Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Αφιέρωμα στον μεγάλο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι



 

Από τον βορειοελλαδίτη αδελφό "Theo" 

πηγη: Αντίφωνο



"Φέ­τος" συμ­πλη­ρώ­νον­ται 80 χρό­νια α­πό τη γέν­νη­ση του Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι (19321986), ε­νός αν­θρώ­που βα­σα­νι­σμέ­νου αλ­λά και πο­λύ προι­κι­σμέ­νου. Σ ̓ ό­λη τη ζω­ή του α­να­ζη­τού­σε την α­λή­θεια, ή­ταν προ­ση­λω­μέ­νος στον στό­χο του και δεν έ­κα­νε συμ­βι­βα­σμούς. Ο­πως γρά­φει, «κά­θε ε­πο­χή τη ση­μα­δεύ­ει η α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας. Ο­σο φο­βε­ρή κι αν εί­ναι η α­λή­θεια, συμ­βάλ­λει στην η­θι­κή υ­γεί­α ε­νός έ­θνους. Η α­να­γνώ­ρι­σή της α­πο­τε­λεί έν­δει­ξη υ­γιούς ε­πο­χής και πο­τέ δεν έρ­χε­ται σε αν­τί­θε­ση με την η­θι­κή»[1] και: «Δεν εί­μαι καλ­λι­τέ­χνης του σα­λο­νιού, κι η ευ­τυ­χί­α του κοι­νού δεν ε­ξαρ­τά­ται α­πό μέ­να. Αν­τί­θε­τα, πρέ­πει να λέ­ω στον κό­σμο την α­λή­θεια για την κοι­νή μας ζω­ή, ό­πως τη βλέ­πω μέ­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α και τις δυ­να­τό­τη­τές μου.»[2]

Εν­σάρ­κω­νε τον πράγ­μα­τι πνευ­μα­τι­κό άν­θρω­πο. Ο­πως λέ­ει ο Νι­κο­λά­ι Μπουρ­λά­εβ, έ­νας η­θο­ποι­ός με τον ο­ποί­ο συ­νερ­γά­στη­κε, «ή­ταν έ­νας βα­θιά θρη­σκευ­ό­με­νος άν­θρω­πος που έ­ψα­χνε τον Θε­ό και βά­δι­ζε προς τον Θε­ό. Αυ­τό γι­νό­ταν αν­τι­λη­πτό σε κά­θε ται­νί­α του». Και μια άλ­λη η­θο­ποι­ός του, η Να­τα­λί­α Μπον­ταρ­τσούκ δή­λω­σε: «Ο­λες οι ται­νί­ες του Αν­τρέ­ι, α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό το ποι­α ε­πο­χή α­φο­ρά το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους, εί­ναι προ­σα­να­το­λι­σμέ­νες στο μέλ­λον, στην αι­ω­νι­ό­τη­τα, στο Θε­ό.»[3]

Ο­ταν τον ρω­τούν «Τι εί­ναι για σας το πνευ­μα­τι­κό; Ποι­α εί­ναι ή πί­στη σας;», α­παν­τά:

«Πι­στεύ­ω πως ο άν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε α­πό Κά­ποι­ον που εί­ναι α­νώ­τε­ρος, που εί­ναι ά­πει­ρος και πως ό­λη ή ζω­ή ο­φεί­λει να υ­πη­ρε­τεί αυ­τόν τον Κά­ποι­ον.»


Κι ο δι­ά­λο­γος συ­νε­χί­ζε­ται: «‒ Αυ­τό το α­νώ­τε­ρο Ον εί­ναι ό Θε­ός της χρι­στι­α­νι­κής πα­ρα­δό­σε­ως;
‒ Α­ναμ­φί­βο­λα.

‒ Θα λέ­γα­τε πως εί­στε Ορ­θό­δο­ξος; ‒ Ναι.»[4]

Ο Ταρ­κόφ­σκι έ­βλε­πε τη δου­λειά του, την τέ­χνη ως έ­να λει­τούρ­γη­μα, μια δι­α­κο­νί­α, μια προ­σευ­χή: «Πο­τέ δεν πί­στε­ψα στην τέ­χνη. Η τέ­χνη εί­ναι ή αν­τα­νά­κλα­ση μέ­σα στον κα­θρέ­φτη αυ­τού που εί­μα­στε, μιας α­νώ­τε­ρης ι­κα­νό­τη­τας να δη­μι­ουρ­γείς. Δεν κά­νου­με τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να μι­μού­με­θα τον Δη­μι­ουρ­γό. Εί­μα­στε πλα­σμέ­νοι κα­τ ̓ ει­κό­να Θε­ού, και η πρά­ξη της δη­μι­ουρ­γί­ας εί­ναι μια α­πό τις κι­νή­σεις ο­πού γι­νό­μα­στε ό­μοι­οί Του.

‒ Με λί­γα λό­για ε­πι­κα­λεί­στε μια θρη­σκευ­τι­κή αν­τί­λη­ψη της τέ­χνης.

‒ Πραγ­μα­τι­κά. Η τέ­χνη εί­ναι μια προ­σευ­χή. Εί­ναι η προ­σευ­χή μου. Κι αν η προ­σευ­χή μου εν­δι­α­φέ­ρει κά­ποι­ον, τό­τε ή τέ­χνη μου εί­ναι χρή­σι­μη. Το χρέ­ος του αν­θρώ­που εί­ναι να υ­πη­ρε­τεί. Ο κό­σμος φτι­ά­χτη­κε πά­νω σ' έ­να μο­να­δι­κό τύ­πο σχέ­σε­ως, χά­ρις στον Θε­ό, τη δι­α­κο­νί­α. [...]

‒ Αν­τί να πού­με δι­α­κο­νούν, θα μπο­ρού­σα­με να πού­με ν' α­γα­πούν; ‒ Α­σφα­λώς.

‒ Και με ποι­ο τρό­πο ή τέ­χνη μπο­ρεί νά­ ̓ναι έ­τσι δι­α­κο­νί­α και α­γά­πη;
‒ Α... Αυ­τό, κα­τά τη γνώ­μη μου, εί­ναι έ­να μυ­στή­ριο. Εί­ναι το μυ­στή­ριο της δη­μι­ουρ­γί­ας.
Θα μπο­ρού­σα­με να ζή­σου­με εί­κο­σι, τριά­ντα αι­ώ­νες, πο­τέ δεν θα μα­θαί­να­με πώς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ο κό­σμος, ό­πως δεν θ' α­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με πο­τέ το μυ­στή­ριο της δη­μι­ουρ­γί­ας. Ο­ταν γο­να­τί­ζου­με μπρο­στά σε μια ει­κό­να και προ­σευ­χό­μα­στε στον Θε­ό βρί­σκου­με τα α­λη­θι­νά, τα σω­στά λό­για. Με τον ί­διο τρό­πο, ό­ταν α­πευ­θύ­νεις την τέ­χνη σου στον Θε­ό σαν μια προ­σευ­χή, βρί­σκεις τα σω­στά πρό­σω­πα που θα βά­λεις στο έρ­γο σου.»[5]

Αλ­λού γρά­φει: «Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με πως η τέ­χνη εί­ναι θρη­σκευ­τι­κή, α­πό την ά­πο­ψη ό­τι την εμ­πνέ­ει η προ­σή­λω­ση σ ̓ έ­ναν α­νώ­τε­ρο σκο­πό.»[6]

Γιος του ποι­η­τή Αρ­σέ­νι Ταρ­κόφ­σκι, ο Αν­τρέ­ι εί­ναι έ­νας ποι­η­τής του κι­νη­μα­το­γρά­φου. Γρά­φον­τας για την τε­λευ­ταί­α ται­νί­α του, α­να­φέ­ρε­ται και στον «ποι­η­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα που δι­έ­κρι­νε ώς τό­τε τη δου­λειά» του.[7]

Κι ε­πει­δή εί­ναι πραγ­μα­τι­κός ποι­η­τής, δεν θέ­λει να κά­νει τον δά­σκα­λο αλ­λά θέ­λει να προ­βλη­μα­τί­σει τον θε­α­τή, ώ­στε μό­νος του κι ε­λεύ­θε­ρα να ο­δη­γη­θεί προς την α­λή­θεια, προ­βάλ­λον­τας «ε­πει­σό­δια [...] παρ­μέ­να κα­τευ­θεί­αν α­πό τη ζω­ή».[8] «Το πρώ­το που πρέ­πει να πε­ρι­γρά­ψεις εί­ναι το γε­γο­νός και ό­χι η στά­ση σου α­πέ­ναν­τί του. Η στά­ση σου πρέ­πει να γί­νε­ται φα­νε­ρή σ ̓ ο­λό­κλη­ρη την ται­νί­α, να εί­ναι μέ­ρος της συ­νο­λι­κής εν­τύ­πω­σης»[9], γρά­φει αλ­λού.

Πα­ρ ̓ ό­λο που τα­λαι­πω­ρή­θη­κε πά­ρα πο­λύ α­πό τους ι­θύ­νον­τες της σο­βι­ε­τι­κής κι­νη­μα­το­γρα­φι­κής βι­ο­μη­χα­νί­ας, τό­σο που να ο­νο­μά­σει «Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο» το προ­σω­πι­κό του η­με­ρο­λό­γιο, ο Ταρ­κόφ­σκι κα­τά­φε­ρε να πε­ρά­σει την πί­στη και την α­λή­θεια του σε κά­ποι­ες α­πό τις ται­νί­ες του. Σχε­τι­κά με αυ­τό γρά­φει: «Πρέ­πει να λέ­ω στον κό­σμο την α­λή­θεια για την κοι­νή μας ζω­ή, ό­πως τη βλέ­πω μέ­σα α­πό την εμ­πει­ρί­α και τις δυ­να­τό­τη­τές μου. Κι αυ­τή η α­λή­θεια δεν υ­πό­σχε­ται κα­θό­λου πως θα εί­ναι εύ­κο­λη ή ευ­χά­ρι­στη».[10]

Νο­μί­ζω πως η πί­στη του στον Θε­ό κι ο σε­βα­σμός του στην Ορ­θό­δο­ξη πα­ρά­δο­ση φαί­νον­ται πιο ξε­κά­θα­ρα στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ», τη δεύ­τε­ρη ται­νί­α που γύ­ρι­σε στη Σο­βι­ε­τι­κή Ε­νω­ση, και στη «Θυ­σί­α» που γυ­ρί­στη­κε στη Σου­η­δί­α.



Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ

Ο «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ» α­πει­κο­νί­ζει τις δυ­σκο­λί­ες και τις αλ­λα­γές μιας ε­πο­χής που μοιά­ζει πο­λύ με την ε­πο­χή που γυ­ρί­στη­κε. Ο­πως γρά­φει ο ί­διος: «Η τρα­γι­κό­τη­τα ε­κεί­νης της ε­πο­χής μπο­ρεί να ε­ξη­γη­θεί μό­νο σαν κο­ρύ­φω­ση της α­νάγ­κης για αλ­λα­γή.»[11] Και: «Η ται­νί­α θα έ­δει­χνε πώς ο ε­θνι­κός πό­θος για α­δερ­φο­σύ­νη, την ε­πο­χή του πα­ρά­φο­ρου α­δερ­φο­κτό­νου α­γώ­να και του ζυ­γού των Τα­τά­ρων, γέν­νη­σε την εμ­πνευ­σμέ­νη «Α­γί­α Τριά­δα», η ο­ποί­α συ­νο­ψί­ζει το ι­δα­νι­κό της α­δερ­φο­σύ­νης, της α­γά­πης και της γα­λή­νιας ευ­σέ­βειας.»[12] Δη­λα­δή, η πα­τρί­δα του και στον 15ο αι­ώ­να, τον και­ρό του α­γί­ου Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ (η Εκ­κλη­σί­α τον έ­χει κα­τα­τά­ξει στο α­γι­ο­λό­γιό της), και τον και­ρό του Χρουσ­τσόφ αν­τι­με­τω­πί­ζει πα­ρό­μοι­α προ­βλή­μα­τα[13]. Κι ο Ταρ­κόφ­σκι πι­στεύ­ει πως η αλ­λα­γή της Ρω­σί­ας θα έλ­θει μό­νο με την ε­πι­στρο­φή στις πα­ρα­δο­σια­κές α­λή­θει­ες, στην πί­στη στον Θε­ό και στη λα­τρεί­α Του, την ο­ποί­α δι­α­κο­νεί ο α­γι­ο­γρά­φος μο­να­χός ζω­γρα­φί­ζον­τας την πε­ρί­φη­μη ει­κό­να της Α­γί­ας Τριά­δος.

Ο Ρουμ­πλιόφ ξε­κι­νά τη ζω­ή του με μια α­θω­ό­τη­τα και μια παι­δι­κή πί­στη στην κα­λο­σύ­νη των αν­θρώ­πων. Ο­πως γρά­φει ο Ταρ­κόφ­σκι: «Ο κα­λό­γε­ρος, ο Ρουμ­πλιόφ, κοι­τού­σε τον κό­σμο με α­προ­στά­τευ­το, παι­δι­κό βλέμ­μα, και κή­ρυσ­σε την α­γά­πη, την κα­λο­σύ­νη και τη μη βί­αι­η αν­τί­στα­ση στο κα­κό.»[14] Ο­μως, η σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ε­πο­χής του, οι αν­τι­ζη­λί­ες με­τα­ξύ των μο­να­χών, οι μα­ται­ο­δο­ξί­α τους, η δι­α­φθο­ρά αρ­χόν­των και λα­ού, η δι­προ­σω­πί­α και η α­δι­α­φο­ρί­α τους μπρο­στά στον ε­περ­χό­με­νο κίν­δυ­νο των Τα­τά­ρων και τη βί­α που θ ̓ α­κο­λου­θού­σε, δο­κι­μά­ζουν την πί­στη του, τον α­πο­γο­η­τεύ­ουν και τον κά­νουν να εγ­κα­τα­λεί­ψει το μο­να­στή­ρι του.

