρές προσπάθειες που κατέβαλε για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα βατταρισμού (τραύλισμα) που είχε στην ομιλία του. Ωστόσο τα γεγονότα αποκτούν νόημα, σε συνάρτηση με τις αιτίες που τα προκαλούν, με τις καθοριστικές λεπτομέρειες που τα διαμορφώνουν και με τις μεταβολές που τελικά επιφέρουν.  
 
Ο δρόμος του Καθήκοντος ποτέ δεν είναι εύκολος, αλλά ανταμείβει τους κόπους με αισθήματα ικανοποίησης και εσωτερικής ειρήνης. Είναι όμως αυτά αρκετά για να διώξουν τον φόβο και την αγωνία από τις σκοτεινές πτυχές της ψυχής, να χαλαρώσουν τον βρόγχο που σφίγγει τον λαιμό και πνίγει τη φωνή;

 
Έχοντας ένα εξαιρετικό σενάριο που προσεγγίζει σε βάθος την ουσία των γεγονότων, ο Τom Hooper σκηνοθετεί με δεξιοτεχνία και οι Colin Firth, Πρίγκιπας Αλβέρτος - Βασιλιάς Γεώργιος ο ΣΤ΄ και Geoffrey Rush σαν θεραπευτής Λάιονελ Λογκ, μας καταστούν κοινωνούς των νοημάτων μιας σπουδαίας ταινίας.

Όταν το 1936 απεβίωσε ο Βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος ο Ε΄ και εγγονός της βασίλισσας Βικτωρίας, τον διαδέχθηκε στο Θρόνο ο γιος του Εδουάρδος (ο Η΄), ο οποίος μετά από λίγους μήνες παραιτήθηκε, ώστε να παντρευτεί την Αμερικανίδα (και διαζευγμένη δύο φορές) Γουόλις Σίμσον, αφού ο γάμος αυτός δεν ήταν αποδεκτός από το βασιλικό πρωτόκολλο. Μετά την παραίτηση του Εδουάρδου, ήρθε η σειρά του δευτερότοκου πρίγκιπα Αλβέρτου να τον διαδεχθεί. 
Ο Αλβέρτος, τέσσερα χρόνια νεώτερος από τον αδελφό του, βρέθηκε αναγκασμένος να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ενός εξουσιαστικού περιβάλλοντος, που εκπροσωπούσε την αυστηρή βασιλική εθιμοτυπία. Του ίδιου περιβάλλοντος, από το οποίο επέτυχε να ξεφύγει ο αδελφός του με την επιλογή μιας συζύγου ακατάλληλης για βασίλισσα, ενώ σ’ εκείνον είχε επιφέρει τη διαταραχή στην ομιλία.
Η ψυχοτραυματική απόπειρα να εκφωνήσει λόγο στο κατάμεστο από πλήθος στάδιο του Wembley, αντίστοιχη με το να τον ρίξουν απότομα στα βαθιά νερά για να αναγκασθεί να κολυμπήσει, σαν μια δραματική εμπειρία, επιβάρυνε απλώς την κατάσταση του.
Εντούτοις ο Μπέρτι όταν χρειάστηκε, επέλεξε να πράξει το καθήκον του με γενναιότητα. Μετά τον θάνατο του Βασιλέα-πατέρα του και την απρόσμενη παραίτηση από τον Θρόνο του αδελφού του, ένα δεύτερο συνεχόμενο σκάνδαλο στη Βασιλική Οικογένεια, θα είχε σε όλο το Έθνους δυσάρεστες επιπτώσεις.

Ήδη ο πρίκιπας είχε αποφασίσει να αντιμετωπίσει με κάποιον ειδικό το πρόβλημα του.
Ο Λάιονελ Λογκ, ο ιδιόρρυθμος λογοθεραπευτής από την Αυστραλία, αν και δεν ήταν γιατρός, είχε τη διορατικότητα και την ευαισθησία να αντιληφθεί τι κρύβεται συχνά πίσω από τέτοιες δυσλειτουργίες και διέθετε την ψυχοθεραπευτική ικανότητα να δημιουργεί με τους θεραπευόμενους του σχέσεις εμπιστοσύνης.
Ο Άλμπερτ όμως δεν ήταν ένας συνηθισμένος ασθενής. Δεν του ήταν επιτρεπτό να συζητήσει τους πιθανούς λόγους που τον έφεραν στη μειονεκτική αυτή κατάσταση, να τους κατανοήσει και να ελευθερωθεί από το πρόβλημα του. Άλλωστε ποτέ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Στην περίπτωση του πρίγκιπα της Υόρκης, πολύ περισσότερο.
Τα ψυχολογικά τραύματα ενός παιδιού, ο φόβος της εξουσίας που βιώνει στο πρόσωπο ενός αυστηρού πατέρα, η απειλή που πλανάται σε ένα ιδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον, ακόμα και η συνηθισμένη στον απλό κόσμο δημόσια έκφραση συναισθημάτων, δεν αρμόζουν στη ζωή των Ανακτόρων και στον κύκλο αριστοκρατίας που τα περιβάλλει. Η οποιαδήποτε θεραπεία ήταν απαραίτητο να εφαρμοσθεί αποκλειστικά σε σωματικό (οργανικό) επίπεδο.  
Στο πλησίασμα των ανθρώπων για βοήθεια, δεν αρκεί η καλή διάθεση ούτε οι κατάλληλες γνώσεις. Είναι απαραίτητη η πλαστικότητα στην προσπέλαση της ψυχής τους, με ανάλογη διακριτικότητα και σεβασμό στις αντιστάσεις που προβάλλουν.   
  