Φεύ­γον­τας ό­μως α­πό ε­κεί, εί­ναι σαν να βα­δί­ζει στο ά­γνω­στο χω­ρίς πυ­ξί­δα. Αν­τι­με­τω­πί­ζει σαρ­κι­κούς πει­ρα­σμούς, α­πει­λεί­ται με θά­να­το α­πό πα­γα­νι­στές που τον δέ­νουν σε στά­ση σταυ­ρού, συμ­βο­λί­ζον­τας έ­τσι τον Χρι­στό, συ­ναν­τά έ­να δά­σκα­λο ‒τον Θε­ο­φά­νη τον Ελ­λη­να‒ που, ε­κτός α­πό την τέ­χνη του, δεν μπο­ρεί να του δεί­ξει μια σα­φή πο­ρεί­α μέ­σα στον κό­σμο, η­γε­μό­νες που βλέ­πουν την τέ­χνη του με υ­λι­στι­κά κί­νη­τρα και τους ζω­γρά­φους/α­γι­ο­γρά­φους σαν μπο­γι­α­τζή­δες, και μια βί­α που ξε­κι­νά α­πό μια α­δελ­φο­κτό­να δι­α­μά­χη, κα­τα­λή­γει στην ει­σβο­λή των Τα­τά­ρων και κα­τα­στρέ­φει τα πάν­τα. Μέ­σα σ ̓ αυ­τήν τη δί­νη, ο ζω­γρά­φος προ­βλη­μα­τί­ζε­ται, σχε­τι­κά με το «ποι­α πρέ­πει να εί­ναι η σχέ­ση του καλ­λι­τέ­χνη με τον γύ­ρω κό­σμο. Πρέ­πει να συμ­με­τέ­χει την Ι­στο­ρί­α η α­πλώς να πα­ρα­τη­ρεί;»[15] Ο­ταν έ­νας Ρώ­σος ε­πι­χει­ρεί να βιά­σει μια γυ­ναί­κα, ο Αν­τρέ­ι παίρ­νει την α­πό­φα­ση να πα­ρέμ­βει, σκο­τώ­νει τον βια­στή και σώ­ζει τη γυ­ναί­κα.

Με­τά α­π’ αυ­τό και μἐ­σα σ ̓ έ­να πε­ρι­βάλ­λον κα­τα­πτώ­σε­ως, κα­τα­στρο­φής, πεί­νας κι ε­ρη­μώ­σε­ως, ο μο­να­χός Αν­τρέ­ι στρέ­φε­ται στη με­τά­νοι­α: Ε­πι­βάλ­λει κα­νό­να σι­ω­πής στον ε­αυ­τό του, α­πο­φα­σί­ζει να μη ξα­να­μι­λή­σει και ξα­να­ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι να του δεί­ξει ο Θε­ός ό­τι του συγ­χώ­ρε­σε τον φό­νο κι ε­πι­στρέ­φει στη μο­νή της με­τα­νοί­ας του. Μ ̓ αυ­τόν τον τρό­πο ο Ταρ­κόφ­σκι δεί­χνει στους συγ­χρό­νους του πώς πρέ­πει να γί­νει η αλ­λα­γή της Ρω­σί­ας για την ο­ποί­α τό­ση συ­ζή­τη­ση γι­νό­ταν τό­τε.



Ο Ρουμ­πλιόφ περ­νά έν­τε­κα χρό­νια με καρ­τε­ρί­α, μέ­σα στην α­φά­νεια και τη σι­ω­πή. Μέ­σα σ ̓ αυ­τά ω­ρι­μά­ζει. Ο­μως, για να φτά­σει σ ̓ αυ­τό το ση­μεί­ο, έ­πρε­πε ν’ αν­τι­με­τω­πί­σει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του και­ρού του, «τις πιο σα­ρω­τι­κές μορ­φές της βί­ας που ε­ξου­σί­α­ζε τον κό­σμο και τον ο­δή­γη­σε στην α­πο­γο­ή­τευ­ση», για να ε­πι­στρέ­ψει ε­κεί ό­που ξε­κί­νη­σε: «Στο τέ­λος ε­πέ­στρε­ψε στην ί­δια α­λή­θεια, α­να­κά­λυ­ψε πά­λι για τον ε­αυ­τό του την α­ξί­α της αν­θρώ­πι­νης κα­λο­σύ­νης, της ά­δο­λης α­γά­πης που δεν λο­γα­ριά­ζει το κό­στος ‒του μό­νου δώ­ρου που μπο­ρούν να προ­σφέ­ρουν οι άν­θρω­ποι ο έ­νας στον άλ­λο», γρά­φει ο σκη­νο­θέ­της[16].

Με­τά α­π ̓ αυ­τή την ω­ρί­μαν­ση, ο Θε­ός του στέλ­νει έ­να ση­μά­δι ό­τι συγ­χω­ρέ­θη­κε. Οι Ρώ­σοι σι­γά σι­γά ξα­να­βρί­σκουν το κου­ρά­γιο τους και ξα­να­χτί­ζουν τις πό­λεις και τα ι­ε­ρά τους. Για να ο­λο­κλη­ρω­θεί η α­νοι­κο­δό­μη­ση του Νόβ­γκο­ροντ και του κα­θε­δρι­κού να­ού του, πρέ­πει να κα­τα­σκευα­στεί μια με­γά­λη καμ­πά­να. Ο­σοι γνώ­ρι­ζαν την τέ­χνη έ­χουν χα­θεί στον λι­μό. Ο γιος ε­νός νε­κρού κα­τα­σκευα­στή καμ­πα­νών α­να­λαμ­βά­νει το έρ­γο, ι­σχυ­ρι­ζό­με­νος ό­τι ξέ­ρει το μυ­στι­κό, ε­νώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το α­γνο­εί. Ο Αν­τρέ­ι τον πα­ρα­κο­λου­θεί, κι ό­ταν βλέ­πει πως ή­ταν η πί­στη του νέ­ου αυ­τή που ο­δή­γη­σε την κα­τα­σκευ­ή στην ε­πι­τυ­χί­α, α­πο­φα­σί­ζει να σπά­σει τη σι­ω­πή του και να ξα­ναρ­χί­σει την α­γι­ο­γρα­φί­α, ώ­ρι­μος πια. Του λέ­ει: «Θα φύ­γου­με μα­ζί. Ε­σύ θα φτιά­χνεις καμ­πά­νες κι ε­γώ ει­κό­νες. Θα πά­με στην Α­γί­α Τριά­δα. Θα πά­με μα­ζί.»

Η ται­νί­α, που μέ­χρι τό­τε ή­ταν α­σπρό­μαυ­ρη, α­πει­κο­νί­ζον­τας τα α­δι­έ­ξο­δα του ή­ρω­ά της και του ρω­σι­κού λα­ού, θα ξε­σπά­σει στο τέ­λος σε μια φω­το­χυ­σί­α χρώ­μα­τος, με τον φα­κό να ε­στιά­ζει στην ει­κό­να της Α­γί­ας Τριά­δος, και σε μια θρι­αμ­βι­κή δο­ξο­λο­γι­κή μου­σι­κή. Ο μο­να­χός, α­φού πέ­ρα­σε πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες, με τη με­τά­νοι­α, ξα­να­γύ­ρι­σε στην αρ­μο­νί­α και τη γα­λή­νη της εν Χρι­στώ ζω­ής, της α­γι­ο­γρα­φί­ας και της ει­κό­νας της Α­γί­ας Τριά­δος που ζω­γρά­φι­σε. Ε­τσι, ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται εμ­πει­ρι­κά η Πα­ρά­δο­ση. Γρά­φει ο Ταρ­κόφ­σκι γι­ ̓ αυ­τήν την ται­νί­α: «Οι πα­ρα­δο­σια­κές α­λή­θει­ες πα­ρα­μέ­νουν α­λή­θει­ες μό­νο ό­ταν τις δι­και­ώ­νει η α­το­μι­κή εμ­πει­ρί­α.»[17]

Κι ο Αν­δρέ­ας Πι­σα­λί­δης: «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλι­ώφ» α­πο­τε­λεί μια Ορ­θό­δο­ξη α­πάν­τη­ση σε μια α­πό τις πλέ­ον α­γα­πη­μέ­νες ται­νί­ες του Ταρ­κόφ­σκι, την «Ε­βδο­μη Σφρα­γί­δα» του Μπέρ­γκμαν. Αμ­φό­τε­ρες οι ται­νί­ες εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νες στον Με­σαί­ω­να και οι ή­ρω­ες θέ­τουν το πρό­βλη­μα της ύ­παρ­ξης Θε­ού και Πί­στης. Σε μια ε­πο­χή που ο έγ­χρω­μος κι­νη­μα­το­γρά­φος κυ­ρι­αρ­χού­σε, τό­σο ο Μπέρ­γκμαν, ό­σο και ο Ταρ­κόφ­σκυ, χρη­σι­μο­ποι­ού­σαν το α­σπρό­μαυ­ρο φιλμ για να δεί­ξουν την πνευ­μα­τι­κή κρί­ση των η­ρώ­ων τους. Ο­μως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ή­ρω­ες του Μπέρ­γκμαν α­δυ­να­τούν να πι­στέ­ψουν, και ο θά­να­τος έρ­χε­ται ως λύ­τρω­ση στο υ­παρ­ξια­κό τους πρό­βλη­μα.



Αν­τί­θε­τα, ο ή­ρω­ας του Ταρ­κόφ­σκυ βρί­σκει λύ­ση και λύ­τρω­ση στις ι­δέ­ες της κοι­νό­τη­τας, της Πί­στης και της με­τα­μέ­λειας.»[18]

Γρά­φει ε­πί­σης ο Πι­σα­λί­δης: «Σή­με­ρα, ο «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλι­ώφ» θε­ω­ρεί­ται η ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ται­νί­α του ρω­σι­κού κι­νη­μα­το­γρά­φου μα­ζί με το «Θω­ρη­κτό Πο­τέμ­κιν» του Α­ϊ­ζεν­στά­ιν και το «Χρώ­μα του Ρο­διού» του Πα­ρα­τζά­νωφ. Ε­πί­σης πολ­λοί εί­ναι ε­κεί­νοι που τον θε­ω­ρούν το κο­ρυ­φαί­ο ε­πί­τευγ­μα του δι­ε­θνούς κι­νη­μα­το­γρά­φου.» Ο ί­διος κρι­τι­κός τη θε­ω­ρεί ως τη «ση­μαν­τι­κό­τε­ρη χρι­στι­α­νι­κή ται­νί­α ό­λων των ε­πο­χών»[19].



Θυ­σί­α

Ο­πως έ­λε­γε ο Ταρ­κόφ­σκι, σε ό­λη τη διά­ρκεια της ζω­ής του γύ­ρι­ζε μό­νο μια ται­νί­α – για τον άν­θρω­πο, για την α­να­ζή­τη­ση της α­λή­θειας, την α­να­ζή­τη­ση του ι­δα­νι­κού[20]. Στην τε­λευ­ταί­α ται­νί­α του, τη «Θυ­σί­α», φαί­νε­ται να έ­χει ο­λο­κλη­ρώ­σει την α­να­ζή­τη­ση και να εί­ναι πιο κα­τα­στα­λαγ­μέ­νος στην πί­στη του στον Θε­ό. Ε­χει κα­τα­λή­ξει ό­τι ο κό­σμος σώ­ζε­ται ό­ταν ο άν­θρω­πος υ­πα­κού­ει στο θέ­λη­μα του Θε­ού κι ό­τι πραγ­μα­τι­κά ι­σχυ­ροί εί­ναι οι α­δύ­να­τοι, οι πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νοι α­πό την κοι­νω­νί­α, οι ο­ποί­οι ό­μως, ε­πει­δή θυ­σιά­ζουν τον ε­αυ­τό τους για τους άλ­λους και τον κό­σμο, γί­νον­ται ερ­γα­λεί­α της θεί­ας Πρό­νοι­ας και σώ­ζουν τον κό­σμο α­πό την κα­τα­στρο­φή και τον άν­θρω­πο α­πό την α­παν­θρω­πο­ποί­η­ση.

Ο­πως γρά­φει ο ί­διος για τη «Θυ­σί­α», «η δο­μή της ται­νί­ας και το ποι­η­τι­κό της μή­νυ­μα αλ­λη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζον­ται έν­το­να, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο α­π ̓ ό,τι στις άλ­λες ται­νί­ες μου. Η συ­νο­λι­κή δι­άρ­θρω­ση έ­γι­νε κα­τά συ­νέ­πεια πο­λυ­πλο­κό­τε­ρη και φέ­ρει τη σφρα­γί­δα μιας ποι­η­τι­κής πα­ρα­βο­λής.»[21] Ως πα­ρα­βο­λή, ε­πι­δέ­χε­ται πολ­λές ερ­μη­νεί­ες. Πα­ρά ταύ­τα, ο Ταρ­κόφ­σκι μάς ο­δη­γεί στη θρη­σκευ­τι­κή ερ­μη­νεί­α. Στην αρ­χή των ση­μει­ώ­σε­ών του για την ται­νί­α γρά­φει: «Στην ε­ρώ­τη­ση τι με ελ­κύ­ει τό­σο πο­λύ στην ι­δέ­α της θυ­σί­ας ‒ή της προ­σφο­ράς‒ μπο­ρώ ν ̓ α­παν­τή­σω α­μέ­σως, χω­ρίς υ­πεκ­φυ­γές: ως θρη­σκευ­ό­με­νο άν­θρω­πο, μ ̓ εν­δι­α­φέ­ρει προ­παν­τός ε­κεί­νος ο ο­ποί­ος εί­ναι ι­κα­νός να προ­σφέ­ρει τον ε­αυ­τό του σαν θυ­σί­α, εί­τε για χά­ρη κά­ποι­ου α­νώ­τε­ρου ι­δα­νι­κού, εί­τε για να ε­ξα­σφα­λί­σει την προ­σω­πι­κή του σω­τη­ρί­α εί­τε και για τους δύ­ο λό­γους ταυ­το­χρό­νως. Μια τέ­τοι­α κί­νη­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει φυ­σι­κά την α­πο­μά­κρυν­ση α­π ̓ ό­λα τα προ­σω­πι­κά μι­κρο­συμ­φέ­ρον­τα και την ο­λο­κλη­ρω­τι­κή α­παλ­λα­γή α­πό κά­θε ε­γω­ι­σμό.»[22]



Η ται­νί­α ε­στι­ά­ζε­ται στο οι­κο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα και στην πί­στη στον Θε­ό∙ μια βι­ω­μα­τι­κή πί­στη που να γε­μί­ζει την ύ­παρ­ξη του πι­στού, τό­σο που κα­ταν­τά να κά­νει πράγ­μα­τα α­νώ­φε­λα ή πα­ρά­λο­γα για τη συμ­βα­τι­κή η­θι­κή και λο­γι­κή της κοι­νω­νί­ας. Αρ­χί­ζει με τον Α­λε­ξάν­τερ ‒έ­να γνω­στό δη­μο­σι­ο­γρά­φο, κρι­τι­κό θε­ά­τρου και λο­γο­τε­χνί­ας που έ­χει α­πο­συρ­θεί στην ε­ρη­μιά, ζών­τας με τη γυ­ναί­κα και τον μι­κρό γιο του σ ̓ έ­να ω­ραί­ο σπί­τι που το υ­πε­ρα­γα­πά­ει‒ να στέ­κει μπρο­στά σ ̓ έ­να ξε­ρό­κλα­δο που το έ­χει χώ­σει σ ̓ έ­να βρά­χο, μα­ζί με τον γιό του που δεν μπο­ρεί προ­σω­ρι­νά να μι­λή­σει με­τά α­πό μια εγ­χεί­ρη­ση.

Ο Α­λε­ξάν­τερ δι­η­γεί­ται μια ι­στο­ρί­α α­πό το Γε­ρον­τι­κό: «Ξέ­ρεις, κά­πο­τε, πριν α­πό πο­λύ και­ρό, έ­νας ά­γιος γέ­ρον­τας α­πό έ­να ορ­θό­δο­ξο μο­να­στή­ρι, που τον έ­λε­γαν Παμ­βώ, φύ­τε­ψε κι αυ­τός έ­να ξε­ρό κού­τσου­ρο πά­νω σ’ έ­να βου­νό. Κι α­νά­θε­σε στο μα­θη­τή του, το μο­να­χό Ι­ω­άν­νη τον Κο­λο­βό, να το πο­τί­ζει κά­θε μέ­ρα ώ­σπου να ζων­τα­νέ­ψει ξα­νά». Ο κύ­ριος Α­λε­ξάν­τερ μι­λά­ει πο­λύ σο­βα­ρά. «Κά­θε μέ­ρα, λοι­πόν, ο Ι­ω­άν­νης γέ­μι­ζε έ­ναν κου­βά νε­ρό κι α­νέ­βαι­νε στο βου­νό. Για να φτά­σει στην κορ­φή, περ­πα­τού­σε ό­λη μέ­ρα. Ξε­κι­νού­σε με την α­να­το­λή του ή­λιου και γύ­ρι­ζε με τη δύ­ση. Κά­θε πρω­ί α­νέ­βαι­νε με τον κου­βά του στο βου­νό και κά­θε βρά­δυ γυρ­νού­σε στο μο­να­στή­ρι, ό­ταν εί­χε πια σκο­τει­νιά­σει. Και το έ­κα­νε αυ­τό κά­θε μέ­ρα για τρί­α ο­λό­κλη­ρα χρό­νια. Και έ­να ω­ραί­ο πρω­ί α­νε­βαί­νει στο βου­νό και τι να δει! Ο­λο του το δέν­τρο εί­χε μπουμ­που­κιά­σει!

Ο,τι και να πει κα­νείς, αυ­τή η μέ­θο­δος, αυ­τό το σύ­στη­μα κρύ­βουν κά­ποι­ο με­γα­λεί­ο! Ξέ­ρεις, κα­μιά φο­ρά σκέ­φτο­μαι: αν μπο­ρού­σε κα­νείς να κά­νει κά­θε μέ­ρα την ί­δια ώ­ρα το ί­διο πράγ­μα, κά­πως σαν τε­λε­τή, συ­στη­μα­τι­κά και α­νελ­λι­πώς, κά­θε μέ­ρα, α­πα­ραι­τή­τως την ί­δια πάν­τα ώ­ρα – τό­τε ο κό­σμος θα ή­ταν αλ­λι­ώ­τι­κος! Κά­τι θα άλ­λα­ζε, δεν μπο­ρεί! Θα άλ­λα­ζε! [...] Κά­θε ο­μοι­ό­μορ­φη κί­νη­ση, μια κα­θη­με­ρι­νή πρά­ξη, [...] έ­χει μέ­σα της τη δύ­να­μη του ρυθ­μού».[23] Το φύ­τε­μα του ξε­ρό­κλα­δου κι η ι­στο­ρί­α α­πό το Γε­ρον­τι­κό εί­ναι σαν μια ο­δη­γί­α του Α­λε­ξάν­τερ στον γιό του να κά­νει κα­θη­με­ρι­νά, «συ­στη­μα­τι­κά και α­νελ­λι­πώς» κά­τι α­νώ­φε­λο για τον πο­λύ κό­σμο.

Α­κο­λου­θεί έ­νας φι­λο­σο­φι­κός δι­ά­λο­γος μ ̓ έ­ναν πα­ρά­ξε­νο τα­χυ­δρό­μο που μοιά­ζει με δι­α­νο­ού­με­νο. Και με­τά ξα­νά κά­ποι­ες κου­βέν­τες του πα­τέ­ρα προς τον γιο. Μια α­π ̓ αυ­τές: «Πώς το λέ­νε, να δεις... «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος» [Ι­ω. 1, 1]. Κι ε­σύ, κα­η­με­νά­κι μου, εί­σαι βου­βός, βου­βός σαν ψά­ρι!»[24]

Με­τά ξε­σπά έ­νας πυ­ρη­νι­κός πό­λε­μος, τα ο­λέ­θρια α­πο­τε­λέ­σμα­τα του ο­ποί­ου τα βλέ­πει η οι­κο­γέ­νεια του Α­λε­ξάν­τερ στην τη­λε­ό­ρα­ση. Υ­στε­ρα α­πό έν­το­νη νευ­ρι­κό­τη­τα και σκη­νές υ­στε­ρί­ας, ο μυ­στη­ρι­ώ­δης τα­χυ­δρό­μος Οτ­το συμ­βου­λεύ­ει τον Α­λε­ξάν­τερ, να πά­ει στο σπί­τι της Μα­ρί­ας, μιας Ισ­λαν­δής που δου­λεύ­ει στο σπί­τι τους ως υ­πη­ρέ­τρια κι ο Οτ­το τη θε­ω­ρεί «μά­γισ­σα», να πλα­γιά­σει μα­ζί της, κι έ­τσι θα σω­θεί ο κό­σμος. Ο­πως λέ­ει ο Οτ­το: «Κι αν ε­κεί­νη τη στιγ­μή δεν έ­χεις πα­ρά τη μί­α και μο­να­δι­κή ε­πι­θυ­μί­α να τε­λει­ώ­σουν ό­λα αυ­τά, τό­τε θα τε­λει­ώ­σουν στ ̓ α­λή­θεια. Και δεν θα συμ­βεί τί­πο­τ ̓ άλ­λο.»[25] Ο Α­λε­ξάν­τερ πη­γαί­νει α­λα­φι­α­σμέ­νος, συ­ναν­τά τη Μα­ρί­α και της δι­η­γεί­ται μια ι­στο­ρί­α για τον κή­πο της μη­τέ­ρας του:

«Το σπί­τι της ή­ταν μι­κρό, σω­στό κα­λυ­βά­κι. Γύ­ρω γύ­ρω εί­χε κή­πο. Ο κή­πος αυ­τός ή­ταν πα­ρα­τη­μέ­νος α­πό χρό­νια, α­φρόν­τι­στος κι α­πε­ρι­ποί­η­τος.



Για πολ­λά χρό­νια κα­νείς δεν εί­χε α­σχο­λη­θεί μα­ζί του. Νο­μί­ζω ... νο­μί­ζω πως κα­νείς δεν έμ­παι­νε καν ε­κεί μέ­σα. Η μη­τέ­ρα μου τό­τε ή­δη ή­ταν πο­λύ άρ­ρω­στη και δεν έ­βγαι­νε σχε­δόν πο­τέ έ­ξω. Κι ό­μως, μέ­σα σ ̓ ό­λη αυ­τή την α­γριά­δα υ­πήρ­χε κά­ποι­α ο­μορ­φιά. Ο κή­πος με τον τρό­πο του ή­ταν ω­ραί­ος. Ναι, τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω για­τί. Ο­ταν εί­χε κα­λό και­ρό, τό­τε ε­κεί­νη συ­νή­θι­ζε να κά­θε­ται κον­τά στο πα­ρά­θυ­ρο και να κοι­τά­ζει έ­ξω στον κή­πο.» (Ε­δώ μας θυ­μί­ζει την Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, για τον Θε­ό που ξε­κου­ρά­στη­κε με­τά τη δη­μι­ουρ­γί­α του κό­σμου κι εί­δε ό­τι ό­λα ή­ταν «κα­λὰ λί­αν».)

Συ­νε­χί­ζει ο Α­λε­ξάν­τερ: «Κά­ποι­α μέ­ρα μού ήρ­θε η ι­δέ­α να βά­λω μια τά­ξη σ ̓ ό­λα αυ­τά. Να κου­ρέ­ψω το γρα­σί­δι, να κά­ψω τα ξε­ρά, να κλα­δέ­ψω τα δέν­τρα. Ναι, ή­θε­λα να φτιά­ξω κά­τι του γού­στου μου, με τα ί­δια μου τα χέ­ρια. Και ό­λα αυ­τά για να ευ­χα­ρι­στή­σω τη μη­τέ­ρα μου. Δυ­ο βδο­μά­δες δού­λε­ψα α­στα­μά­τη­τα με το δρε­πά­νι και την ψα­λί­δα. Ε­σκα­ψα και κλά­δε­ψα και πρι­ό­νι­σα και ξε­βο­τά­νι­σα, με λί­γα λό­για, δεν σή­κω­σα κε­φά­λι α­π ̓ τη γη. Ε­βα­λα τα δυ­να­τά μου να τα τε­λει­ώ­σω ό­λα ό­σο μπο­ρού­σα πιο γρή­γο­ρα. [...]

Για να μην τα πο­λυ­λο­γώ, μό­λις τέ­λει­ω­σα, πλύ­θη­κα, φό­ρε­σα ρού­χα κα­θα­ρά και και­νούρ­γιο σα­κά­κι, α­κό­μα και πα­πι­γιόν έ­βα­λα, κι ύ­στε­ρα κά­θη­σα στην πο­λυ­θρό­να της και κοί­τα­ξα έ­ξω για να τα δω ό­λα με τα δι­κά της μά­τια. Ναι. Κά­θη­σα ε­κεί κι έ­ρι­ξα μια μα­τιά έ­ξω. Και ή­μουν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νος ν ̓ α­πο­λαύ­σω το θέ­α­μα.

Ναι, ε­γώ λοι­πόν, ε­ε­ε... έ­ρι­ξα μια μα­τιά α­πό το πα­ρά­θυ­ρο και εί­δα. Τι εί­δα ό­μως; Πού εί­χε πά­ει ό­λη η ο­μορ­φιά; Πού εί­χε χα­θεί; Ε­κεί­νη η φυ­σι­κή ο­μορ­φιά;! Η­ταν τό­σο φρι­κι­α­στι­κό, τό­σο α­πω­θη­τι­κό. Ο­λα αυ­τά τα ί­χνη της βί­ας...»[26] (Ε­δώ νο­μί­ζω πως ο Ταρ­κόφ­σκι πε­ρι­γρά­φει τις προ­σπά­θει­ες που έ­κα­νε ο άν­θρω­πος να «δι­ορ­θώ­σει» τον κό­σμο του Θε­ού κι ε­στιά­ζει στα βλα­βε­ρά α­πο­τε­λέ­σμα­τα της α­λό­γι­στης χρή­σης της τε­χνο­λο­γί­ας.)