Μέσα από πολύωρες και εξουθενωτικές μεθόδους για βελτίωση της άρθρωσης λόγου, που θα αποτελούσαν το άλλοθι για τη συνέχιση της θεραπείας, θα έπρεπε να αναπτυχθεί αίσθηση συντροφικότητας και ασφάλειας, ισότιμης κοινωνίας. Θα έπρεπε να οικοδομηθεί ανάμεσα τους, μια ειλικρινής σχέση εμπιστοσύνης, που δεν θα προσδιοριζόταν με λόγια, μια αμοιβαιότητα αισθημάτων απαλλαγμένη από άτοπους συναισθηματισμούς.  

Κάποια στιγμή η ζωή αλλάζει για όλους. Οι προσπάθειες φέρνουν νέες καταστάσεις, πλουσιότερες εμπειρίες, νέους στόχους και ευθύνες. Ο πρίγκιπας στέφεται βασιλιάς. Επιλέγει το όνομα του πατέρα του για να βασιλεύσει, να συμφιλιωθεί με το παρελθόν του. Είναι ένα πρώτο βήμα, να αμβλύνει τη στάση άμυνας που τον καταδυναστεύει.  
Όταν κάποιος κύκλος κλείνει, δεν πρέπει να κοιτάμε πίσω, οφείλουμε με συνέπεια στον εαυτό μας να δημιουργούμε νέα, καλύτερα πρότυπα.
Ο Βασιλέας Γεώργιος ο ΣΤ΄ έχει την ευκαιρία να γίνει ο εκφραστής της ενότητας του Έθνους, ο εγγυητής της ισχύος του. Με την επιμονή που τον διακρίνει, πιστεύει ότι θα γίνει και η φωνή του Έθνους του.


Ο Λάιονελ Λογκ όμως, βλέπει μακρύτερα από τον Βασιλέα. Σε κάθε ευκαιρία, τον σηματοδοτεί για την αναγκαιότητα μιας αξιόπιστης φιλικής διαπροσωπικής σχέσης στην κοινή τους προσπάθεια.
Η Αγάπη που διαποτίζει τη φιλία, τον σεβασμό, τη συνέπεια, τον καλό αγώνα, την καρδιά και το βλέμμα, θα υπερκεράσει τις αρνητικές μαθήσεις του Μπέρτι, θα καταργήσει τις αξιοπρεπείς αποστάσεις ασφαλείας του, θα εξασθενίσει προοδευτικά την εσωτερική ένταση που εμποδίζει την άρθρωση της φωνής. Όταν έρθει η κατάλληλη ώρα, θα ξεκλειδώσει τη μοναξιά του, αλλάζοντας τον τρόπο που δέχεται τον εαυτό του, τους άλλους και τη ζωή.  


Στα πρόθυρα του πολέμου με τη Γερμανία, ο Βασιλέας Γεώργιος ΣΤ΄ θα εκφωνήσει ραδιοφωνικό διάγγελμα στο λαό του.
Με κοφτές λέξεις και αργό ρυθμό που ακούγεται σαν συγκρατημένη συγκίνηση από τη σοβαρότητα της στιγμής, απευθύνεται στο Λάιονελ που είναι κοντά του, στον φίλο-εκπρόσωπο του ανώνυμου πλήθους και του καθενός ξεχωριστά ανήσυχου βρετανού πολίτη, που σκυμμένος στο ραδιόφωνο παρακολουθεί με προσήλωση τον λόγο του.
Νοιώθει την καρδιά του να ανοίγει, να δέχεται και να δονείται από τη ζεστασιά της κοινωνίας του με τον Λάιονελ και μέσω αυτού με όλο το Έθνος, που σήμερα έχει ανάγκη να ακούσει τη φωνή του, είναι ο φίλος που δεν τον κρίνει, αλλά τον περιβάλλει με αγάπη και σεβασμό.

 
Μπορεί οι ρόλοι να είναι διαφορετικά μοιρασμένοι σε μια κοινωνία, όμως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Θεό.
Όλοι έχουν ανάγκη τη βοήθεια του διπλανού τους και μπορούν να του προσφέρουν τη δική τους βοήθεια. Ο δρόμος για να συναντήσει κανείς τον εαυτό του, περνά μέσα από τη συγχώρηση και είναι ο ίδιος για όλους, ο δρόμος της Αγάπης.
Ακόμα και για τον Βασιλέα.


Μ. Ψ.