Ο Α­λε­ξάν­τερ ε­πι­στρέ­φει στο σπί­τι με την α­πό­φα­ση να κα­τα­στρέ­ψει ό,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο έ­χει, για να σω­θεί ο κό­σμος. Και το πο­λυ­τι­μό­τε­ρο εί­ναι το σπί­τι που τό­σο α­γα­πού­σε. Βά­ζει φω­τιά, ό­ταν οι άλ­λοι εί­ναι έ­ξω, δρα­πε­τεύ­ει μ ̓ έ­να ρά­σο βου­δι­στή μο­να­χού, με­τά βλέ­πει τη Μα­ρί­α και γο­να­τί­ζει μπρο­στά της. Οι άλ­λοι τον κρα­τούν, ξε­φεύ­γει, έρ­χε­ται έ­να νο­σο­κο­μεια­κό αυ­το­κί­νη­το, δυ­ο νο­σο­κό­μοι τον κυ­νη­γούν και τε­λι­κά μπαί­νει μό­νος του στο νο­σο­κο­μεια­κό, προς το ψυ­χι­α­τρεί­ο και τον ι­σό­βιο εγ­κλει­σμό του. Πό­λε­μος ό­μως, δεν υ­πάρ­χει πλέ­ον.

Στο τέ­λος μέ­νει ο μι­κρός μό­νος του, να κου­βα­λά δυ­ο κου­βά­δες, για να πο­τί­σει το ξε­ρό­κλα­δο. Ξα­πλώ­νει κά­τω α­πό το δέν­τρο και λέ­ει: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος»... Για­τί, μπαμ­πά;

Η κά­με­ρα α­νε­βαί­νει αρ­γά τον κορ­μό του δέν­τρου, μέ­χρι ψη­λά τα γυ­μνά κλα­διά που δι­α­γρά­φον­ται σαν κέν­τη­μα, με φόν­το τα α­ση­μέ­νια νε­ρά της λί­μνης. Με μαύ­ρα γράμ­μα­τα πέ­φτουν τα λό­για:

Η ται­νί­α αυ­τή εί­ναι α­φι­ε­ρω­μέ­νη στο γιο μου Andrusja – με ελ­πί­δα και εμ­πι­στο­σύ­νη.

Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι.»[27]

Τα τε­λευ­ταί­α λό­για της τε­λευ­ταί­ας ται­νί­ας του Ταρ­κόφ­σκι, που τη θε­ω­ρού­σε την πιο σπου­δαί­α α­π ̓ ό­λες ό­σες εί­χε σκη­νο­θε­τή­σει,[28] εί­ναι μια υ­πο­θή­κη και πα­ρα­κα­τα­θή­κη στον γιο του. Ο σκη­νο­θέ­της ή­ξε­ρε ό­τι θα πε­θά­νει και μας α­πο­χαι­ρε­τά με το φως να παι­χνι­δί­ζει στα κλα­διά του ξε­ρού δέν­τρου, σαν να έ­χει αν­θί­σει, και τον μι­κρό να ε­πα­να­λαμ­βά­νει την αρ­χή του Ευ­αγ­γε­λί­ου της Α­γά­πης.[29] Ο­πως και στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ», έ­τσι κι ε­δώ η ται­νί­α τε­λει­ώ­νει με φως κι ελ­πί­δα. Κι ό­πως ο ά­γιος Αν­δρέ­ας σώ­ζει τη Ρω­σί­α, με­τά α­πό εν­δε­κα­ε­τή πα­ραί­τη­ση α­πό τον λό­γο και τη ζω­γρα­φι­κή, έ­τσι κι ο Α­λε­ξάν­τερ, με τη θυ­σί­α του σπι­τιού και του ε­αυ­τού του, σώ­ζει τον κό­σμο.

Ο­πως α­να­φέ­ρα­με και πα­ρα­πά­νω, η ται­νί­α ε­πι­δέ­χε­ται δι­ά­φο­ρες ερ­μη­νεί­ες. Ο Ταρ­κόφ­σκι ό­μως μας δί­νει κά­ποι­α «κλει­διά»:

«Οι σκη­νές της αρ­χής και του τέ­λους, το πό­τι­σμα του ξε­ρού δέν­τρου (που για μέ­να συμ­βο­λί­ζει την πί­στη), α­πο­τε­λούν τα ό­ρια με­τα­ξύ των ο­ποί­ων η ε­ξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των α­πο­κτά μια εν­τε­λώς δι­κή της δυ­να­μι­κή.»[30 ]

Και: «Ι­σως να υ­πάρ­χουν σκη­νές στη Θυ­σί­α, τα ό­νει­ρα ας πού­με ή οι σκη­νές με το ξε­ρό δέν­τρο, που α­πό ψυ­χο­λο­γι­κής πλευ­ράς και εν γνώ­σει των πολ­λών δυ­να­το­τή­των ερ­μη­νεί­ας της πα­ρα­βο­λής α­πο­κτούν ο­πτι­κά με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α α­πό τις άλ­λες. Γί­νον­ται κλει­διά. [...]

Εί­ναι η σκη­νή ό­που η σι­ω­πή του Α­λε­ξάν­τερ γί­νε­ται πρά­ξη: «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ λό­γος, ε­σύ ό­μως σω­παί­νεις, εί­σαι βου­βός σαν ψά­ρι!», λέ­ει στην αρ­χή ο Α­λε­ξάν­τερ στον μι­κρό γιο του, που ε­ξαι­τί­ας της εγ­χεί­ρη­σης στην ο­ποί­α έ­χει υ­πο­βλη­θεί, πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ν’ α­κού­ει σι­ω­πη­λός την ι­στο­ρί­α του ξε­ρού δέν­τρου. Στο τέ­λος, κά­τω α­πό την α­πει­λή του πυ­ρη­νι­κού πο­λέ­μου, ο Α­λε­ξάν­τερ δί­νει και ο ί­διος όρ­κο σι­ω­πής: «... Και θα βου­βα­θώ, δεν θα ξα­να­μι­λή­σω πο­τέ με κα­νέ­ναν, θ’ α­πο­χω­ρι­στώ ό­λα ό­σα με συν­δέ­ουν με τη ζω­ή. Βο­ή­θη­σέ με, Κύ­ρι­ε, και θα πραγ­μα­το­ποι­ή­σω ό­λα ό­σα Σου υ­πο­σχέ­θη­κα!»

Το ό­τι ο Θε­ός ει­σα­κού­ει τον Α­λε­ξάν­τερ και παίρ­νει τα λό­για του στην κυ­ρι­ο­λε­ξί­α εί­ναι πα­ρή­γο­ρο αλ­λά και τρο­μα­χτι­κό συ­νά­μα. Ο Α­λε­ξάν­τερ α­πο­χω­ρί­ζε­ται ο­ρι­στι­κά τον κό­σμο, στον ο­ποί­ο ζού­σε, χά­νει τους δε­σμούς με την οι­κο­γέ­νειά του και κά­θε αί­σθη­ση μέ­τρου του κα­νο­νι­κού και του φυ­σι­ο­λο­γι­κού. Πα­ρά ταύ­τα, ή ί­σως ε­ξαι­τί­ας τους, ο Α­λε­ξάν­τερ εί­ναι για μέ­να έ­νας ε­κλε­κτός του Θε­ού·∙ κα­τορ­θώ­νει ν’ α­πο­κα­λύ­ψει τους μη­χα­νι­σμούς ε­κεί­νους που βά­ζουν σε κίν­δυ­νο την ε­πι­βί­ω­ση του γέ­νους και να τους στα­μα­τή­σει – να σώ­σει την αν­θρω­πό­τη­τα την τε­λευ­ταί­α στιγ­μή.

Κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο και οι άλ­λοι εί­ναι ε­κλεγ­μέ­νοι α­πό το Θε­ό, εν­το­λο­δό­χοι του·∙ ο τα­χυ­δρό­μος Οτ­το εί­ναι ί­σως έ­να ερ­γα­λεί­ο της θεί­ας Πρό­νοι­ας·∙ μα­ζεύ­ει, ό­πως λέ­ει, μυ­στή­ρια και α­νε­ξή­γη­τα γε­γο­νό­τα. [...] Ο­λα ό­σα κά­νουν δεν έ­χουν κα­μιά σχέ­ση με τις πρά­ξεις και τις συμ­πε­ρι­φο­ρές των κα­νο­νι­κών αν­θρώ­πων. Και εί­ναι προι­κι­σμέ­νοι με τις ι­δι­ό­τη­τες που στην πα­λαι­ά Ρω­σί­α τις α­πέ­δι­δαν στους δια Χρι­στόν σα­λούς. [...]

Στο βαθ­μό που έ­χα­σε την πί­στη της η αν­θρω­πό­τη­τα (ή έ­στω το με­γα­λύ­τε­ρο πο­λι­τι­σμέ­νο μέ­ρος της), έ­χα­σε και την ι­κα­νό­τη­τά της να κα­τα­νο­εί το θαυ­μα­στό ‒ σή­με­ρα ο κό­σμος εί­ναι α­νί­κα­νος να ε­να­πο­θέ­σει την ελ­πί­δα του σε εκ­βά­σεις α­πρό­σμε­νες, α­προσ­δό­κη­τες εν­τε­λώς·∙ και ο­πωσ­δή­πο­τε δεν εί­ναι πρό­θυ­μος να α­πο­δε­χτεί τέ­τοι­ες α­νε­ξή­γη­τες ε­πεμ­βά­σεις στη ζω­ή του και να εμ­πι­στευ­τεί την α­να­τρε­πτι­κή τους δύ­να­μη. Η πνευ­μα­τι­κή ε­ρή­μω­ση που ε­πι­τε­λεί­ται ε­ξαι­τί­ας αυ­τών των ελ­λειμ­μά­των θα μπο­ρού­σε ί­σως ν’ αν­τι­με­τω­πι­στεί ε­άν ο κά­θε άν­θρω­πος κα­τα­λά­βαι­νε ό­τι δεν εί­ναι δυ­να­τό να κά­νει πάν­το­τε του κε­φα­λιού του, αλ­λ’ ό­τι πρέ­πει να υ­πα­κού­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο στο Δη­μι­ουρ­γό και να υ­πο­τάσ­σε­ται στη θέ­λη­σή Του.»[31]

Τε­λει­ώ­νον­τας τη σχε­τι­κά σύν­το­μη ζω­ή του, ο Ταρ­κόφ­σκι έ­χει κα­τα­λά­βει πως τα πράγ­μα­τα δεν εί­ναι ό­πως φαί­νον­ται. Πως ο άν­θρω­πος, ό­ση δύ­να­μη και να έ­χει, ό­σο και να α­να­πτύ­ξει τις ε­πι­στή­μες και την τε­χνο­λο­γί­α, ό­σο κλεί­νε­ται ε­γω­ι­στι­κά στον ε­αυ­τό του κι εμ­πι­στεύ­ε­ται μό­νο τις δυ­νά­μεις του, δεν μπο­ρεί να υ­πο­κα­τα­στή­σει τον Θε­ό, ού­τε στο ε­λά­χι­στο. Μό­νο ό­ταν η γνώ­ση συ­ζευ­χθεί με το ή­θος, την αν­θρω­πιά, μπο­ρεί ο άν­θρω­πος να κά­νει κά­τι. «Α­νε­βαί­νον­τας έ­να νέ­ο σκα­λο­πά­τι στη γνώ­ση, πρέ­πει το άλ­λο πό­δι να πα­τή­σει σε έ­να νέ­ο σκα­λο­πά­τι της η­θι­κής», έ­λε­γε.[32]

Ε­χει κα­τα­λά­βει ε­πί­σης, πως α­λη­θι­νά δυ­να­τοί εί­ναι ό­σοι πα­ραι­τούν­ται α­πό το «ε­γώ» τους και τα θυ­σιά­ζουν ό­λα για τους άλ­λους, ά­σχε­τα αν αυ­τοί δεν το κα­τα­λα­βαί­νουν και τους πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­ούν. Θυ­σι­α­ζό­με­νοι, ό­μως, γί­νον­ται υ­πη­ρέ­τες του σχε­δί­ου του Θε­ού που θέ­λει τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­που και του κό­σμου. Α­να­φε­ρό­με­νος στον ρό­λο του Α­λε­ξάν­τερ, γρά­φει: «Κιν­δυ­νεύ­ει να μην τον κα­τα­λά­βουν, για­τί η α­πο­φα­σι­στι­κή του πρά­ξη εί­ναι τέ­τοι­α, που οι γύ­ρω του τη θε­ω­ρούν α­πλώς ο­λέ­θρια·∙ ε­δώ έγ­κει­ται και η τρα­γι­κή σύγ­κρου­ση του ρό­λου. Ω­στό­σο κά­νει το κρί­σι­μο βή­μα, πα­ρα­βι­ά­ζον­τας έ­τσι τους κα­νό­νες της «ο­μα­λής» συμ­πε­ρι­φο­ράς και αν­τι­με­τω­πί­ζον­τας την κα­τη­γο­ρί­α της τρέ­λας, ε­πει­δή συ­νει­δη­το­ποι­εί τους δε­σμούς του με την α­νώ­τε­ρη α­λή­θεια, με αυ­τό που θα α­πο­κα­λού­σα­με παγ­κό­σμιο πε­πρω­μέ­νο. Α­πλώς υ­πα­κού­ει στην κλί­ση του, ό­πως τη νι­ώ­θει με την καρ­διά του·∙ δεν εί­ναι κύ­ριος της μοί­ρας του, μα υ­πη­ρέ­της της. Ι­σως η παγ­κό­σμια αρ­μο­νί­α να δι­α­τη­ρεί­ται με α­το­μι­κές προ­σπά­θει­ες ό­πως η δι­κή του, που κα­νέ­νας δεν την προ­σέ­χει, ού­τε και την κα­τα­λα­βαί­νει.»[33]

Ο Α­λε­ξάν­τερ δεν εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος που θα γι­νό­ταν α­πο­δε­κτός α­πό την κοι­νω­νί­α μας. Ού­τε βέ­βαι­α κι α­πό την πλει­ο­νό­τη­τα των Ορ­θο­δό­ξων πι­στών. Θυ­μί­ζει ό­μως τους δια Χρι­στόν σα­λούς[34], ό­πως σα­φώς το υ­πο­γραμ­μί­ζει πα­ρα­πά­νω ο σκη­νο­θέ­της. Αυ­τοί ή­σαν άν­θρω­ποι γε­μά­τοι με τη χά­ρη του Θε­ού, που υ­πο­κρί­νον­ταν τους τρε­λούς, δι­α­σά­λευ­αν την εκ­κλη­σι­α­στι­κή και κοι­νω­νι­κή τά­ξη και γι­ ̓ αυ­τό δέ­χον­ταν ξυ­λο­δαρ­μούς και τους έ­σχα­τους ε­ξευ­τε­λι­σμούς α­πό την ε­ξου­σί­α. Ο­μως πολ­λές φο­ρές συμ­βού­λευ­αν αν­θρώ­πους που εί­χαν κά­ποι­α προ­βλή­μα­τα και τα έ­λυ­ναν, έ­κα­ναν θαύ­μα­τα, σαν τους Προ­φή­τες της Πα­λαι­άς Δι­α­θή­κης τι­μω­ρού­σαν κά­ποι­ους για το κα­λό τους και μι­μούν­ταν τους μάρ­τυ­ρες, μαρ­τυ­ρών­τας με τη ζω­ή τους πως η κοι­νω­νί­α αυ­τή εί­ναι πρό­σκαι­ρη και πως το «πο­λί­τευ­μα» των χρι­στια­νών βρί­σκε­ται στους ου­ρα­νούς.[35]



Το με­γα­λεί­ο του Ταρ­κόφ­σκι

Ο αβ­βάς Βαρ­σα­νού­φιος, του 6ου αι­ώ­να, ζού­σε έγ­κλει­στος κι α­παν­τού­σε γρα­πτώς σε γρα­πτά
ε­ρω­τή­μα­τα που του έ­φερ­νε κά­ποι­ος άλ­λος, και πολ­λές φο­ρές άλ­λα α­π ̓ ό­σα τον ρω­τού­σαν, μάλ­λον για­τί, με τη χά­ρη του Θε­ού, "έ­βλε­πε" μέ­σα τους. Σε μια α­πάν­τη­σή του γρά­φει ό­τι υ­πήρ­χαν τρεις άν­θρω­ποι, ο Ι­ω­άν­νης στη Ρώ­μη, ο Η­λί­ας στην Κό­ριν­θο κι έ­νας στην ε­παρ­χί­α Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων (προ­φα­νώς ο ί­διος), «τέ­λει­οι τῷ Θε­ῷ, οἵ­τι­νες ὑ­πε­ρέ­βη­σαν τὸ μέ­τρον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος καὶ ἔ­λα­βον τὴν ἐ­ξου­σί­αν τοῦ λῦ­σαι καὶ δῆ­σαι, καὶ ἀ­φῆ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας καὶ κρα­τῆ­σαι, καὶ στή­κου­σιν ἐν τῇ θραύ­σει, τοῦ μὴ ὑ­φὲν ἐ­ξο­λο­θρεῦ­σαι ὅ­λον τὸν κό­σμον, καὶ διὰ τῶν εὐ­χῶν αὐ­τῶν με­τ ̓ ἐ­λέ­ους παι­δεύ­ει».36 Για τους δύ­ο πρώ­τους δεν γνω­ρί­ζου­με τί­πο­τα άλ­λο. Για τον πο­λύ κό­σμο, αυ­τοί ή δεν υ­πάρ­χουν ή εί­ναι κά­ποι­οι τεμ­πέ­λη­δες και ά­χρη­στοι, ε­πει­δή δεν βγή­καν έ­ξω α­πό τις μο­νές τους, να "σώ­σουν" τον κό­σμο. Για τους Πα­τέ­ρες ό­μως, τον αβ­βά Βαρ­σα­νού­φιο και τον Ταρ­κόφ­σκι, κά­ποι­οι σαν αυ­τούς τους τρεις και τον ά­γιο Αν­δρέ­α Ρουμ­πλιόφ σώ­ζουν πράγ­μα­τι την πα­τρί­δα τους και τον κό­σμο.

Ο Ταρ­κόφ­σκι φυ­σι­κά δεν εί­ναι θε­ο­λό­γος ώ­στε να προ­βάλ­λει σ ̓ έ­να έρ­γο του την ό­λη θέ­ση της Εκ­κλη­σί­ας για έ­να πρό­βλη­μα, ό­πως πχ. το οι­κο­λο­γι­κό, και να φέ­ρει στο προ­σκή­νιο έ­ναν πιο θε­τι­κό ή­ρω­α, ως ι­ε­ρέ­α της κτί­σε­ως. Εί­ναι ό­μως με­γά­λος, για­τί υ­πο­γραμ­μί­ζει την α­ξί­α κά­ποι­ων πραγ­μά­των και αν­θρώ­πων που η συμ­βα­τι­κή κοι­νω­νί­α πε­ρι­φρο­νεί κι α­πορ­ρί­πτει. Εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νος βα­θύ­τα­τα, για­τί βρή­κε το νό­η­μα της ζω­ής[37], δη­λα­δή τον Θε­ό και τον σταυ­ρό Του («Ε­λε­γες για τον Ι­η­σού. Ι­σως σταυ­ρώ­θη­κε για έ­ναν σκο­πό, για να συμ­φι­λι­ω­θεί ο Θε­ός με τον άν­θρω­πο», λέ­ει ο Ρουμ­πλιόφ) και το πώς θα πε­ρά­σουν οι συμ­πα­τρι­ώ­τες του τις σκλη­ρές κι α­πάν­θρω­πες δο­κι­μα­σί­ες τους. ([Οι Ρώ­σοι] «ση­κώ­νουν τον σταυ­ρό τους α­ξι­ο­πρε­πώς. Υ­πο­μέ­νουν σι­ω­πη­λά. Και προ­σεύ­χον­ται για δύ­να­μη», λέ­ει ο ί­διος). Και γι­ ̓ αυ­τό, δεν θέ­λει να τους φο­βί­σει αλ­λά να τους δώ­σει ελ­πί­δα. Ο­ταν τον πι­έ­ζουν να ζω­γρα­φί­σει τη μέλ­λου­σα Κρί­ση, ο ά­γιος ζω­γρά­φος λέ­ει: «Δεν μπο­ρώ να το ζω­γρα­φί­σω αυ­τό! Δε θέ­λω να φο­βί­σω τους αν­θρώ­πους! Α­πε­χθά­νο­μαι. Κα­τα­λα­βαί­νεις;»

Σε πολ­λά ση­μεί­α βλέ­πει τα πράγ­μα­τα α­νε­στραμ­μέ­να και δι­α­κρί­νει αυ­τά που ο σαρ­κι­κός άν­θρω­πος δεν βλέ­πει. Ο ή­ρω­άς του λέ­ει στην ται­νί­α «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ»: «Μό­νο με προ­σευ­χή η ψυ­χή μπο­ρεί να δι­α­κρί­νει τα α­ό­ρα­τα.»

Ο Ταρ­κόφ­σκι μάς υ­πεν­θυ­μί­ζει κά­ποι­α στοι­χεί­α της πα­ρα­δό­σε­ώς μας ξε­χα­σμέ­να α­πό τους πολ­λούς: Την πί­στη, ως εμ­πι­στο­σύ­νη στον Θε­ό και υ­πα­κο­ή στο θέ­λη­μά Του, την προ­σευ­χή, την ε­πα­νά­λη­ψη κά­ποι­ων ά­χρη­στων πρά­ξε­ων, ως δι­έ­ξο­δο α­πό τον ε­γω­ι­σμό και ά­νοιγ­μα στο υ­περ­φυ­σι­κό, στο θαύ­μα[38], κλπ. Εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος με με­γά­λη ευ­αι­σθη­σί­α, που α­να­ζη­τά την ο­μορ­φιά που κα­τά τον Ντο­στο­γι­έφ­σκι σώ­ζει τον κό­σμο[39] και τη βρί­σκει στην α­με­σό­τη­τα αλ­λά και πέ­ρα α­π ̓ αυ­τήν. Γι­ ̓ αυ­τό, και προ­σφυ­ώς στην ε­πι­τύμ­βια πλά­κα του χα­ρά­χτη­κε η ε­πι­γρα­φή: «Στον άν­θρω­πο που εί­δε έ­ναν άγ­γε­λο».

Θα λέ­γα­με, λοι­πόν, πως, με ό­λα τα ε­λατ­τώ­μα­τα, τις πα­λιν­δρο­μή­σεις, α­νη­συ­χί­ες κι αμ­φι­βο­λί­ες του, ο Ταρ­κόφ­σκι εί­ναι έ­νας μι­κρός προ­φή­της του 20ου αι­ώ­να που μι­λά στον κό­σμο ποι­η­τι­κά, με ει­κό­νες, για τον Θε­ό, τον άν­θρω­πο και τον κό­σμο. Κά­ποι­ος που βλέ­πει στο βά­θος και μα­κριά[40].



Ση­μει­ώ­σεις

1 Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι, Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, Α­θή­να 1987, σ. 229.
2 ό.π., σσ. 257-258.
3 Μα­ρί­α Φαν­τέ­ε­βα, «Αν­τρέ­ι Ταρ­κόβ­σκι: Ο σκη­νο­θέ­της που εί­δε έ­ναν άγ­γε­λο», Russia beyond the Headlines, http://rbth.gr/articles/2012/04/04/antrei_tarkobski_o_skinotheti_poy_eide_enan_aggelo_15016.html.
4 «Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι: “Ο ου­ρα­νός δεν εί­ναι ά­δει­ος...”», συ­νέν­τευ­ξη στο περ. «
Information Catholiques», μετ. Ελ. Μά­ι­νας, περ. «Σύ­να­ξη» και http://proskynitis.blogspot.gr/2011/07/blog-post_07.html.
5 ό.π.
6 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, σ. 229.
7 Αν­τρέ­ι Ταρ­κόφ­σκι, Θυ­σί­α, Α­θή­να 1990, σ. 189.
8 ό.π., σ. 183.
9 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, σ. 110.
10 ό.π., σσ. 257-258.
11 ό.π., σ. 123.
12 ό.π., σ. 46.
13 Γρά­φει ο Αν­τρέ­ας Πι­σα­λί­δης: «Ο Ρουμ­πλι­ώφ ζει σε έ­να Μογ­γο­λι­κό ζυ­γό, ο ο­ποί­ος δεν δι­α­φέ­ρει α­πό τον ζυ­γό που ο ί­διος ο Ταρ­κόφ­σκι ζού­σε κά­τω α­πό το σο­βι­ε­τι­κό κα­θε­στώς.» και: «Αυ­τή η κο­ρυ­φαί­α ται­νί­α που ε­ξέ­φρα­ζε ό­σο κα­μί­α την ε­θνι­κή ταυ­τό­τη­τα της πα­ρα­δο­σια­κής Ρω­σί­ας και που έ­βα­ζε την Ορ­θο­δο­ξί­α στο ε­πί­κεν­τρο της Ρώ­σι­κης ζω­ής, δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να κυ­νη­γη­θεί ε­πί σο­βι­ε­τι­κού κα­θε­στώ­τος. Ε­πί­σης κυ­νη­γή­θη­κε για τον λό­γο ό­τι πα­ρέ­πεμ­πε στο αυ­ταρ­χι­κό κα­θε­στώς στο ο­ποί­ο ζού­σαν οι καλ­λι­τέ­χνες στην Σο­βι­ε­τι­κή Έ­νω­ση, αλ­λά και για την ρε­α­λι­στι­κή α­πει­κό­νι­ση της βί­ας.», στο Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη «Τα κα­τα Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλι­ώφ» Πά­θη, ε­φημ. «Ε­λεύ­θε­ρος κό­σμος», 16 Α­πρι­λί­ου 2011, και http://www.e-grammes.gr/article.php?id=4793.
14 ό.π., σ. 286.
15 Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη, ό.π.
16 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, ό.π.
17 ό.π., σ. 124.
18 Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη, ό.π. Ο ί­διος ο Μπέρ­γκμαν γρά­φει σχε­τι­κά: «Ό­ταν α­να­κά­λυ­ψα την πρώ­τη ται­νί­α του Ταρ­κόφ­σκι ή­ταν σαν έ­να θαύ­μα. Ξαφ­νι­κά, βρή­κα τον ε­αυ­τό μου να στέ­κε­ται στην πόρ­τα του δω­μα­τί­ου τα κλει­διά της ο­ποί­ας, μέ­χρι τό­τε, δεν μου εί­χαν πο­τέ δο­θεί. Ή­ταν έ­να δω­μά­τιο στο ο­ποί­ο πάν­τα ή­θε­λα να μπω και ό­που αυ­τός ε­κι­νεί­το ε­λεύ­θε­ρα και με α­πό­λυ­τη ευ­κο­λί­α.» Και: "Ό­ταν η ται­νί­α δεν εί­ναι ντο­κου­μέν­το, εί­ναι ό­νει­ρο. Γι '­αυ­τό ο Ταρ­κόφ­σκι εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος απ᾿ ό­λους. Κι­νεί­ται με τό­ση φυ­σι­κό­τη­τα στο δω­μά­τιο των ο­νεί­ρων. Δεν ε­ξη­γεί. Τι θα έ­πρε­πε να ε­ξη­γή­σει ού­τως ή άλ­λως; [...] Ό­λη μου τη ζω­ή χτυ­πώ το κε­φά­λι μου στις πόρ­τες των δω­μα­τί­ων στα ο­ποί­α αυ­τός κι­νεί­ται τό­σο φυ­σι­κά. Μό­νο με­ρι­κές φο­ρές έ­χω κα­τα­φέ­ρει να πα­ρει­σφρή­σω μέ­σα.» (Με­τα­φρά­ζω α­πό την αγ­γλι­κή έκ­δο­ση της αυ­το­βι­ο­γρα­φί­ας του Μπέρ­γκμαν Laterna Magica (Η μα­γι­κή μου­βι­ό­λα), σ. 173.)
19 Αν­τρέ­α Πι­σα­λί­δη, ό.π.
20 Μα­ρί­α Φαν­τέ­ε­βα, ό.π.
21 Θυ­σί­α, σ. 183.
22 ό.π., σ. 179.
23 ό.π., σσ. 11-12.
24 ό.π., σ. 15.
25 ό.π., σ. 120.
26 ό.π., σσ. 130-132.
27 ό.π., σ. 174.
28 ό.π., σ. 187.
29 Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή κι η α­παγ­γε­λί­α του  Ύ­μνου της Α­γά­πης του Α­πο­στό­λου Παύ­λου (α­πό τον 1ο έ­ως τον 9ο στί­χο του ιγ΄ κε­φα­λαί­ου της Α΄ Κορ.) στον «Αν­τρέ­ι Ρουμ­πλιόφ» αλ­λά και η κρι­τι­κή του για τους πα­γα­νι­στές στην ί­δια ται­νί­α: «Φο­βά­στε για­τί ή δεν α­γα­πά­τε, ή α­γα­πά­τε σαν ζώ­α. Η α­γά­πη εί­ναι α­δελ­φι­κή.»
30 ό.π., σ. 184.
31 ό.π., σσ. 185-186.
32 Μα­ρί­α Φαν­τέ­ε­βα, ό.π.
33 Σμι­λεύ­ον­τας το χρό­νο, σσ. 287-290.
34 βλ. το άρ­θρο μου «Η α­γί­α Σο­φί­α της Κλει­σού­ρας και η δια Χρι­στόν σα­λό­τη­τα στην Ορ­θό­δο­ξη Εκκλησία».
35 βλ. Φιλ. 3, 20.
36 Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 20.
37 «Σε μια συνάντηση με το κοινό ένας νεαρός Αμερικάνος ρώτησε τον Αντρέι: «Τι πρέπει να κάνω για να είμαι ευτυχισμένος;». Ο Ταρκόβσκι του είπε: “Αρχικά πρέπει να αναρωτηθείτε  γιατί ζείτε στον κόσμο αυτό. Ποιο είναι το νόημα της ζωής σας; Γιατί εμφανιστήκατε στη γη συγκεκριμένα αυτό τον καιρό; Για ποιο ρόλο είστε προορισμένος; Ξεκαθαρίστε τα όλα αυτά, και η ευτυχία είτε θα έρθει, είτε όχι”», Φαντέεβα, ό.π.
38 Εδώ θυμίζει λίγο τον Πεντζίκη που μεταχειρίζεται την ψηφαρίθμηση, μια σειρά συσχετισμών των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων κάθε λέξης, κάτι εκ πρώτης όψεως παράλογο και ανώφελο, που όμως «τον βοηθά να σπάσει το εγώ» του (βλ. τη συνέντευξή του στο περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 11 (1978), "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 26).
39 Βλ. Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 129: «Σχεδόν έχουμε λησμονήσει εντελώς την ομορφιά ως κριτήριο τέχνης, κοντολογίς την επιθυμία να εκφράσουμε το ιδεώδες. [...] τα ιδεολογικά συμφέροντα έχουν αποκαταστήσει τα αισθητικά κριτήρια.»
40 Ο ισραηλιτικός λαός αποκαλούσε τον προφήτη Σαμουήλ «Ο βλέπων» (Α΄ Βασ., 9,9).

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Mustang (2015)



 

Παραγωγή: Γαλλία, Γερμανία, Τουρκία, 2015.
Διάρκεια: 90΄.
Σκηνοθεσία: Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιβέν.
Πρωταγωνιστούν: Γκιουέζ Σενσόι, Ντογκμπά Ντογκουσλί.
24 βραβεύσεις-προτάθηκε για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας

Η ται­νί­α της πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νης Ντε­νίζ Γκαμ­ζέ Ερ­γκι­βέν που πρω­το­προ­βλή­θη­κε στο Φε­στι­βάλ Καν­νών, πε­ρι­γρά­φει την ο­πι­σθο­δρο­μι­κή θέ­ση της γυ­ναί­κας στην σύγ­χρο­νη Τουρ­κί­α, μέ­σα α­πό τη συ­ναρ­πα­στι­κή ι­στο­ρί­α πέν­τε κο­ρι­τσι­ών που ζουν σε μια ε­παρ­χια­κή πό­λη στα πα­ρά­λια του Πόντου.  

Τα πέν­τε ό­μορ­φα, ορ­φα­νά α­πό γο­νείς κο­ρί­τσια, "φυ­λα­κί­ζον­ται" στο σπί­τι τους α­πό τους κη­δε­μό­νες τους, την για­γιά, την θεί­α και τον μο­νί­μως θυ­μω­μέ­νο και πο­λύ αυ­στη­ρό θεί­ο, για να ε­ξα­σφα­λι­στεί η α­γνό­τη­τά τους και να εκ­παι­δευ­τούν για τις μελ­λον­τι­κές τους οι­κια­κές υ­πη­ρε­σί­ες και τα συ­ζυ­γι­κά τους κα­θή­κον­τα. Κα­νο­νί­ζον­ται προ­ξε­νιά, γί­νον­ται συ­χνές ε­πι­σκέ­ψεις σε για­τρούς για να ε­λεγ­χθούν οι παρ­θε­νι­κοί τους υ­μέ­νες, υφίστανται τι­μω­ρί­ες και πε­ρι­ο­ρι­σμούς, αλ­λά η άν­θη­ση της θη­λυ­κό­τη­τάς τους εί­ναι α­στα­μά­τη­τη και η Ερ­γκι­βέν την α­πο­τυ­πώ­νει να­του­ρα­λι­στι­κά και τρυ­φε­ρά. Οι κο­πέ­λες, στα ό­ρια της ε­φη­βεί­ας και λί­γο με­τά τις πρώ­τες ε­ρω­τι­κές α­νη­συ­χί­ες, πα­ρο­μοι­ά­ζον­ται με ά­γρια ά­λο­γα, τα "mustang" του τί­τλου.

Οι "Α­τί­θα­σες" δεν εί­ναι μια ται­νί­α που τα βά­ζει με την θρη­σκεί­α, αλ­λά πε­ρι­γρά­φει την σύγ­κρου­ση του πα­λαι­ού με τον νέ­ο κό­σμο ό­που η γυ­ναί­κα διεκδικεί να εί­ναι ελεύθερη και ι­σό­τι­μη με τον άν­δρα. Οι κα­τα­στά­σεις θυ­μί­ζουν την πα­λιά Ελ­λά­δα, αλ­λά δυ­στυ­χώς ό­πως φαί­νε­ται, το μέλ­λον στην Τουρ­κί­α, του­λά­χι­στον στην α­χα­νή ε­παρ­χί­α, δεν μοιά­ζει πο­λύ αι­σι­ό­δο­ξο.

Μια στε­νά­χω­ρη κα­τά­στα­ση πε­ρι­γρά­φει αυ­τή η ε­ξαι­ρε­τι­κή ται­νί­α, αλ­λά με έ­ναν α­νά­λα­φρο και σχε­δόν κω­μι­κό τρό­πο, που κά­νει τον θε­α­τή να συμ­πά­σχει αλ­λά συ­νά­μα να χαί­ρε­ται.



Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Risen / H Ανάσταση (2016)




Διάρκεια: 100΄
Σκηνοθεσία: Kevin Reynolds
Ηθοποιοί: Joseph Fiennes, Tom Felton, Peter Firth, María Botto, Luis Callejo, Antonio Gil, Joe Manjón, Pepe Lorente, Stewart Scudamore, Cliff Curtis.




Α. Εισαγωγή:

Παρουσιάζουμε μία πο­λύ εν­δι­α­φέ­ρου­σα ται­νί­α ό­χι τό­σο για την καλ­λι­τε­χνι­κή της α­ξί­α, πα­ρ' ό­τι εί­ναι άρ­τια πα­ρα­γω­γή και κα­λά σκη­νο­θε­τη­μέ­νη α­πό έ­ναν τα­λαν­τού­χο σκη­νο­θέ­τη (Κevin Reynolds: Υδάτινος Κόσμος, Ρομπέν των Δασών, Κόμης Μονταχρήστος, Το κτήνος του πολέμου), ό­σο για να μοι­ρα­στού­με έ­να προ­βλη­μα­τι­σμό πά­νω στην αν­θρώ­πι­νη φύ­ση του Χρι­στού κα­θώς πε­θαί­νει στον σταυ­ρό και στο πως ή­ταν οι Α­πό­στο­λοι, ι­δί­ως με­τά τον συγ­κλο­νι­σμό που υ­πέ­στη­σαν αν­τι­κρί­ζον­τας τον Α­να­στη­μέ­νο Ι­η­σού.

Με ό­χη­μα την φαν­τα­στι­κή ι­στο­ρί­α ε­νός Ρω­μαί­ου Χι­λί­αρ­χου που πα­ρα­κο­λου­θεί τα γε­γο­νό­τα α­πό την Σταύ­ρω­ση και με­τά, έ­χου­με την ευ­και­ρί­α να συμ­με­τά­σχου­με κι ε­μείς στα γε­γο­νό­τα της Θεί­ας Οι­κο­νο­μί­ας που α­κού­με στα ε­ω­θι­νά Ευ­αγ­γέ­λια.

Έ­χον­τας συ­νη­θί­σει να α­κού­με για τον Κύ­ριο και τους Α­πο­στό­λους στο Να­ό μέ­σα α­πό την α­νά­γνω­ση των ευ­αγ­γε­λί­ων, τα κη­ρύγ­μα­τα και τις ο­μι­λί­ες, πολ­λές φο­ρές λη­σμο­νού­με πως κα­τά την μί­α Του φύ­ση, ο Χρι­στός ή­ταν άν­θρω­πος, α­να­μάρ­τη­τος, αλ­λά άν­θρω­πος ό­πως κι ε­μείς, ο ο­ποί­ος εί­χε τα λε­γό­με­να α­δι­ά­βλη­τα πά­θη, δη­λα­δή ό­σα δεν ε­ξαρ­τών­ται α­πό τη θέ­λη­ση μας πλην ό­μως ει­σήλ­θαν με­τά την πα­ρά­βα­ση στη ζω­ή του αν­θρώ­που. Ό­πως πεί­να, δί­ψα, κό­πος, πό­νος, δά­κρυ, φθο­ρά, θά­να­τος, δει­λί­α, α­γω­νί­α, ύ­πνος, α­σθέ­νεια.

Ο Χρι­στός εί­χε τα α­δι­ά­βλη­τα πά­θη για να τα α­γιά­σει και μέ­σω αυ­τών, να α­γιά­σει τον άν­θρω­πο. Τα εί­χε κα­τά πα­ρα­χώ­ρη­ση ε­πει­δή το θέ­λη­σε. Δεν υ­πέρ­κειν­ται της θε­λή­σε­ως του. Πει­νά, δι­ψά, κου­ρά­ζε­ται, πο­νά­ει, δα­κρύ­ζει, πε­θαί­νει, δει­λιά­ζει για­τί το θέ­λει. Τα α­δι­ά­βλη­τα πά­θη στο Χρι­στό εί­ναι κα­τά φύ­σιν ό­ταν πα­ρα­χω­ρεί ο ί­διος στη σάρ­κα του να τα υ­φί­στα­ται. εί­ναι ό­μως και υ­πέρ φύ­σιν δι­ό­τι δεν έ­χουν τον α­ναγ­κα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα που έ­χουν σε μας. Η θέ­λη­ση του Κυ­ρί­ου εί­χε το προ­βά­δι­σμα.
Πα­ράλ­λη­λα, ας στο­χα­στού­με ποι­οι ή­ταν οι Α­πό­στο­λοι πριν την Πεν­τη­κο­στή. Άν­θρω­ποι σαν κι ε­μάς, που δι­ψού­σαν για Θε­ό που α­να­ζη­τού­σαν μια πιο βα­θειά ερ­μη­νεί­α του λό­γου του Θε­ού. Εί­χαν α­δυ­να­μί­ες, ο κα­θέ­νας την δι­κή του, ό­πως κι ε­μείς. 

Βλέ­που­με τον Πέ­τρο να θυ­μώ­νει αλ­λά ταυ­τό­χρο­να να έ­χει αυ­τή την με­γά­λη α­φο­σί­ω­ση στον Χρι­στό.
Βλέ­που­με την παρ­ρη­σί­α του Βαρ­θο­λο­μαί­ου μπρο­στά στον Πι­λά­το, και σκε­φτό­μα­στε πως το ί­διο θα κά­να­με κι ε­μείς αν αν­τι­κρί­ζα­με τον σταυ­ρω­μέ­νο δά­σκα­λό μας, α­να­στη­μέ­νο και κα­τα­νο­ού­σα­με ε­πι­τέ­λους πως ή­ταν ο Μεσ­σί­ας.

Βλέ­που­με και τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό να χα­μο­γε­λά συμ­βο­λί­ζον­τας την χα­ρά της Α­να­στά­σε­ως και τους μα­θη­τές μέ­σα σε χα­ρά α­νε­κλά­λη­τη, με­γα­λύ­τε­ρη α­πό ε­κεί­νη που εί­χαν στο ό­ρος Θα­βώρ ο Ι­ω­άν­νης, ο Ι­ά­κω­βος και ο Πέ­τρος, για­τί τώ­ρα γνω­ρί­ζουν.

Τέ­λος στο πρό­σω­πο του Χι­λί­αρ­χου, ας στο­χα­στού­με πως θα ή­μα­σταν ε­μείς στην θέ­ση ενός Πατρίκιου ειδωλολάτρη, αν έ­βλε­παν τα μά­τια μας ό,τι εί­δε αυ­τός, πό­σο θα συγ­κλο­νι­ζό­μα­στε και πό­σο θα άλ­λα­ζε η ζω­ή μας.


Β: Σχετικά με την υπόθεση της ταινίας:

Έχοντας μόλις κατατροπώσει τις, υπό τις προσταγές του Βαραββά, επαναστατημένες ορδές των Ιουδαίων στις παρυφές της Ιερουσαλήμ, ο γενναίος Ρωμαίος αξιωματικός Κλάβιος θα επιστρέψει νικητής, πλην κατάκοπος στην βάση του, εκεί που τον καρτερεί μια ιδιάζουσα υπόθεση. Φοβισμένος ο Έπαρχος Πόντιος Πιλάτος, πως η σταύρωση του υποτιθέμενου βασιλέα Ιησού, θα προκαλέσει αναστάτωση στις τάξεις των ζηλωτών, θα αναθέσει στο δεξί του χέρι να προστατεύσει με στρατιωτικές δυνάμεις τον Τάφο του, υπό την απειλή της αρπαγής του σώματος του και της επίδειξης, της εξαφάνισης του, ως θαύματος...


Κι ενώ στην ορθολογική σκέψη του Κλάβιου, δεν υπάρχει το παραμικρό που θα μπορούσε να τον φοβίσει, μόλις δύο ημέρες μετά τον ενταφιασμό, το άψυχο κορμί του Ιησού, αναπάντεχα θα εξαφανιστεί από την επτασφράγιστη σπηλιά, σκορπώντας στους υποστηρικτές του ρίγη συγκίνησης για το ανεπανάληπτο συμβάν που μόλις έλαβε χώρα. Μην πιστεύοντας στιγμή πως κάτι τέτοιο είναι προϊόν ιδιαίτερων ικανοτήτων, παρά κλοπής από τους μαθητές του, ο Κλάβιος θα αρχίσει να συγκεντρώνει στοιχεία που θα τον οδηγήσουν στον εντοπισμό τόσο των μαθητών του Ιησού, όσο και του χαμένου πτώματος του εσταυρωμένου...



Στην ταινία ταξιδεύουμε σε ένα οδοιπορικό στις 40 ημέρες από την Ανάσταση του Χριστού έως την Ανάληψή Του και ακολουθούμε την πορεία αναζήτησης ενός φανατικού διώκτη του Θεανθρώπου που θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια του τη λογική, αρχίζοντας μέσα του να γεννιέται η πίστη και η μετάνοια…








Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Difret (2014)


Αιθιοπία 2014.
Διάρκεια: 95΄.
Σκηνοθεσία: Zeresenay Berhane Mehari.
Παίζουν: Meron Getnet, Tizita Hagere.


Στα χωριά της Αιθιοπίας υπήρχε η παράδοση, όταν ένας άντρας ήθελε να συνάψει γάμο με κάποια γυναίκα, εάν αυτή αρνιόταν, τότε επιτρεπόταν να την απαγάγει και να τη βιάσει για να την κάνει «επίσημα» γυναίκα του. Το παράλογο αυτό έθιμο φέρνει στο προσκήνιο η ταινία, που διηγήται την αληθινή ιστορία της 14χρονης Χιρούτ, η οποία το 1996 έπεσε θύμα απαγωγής και βιασμού από κάποιον πολύ μεγαλύτερό της άντρα, ο οποίος ήθελε να την παντρευτεί. Η Χιρούτ ξέφυγε από τα χέρια του απαγωγέα της αλλά αντιμετώπισε παράλληλα την κατακραυγή της μικρής κοινωνίας του χωριού της. Μία νεαρή ακτιβίστρια δικηγόρος αναλαμβάνει να υπερασπιστεί την μικρή Χιρούτ στο δικαστήριο.


Ο σκηνοθέτης Zeresenay Berhane Mehari,  φέρνει στο φως ένα συμβάν  που έγινε το 1996 και αποκαλύπτει το χάσμα των αντιλήψεων όσων ζουν στις πόλεις με αυτούς που ζουν στην επαρχία. Η ταινία με την αμεσότητα που προσφέρουν οι ερμηνείες των ερασιτεχνών πρωταγωνιστών της συγκινεί με τον ρεαλισμό της και προβληματίζει για το τι μπορεί να εξακολουθεί να συμβαίνει εκεί που δεν υπάρχουν νόμοι ή εκεί που υπάρχουν αλλά δεν εφαρμόζονται.
Ο σκηνοθέτης που ζει 6 μήνες στην Αιθιοπία και τους υπόλοιπους στην Αμερική, δήλωσε στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Screeneye: « Έμαθα για την ιστορία αυτή πριν από 8 χρόνια. Χρειάστηκε να ερευνήσω όλες τις πτυχές πριν προχωρήσω στο εγχείρημα. Η Αιθιοπία είναι μια χώρα με αντιθέσεις και αυτές ήθελα να αναδείξω. Οι αντιλήψεις στις μεγάλες πόλεις είναι διαφορετικές από αυτές στην επαρχία, κανείς βέβαια δεν ξέρει τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες».


Είναι μόλις η τέταρτη ταινία που παράγεται στην Αιθιοπία, στην τοπική γλώσσα την Amharic. Η λέξη “difret” έχει δύο σημασίες. Η μία είναι θάρρος και η άλλη είναι το να πέφτεις θύμα βιασμού. Ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον και μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί, με τον σκηνοθέτη να δηλώνει ότι υπάρχουν πολλές ακόμα παρόμοιες ιστορίες στην Αιθιοπία.



Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Testament of Youth (2014)



Σκη­νο­θε­σί­α: James Kent. Πρω­τα­γω­νι­στούν: Alicia Vikander, Kit Harington.
Διά­ρκεια: 125 min 


Μί­α ε­ξαι­ρε­τι­κή βι­ο­γρα­φι­κή ται­νί­α βα­σι­σμέ­νη στο βι­βλί­ο "Testament of Youth" που ε­ξέ­δω­σε το 1933 η σπουδαία συγ­γρα­φέ­ας, ποι­ή­τρια, φε­μι­νί­στρια και πρω­το­πό­ρος των ει­ρη­νι­στι­κών κι­νη­μά­των Βέ­ρα Μπρί­τεν.
Η Βέ­ρα Μπρί­τεν γεν­νή­θη­κε στο Newcastle-under-Lyme της Μ. Βρετ­τα­νί­ας στις 29 Δε­κεμ­βρί­ου 1893. Εκ­παι­δεύ­τη­κε στο σπί­τι της α­πό μια γκου­βερ­νάν­τα και ύ­στε­ρα σε έ­να σχο­λεί­ο του Surrey. Η νε­α­ρή Βέ­ρα με δι­κή της προ­ε­τοι­μα­σί­α έ­δω­σε ε­ξε­τά­σεις και πέ­ρα­σε στην Οξ­φόρ­δη, σε μια ε­πο­χή που ε­λά­χι­στες γυ­ναί­κες σπού­δα­ζαν.


Το 1914 με το ξέ­σπα­σμα του Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου ο αρ­ρα­βω­νι­στι­κός της Ρό­λαντ και ο α­δελ­φός της Έν­του­αρντ κα­τα­τά­χτη­καν στον στρα­τό. Η Βέ­ρα δεν άν­τε­χε να εί­ναι τα α­γα­πη­μέ­να της πρό­σω­πα στον πό­λε­μο και έ­τσι α­πο­φά­σι­σε να εγ­κα­τα­λεί­ψει το κολ­λέ­γιο και να γί­νει νο­σο­κό­μα. Κα­τα­τά­χτη­κε στην ε­θε­λον­τι­κή ορ­γά­νω­ση πρώ­των βο­η­θει­ών «Voluntary Aid Detachment» και υ­πη­ρέ­τη­σε στην Αγ­γλί­α και στο Γαλ­λι­κό μέ­τω­πο. Στην ται­νί­α πα­ρα­κο­λου­θού­με την ζω­ή της ως νο­σο­κό­μας μέ­σα στις ο­δυ­νη­ρές συν­θή­κες του πο­λέ­μου και τον τρό­πο με τον ο­ποί­ο βί­ω­σε την φρί­κη συμ­πα­ρα­στε­κό­με­νη σε τραυ­μα­τί­ες και ε­τοι­μο­θά­να­τους, α­νε­ξάρ­τη­τα αν ή­ταν ε­χθροί ή φί­λοι!


Με­τά το πό­λε­μο συ­νέ­χι­σε τις σπου­δές της στις πο­λι­τι­κές ε­πι­στή­μες, α­σχο­λή­θη­κε ε­νερ­γά με το αν­τι­πο­λε­μι­κό κί­νη­μα και φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα, έ­γρα­ψε 13 βι­βλί­α κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού πε­ρι­ε­χο­μέ­νου και πολ­λά άρ­θρα σε πε­ρι­ο­δι­κά. Με­τά τον Β΄ Π. Π. συμ­με­τεί­χε σε κι­νή­μα­τα ε­νάν­τια στα πυ­ρη­νι­κά ό­πλα, στο α­παρ­τχά­ϊντ και την α­ποι­κι­ο­κρα­τί­α.


Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Nebraska





Σκηνοθεσία: Alexander Payne, Σενάριο: Bob Nelson.
Παίζουν: Bruce Dern, Will Forte
Διάρκεια: 114'
Η παρουσίαση της ταινίας εκφωνήθηκε από τον π. Χριστόδουλο Μπίθα μετά την προβολή στο Πολιτιστικό κέντρο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.


Η α­φή­γη­ση στις ι­στο­ρί­ες ‘’­δρό­μου­’’ και ο μύ­θος τους ως έ­να υ­παρ­ξια­κό τα­ξί­δι στις γει­το­νι­ές του κό­σμου, ξε­κί­νη­σε τρεις χι­λιά­δες χρό­νια πριν με την Ο­δύσ­σεια του Ο­μή­ρου. Έ­κτο­τε, τρο­φο­δό­τη­σε την παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α με πλή­θος ι­στο­ρι­ών, ποι­η­μά­των, μυ­θι­στο­ρη­μά­των και δι­η­γη­μά­των και α­πο­τέ­λε­σε προ­σφι­λή α­φη­γη­μα­τι­κή φόρ­μα για να στο­χα­σμό πάνω σε ι­δέ­ες ση­μαν­τι­κές. Ἀ­πό τούς πε­ρι­πλα­νώ­με­νους κυ­νι­κούς φι­λο­σο­φούν­τες στην Α­θή­να μέ­χρι τους  Shramanas δα­σκά­λους στην Ιν­δί­α, οι εμ­πει­ρί­ες της πε­ρι­πλά­νη­σης τρο­φο­δο­τούν την αν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη. Στην Χρι­στι­α­νι­κή μας πα­ρά­δο­ση οι Συ­νο­πτι­κοί ευ­αγ­γε­λι­στές θα πε­ρι­γρά­ψουν τα γε­γο­νό­τα της συ­νο­δοι­πο­ρί­ας τους  με τον Χρι­στό στην Πα­λαι­στί­νη, ε­νώ ε­πί αι­ώ­νες η Ορ­θο­δο­ξί­α θα εμ­πλου­τί­ζε­ται με ο­δοι­πο­ρι­κά ό­πως το Λαυ­σα­ϊ­κό, το Λει­μω­νά­ριο, ή το πιο πρό­σφα­το Ρω­σι­κό α­φή­γη­μα "Πε­ρι­πέ­τει­ες ε­νός προ­σκυ­νη­τού", ό­που πε­ρι­γρά­φον­ται οι ζω­ές πε­ρί­φη­μων α­σκη­τών και πνευ­μα­τι­κές εμ­πει­ρί­ες.

         Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, η 7η τέ­χνη που εμ­πε­ρι­έ­χει ό­λες τις άλ­λες τέχνες, γέν­νη­σε πάμ­πολ­λες ται­νί­ες, πε­ρι­πέ­τει­ες, έ­πη, μα πά­νω α­π' ό­λα τα­ξί­δια πνευ­μα­τι­κής ω­ρί­μαν­σης με φόν­το, πό­λεις, ε­ρή­μους και χώ­ρες πολ­λές και δι­ά­φο­ρες. Λί­γη ση­μα­σί­α έ­χει εάν οι πρω­τα­γω­νι­στές θα τα­ξι­δεύ­ουν με αυ­το­κί­νη­το, με πλοί­ο, ή τρέ­νο - με ά­λο­γα ή με τα πό­δια, ό­πως λί­γη ση­μα­σί­α έ­χει τε­λι­κά και ο προ­ο­ρι­σμός – το κα­θο­ρι­στι­κό στην μυ­θο­λο­γί­α του δρό­μου εί­ναι η με­τά­βα­ση που λαμ­βά­νει χώ­ρα με ταυ­τό­χρο­νο τρό­πο, ε­σω­τε­ρι­κά και ε­ξω­τε­ρι­κά. Οι Κύ­κλω­πες και οι Λαι­στρυ­γό­νες, η Κίρ­κη και η Κα­λυ­ψώ, θα α­πο­τε­λούν δι­α­χρο­νι­κά σύμ­βο­λα, πάν­τα θα πα­ρα­πέμ­πουν στην αν­θρώ­πι­νη α­μαρ­τί­α, στην φυ­γή, στην α­να­ζή­τη­ση, στην ε­λευ­θε­ρί­α, στην αυ­το­γνω­σί­α.

         Κα­θώς ξε­κι­νά η α­να­συγ­κρό­τη­ση του δυ­τι­κού κό­σμου μετά α­πό τις πλη­γές του Β' Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου και οι άν­θρω­ποι αρ­χί­ζουν πά­λι να τα­ξι­δεύ­ουν, το εί­δος των α­πο­κα­λού­με­νων road movies ε­ξε­λίσ­σε­ται. Με ε­πιρ­ρο­ές α­πό τα γου­έ­στερν και βέ­βαι­α α­πό κλασ­σι­κούς συγ­γρα­φείς ό­πως ο Μάρκ Του­αίν, ο Τζών Στά­ιν­μπεκ, αλ­λά και ε­πί­και­ρους ό­πως ο Τζακ Κε­ρου­ακ με το μυ­θι­στό­ρη­μα του Στον Δρό­μο (1951), δη­μι­ουρ­γεί­ται μια σει­ρά ται­νι­ών ό­που βλέ­που­με α­νή­συ­χους ή­ρω­ες να πε­ρι­πλα­νών­ται στην Α­με­ρι­κά­νι­κη εν­δο­χώ­ρα ή εκ­προ­σώ­πους μιας ε­πα­να­στα­τη­μέ­νης γε­νιάς να πε­ρι­φέ­ρε­ται με μο­το­συ­κλέ­τες και αυ­το­κί­νη­τα α­να­ζη­τών­τας εμ­πει­ρί­ες και ε­λευ­θε­ρί­α. Ται­νί­ες ό­πως το Bonnie and Clyde, το Easy Rider δί­νουν την εκ­κί­νη­ση την δε­κα­ε­τί­α του 70 για πλή­θος ται­νί­ες δρό­μου, φτη­νού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού αλ­λά και εμ­πο­ρι­κές, και δη­μι­ουρ­γούν την ευ­και­ρί­α για Ευρωπαϊκά και διεθνή α­ρι­στουρ­γή­μα­τα ό­πως το Week end του Ζαν Λυκ Γκον­τάρ, το "Πα­ρί­σι Τέ­ξας" του Βιμ Βεν­τερς κα­θώς και οι πρώ­τες ται­νί­ες του, το P­α­s­s­e­n­g­er του Αν­το­νι­ό­νι και πολ­λά άλ­λα.



Στην 24 φο­ρές βρα­βευ­μέ­νη μαυ­ρό­α­σπρη πε­ρι­πλά­νη­ση που φέ­ρει τον τί­τλο Nebraska, o Α­λε­ξάν­τερ Πέ­ην, ή αλ­λι­ώς Α­λέ­ξαν­δρος Πα­πα­δό­που­λος, πε­ρι­δι­α­βαί­νει μα­ζί με τους ή­ρω­ές του τα λι­βά­δια της καρ­διάς της Α­με­ρι­κής. Το έ­χει ξα­να­κά­νει πά­λι, στα ε­πί­σης βρα­βευ­μέ­να "Πλα­γί­ως" και "Σχε­τι­κά με τον Σμίντ". Η α­πλή ι­στο­ρί­α τού η­λι­κι­ω­μέ­νου με αρ­χή ά­νοι­ας, που πι­στεύ­ει πως το δι­α­φη­μι­στι­κό χαρ­τί που κρα­τά θα τού λύ­σει ό­λα τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα,  εί­ναι πρό­σχη­μα για να μι­λή­σει μέ­σα α­πό το υ­πέ­ρο­χο σε­νά­ριο του Bob Nelson για πολ­λά θέ­μα­τα, ό­πως τα παι­δι­κά τραύ­μα­τα,  η συμ­φι­λί­ω­ση με τους γο­νείς, η πο­ρεί­α προς την ω­ρι­μό­τη­τα, η οι­κο­γέ­νεια, η συγ­χώ­ρε­ση.

         Πα­ράλ­λη­λα, η πε­ρι­πλά­νη­ση στην καρ­διά της Α­με­ρι­κα­νι­κής ε­παρ­χί­ας θα α­πο­κα­λύ­ψει έ­να κό­σμο που ζει πα­ραι­τη­μέ­νος α­πό τους χυ­μούς της ζω­ής. Χιλιάδες άνθρωποι ξε­χα­σμέ­νοι μπρο­στά σε μια τη­λε­ό­ρα­ση, πα­θη­τι­κοί θε­α­τές α­νό­η­των θε­α­μά­των, πί­νουν δια­ρκώς σε πλη­κτι­κά μπαρ και συ­ζη­τούν για πράγ­μα­τα α­νού­σια, ζών­τας α­δι­ά­φο­ρες οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις, ό­που η ρου­τί­να κι η έλ­λει­ψη α­λη­θι­νής α­γά­πης χα­ρα­κτη­ρί­ζει το κε­νό. 

         1450 χι­λι­ό­με­τρα α­νά­με­σα σε μο­νό­το­νες πό­λεις και α­πέ­ραν­τα χω­ρά­φια. Ό­λα με­λαγ­χο­λι­κά, α­πο­χρω­μα­τι­σμέ­να, δί­χως την πα­λέ­τα των χρω­μά­των τού Πλά­στη που δί­νουν ευ­χα­ρί­στη­ση και προ­σκα­λούν σε τα­ξί­δι α­να­ψυ­χής. Μαυ­ρό­α­σπρα, ό­πως οι ζω­ές και τα συ­ναι­σθή­μα­τα των κα­τοί­κων. Το το­πί­ο πρω­τα­γω­νι­στεί κι αυ­τό σε ό­λη την διά­ρκεια της ται­νί­ας.  Το τα­ξί­δι εί­ναι ε­σω­τε­ρι­κό, και το το­πί­ο α­πο­τε­λεί το φόν­το, ό­πως κα­ταν­τά η ζω­ή μας ό­ταν εί­ναι δί­χως νό­η­μα.

         Ο ε­πί­σης Έλ­λη­νας φω­το­γρά­φος Φαί­δω­νας Πα­πα­μι­χα­ήλ, κι­νη­μα­το­γρα­φεί την Α­με­ρι­κα­νι­κή εν­δο­χώ­ρα χω­ρίς να χρη­σι­μο­ποι­εί τε­χνι­κές που εν­τυ­πω­σιά­ζουν τα μά­τια. Κα­νέ­να στυ­λι­ζά­ρι­σμα, ού­τε πε­ρί­τε­χνοι φω­τι­σμοί, μό­νο υ­ψη­λό κον­τρά­στ στην φω­το­γρα­φί­α για να το­νί­ζε­ται η δρα­μα­τι­κό­τη­τα της ι­στο­ρί­ας. Τί­πο­τα που να δια­σπά την αί­σθη­ση του θε­α­τή α­πό τους ή­ρω­ες. Η ται­νί­α εί­ναι γυ­ρι­σμέ­νη σε σι­νε­μα­σκόπ με α­να­μορ­φι­κούς φα­κούς, ώ­στε μέ­σα στο με­γά­λο κά­δρο να α­να­δει­κνύ­ον­ται οι α­πέ­ραν­τες πε­διά­δες και να το­νί­ζε­ται η μο­να­ξιά και η α­πο­μό­νω­ση των η­ρώ­ων. Γε­νι­κά κά­δρα και συν­θέ­σεις που δη­μι­ουρ­γούν α­τμό­σφαι­ρα, κον­τι­νά πλά­να που  πε­ρι­γρά­φουν πρό­σω­πα με α­δρά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Και η σκη­νο­θε­σί­α, ό­πως μας λέ­ει ο ί­διος Πέ­ην, εί­ναι σαν μια ντο­κυ­μαν­τε­ρί­στι­κη προ­σέγ­γι­ση της μυ­θο­πλα­σί­ας. Ό­λα εί­ναι ρε­α­λι­στι­κά, οι πό­λεις, τα χω­ριά, οι άν­θρω­ποι. Τί­πο­τε ψεύ­τι­κο, που­θε­νά δεν θα δού­με πλα­στι­κούς Χολ­λυ­γουν­τια­νούς ή­ρω­ες και ι­δε­α­τές κα­τα­στά­σεις. Αυ­τή η  ρε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση, ό­μως, θα ε­πεν­δυ­θεί με ει­κό­να, α­τμό­σφαι­ρα και α­φή­γη­ση ποι­η­τι­κή.

         Η ται­νί­α μοιά­ζει σαν μί­α Ο­δύσ­σεια ό­που ο πρω­τα­γω­νι­στής μπο­ρεί να πή­γε στον πό­λε­μο, ό­μως σε τού­τη την ζω­ή δεν εί­ναι κα­θό­λου η­ρω­ϊ­κός, αλ­λά νι­κη­μέ­νος. Η μα­τιά τού σκη­νο­θέ­τη εί­ναι αν­θρω­πο­κεν­τρι­κή. Οι κω­μι­κο­τρα­γι­κές φι­γού­ρες αν­τι­με­τω­πί­ζον­ται με συμ­πά­θεια, ο άν­θρω­πος μοιά­ζει α­βο­ή­θη­τος μέ­σα στις δυ­σκο­λί­ες της βιοτής, αλ­λά κα­τά βά­σιν εί­ναι κα­λός. Ό­πως και στις άλ­λες ται­νί­ες του, έ­τσι και ε­δώ ο Πέ­ην, έ­χει μια Πα­πα­δι­α­μαν­τι­κή μα­τιά στους ή­ρω­ές του, τους α­γα­πά μέ­σα στα πά­θη τους, στην μι­κρό­τη­τά τους, βλέ­πει την α­στει­ό­τη­τα της α­νο­η­σί­ας τους, τούς συγ­χω­ρεί.


         H πε­ρι­γρα­φή των χα­ρα­κτή­ρων και η ε­ξέ­λι­ξη της ι­στο­ρί­ας κι­νούν­ται α­νά­με­σα στο τρα­γι­κό και το κω­μι­κό. Ο ζό­φος της μο­να­ξιάς δι­α­σκε­δά­ζε­ται α­πό το λε­πτό χι­ού­μορ. "Μου ά­ρε­σε το σε­νά­ριο", λέ­ει ο Πέ­ην, για­τί εί­ναι "μια κω­μω­δί­α με στιγ­μές βα­ρύ­τη­τας". Η θλί­ψη για τις ζω­ές που ζουν τον πνευ­μα­τι­κό τους θά­να­το, χρω­μα­τί­ζε­ται α­πό κω­μι­κές σκη­νές, ό­πως ο δι­ά­λο­γος του Ντέ­η­βιντ με τα α­νεγ­κέ­φα­λα ξα­δέλ­φια του, ή η συ­νάν­τη­ση των α­δελ­φών του Γούν­τυ μπρο­στά α­πό μια τη­λε­ό­ρα­ση, ό­που κά­θε προ­σω­πι­κή σχέ­ση έ­χει κα­τα­λυ­θεί α­πό την α­φα­σι­κή τη­λο­ψί­α πο­δο­σφαί­ρου και τις α­νού­σι­ες αν­τρι­κές συ­ζη­τή­σεις για αυ­το­κί­νη­τα. Ο σκη­νο­θέ­της α­πο­φεύ­γει το με­λό­δρα­μα, δεν θέ­λει να μας προ­κα­λέ­σει δά­κρια αλ­λά γλυ­κό­πι­κρο στο­χα­σμό και να μας τα­ρα­κου­νή­σει, α­φού αν το σκε­φτού­με κα­λύ­τε­ρα, ό­λα αυ­τά θα μπο­ρού­σαν να συμ­βαί­νουν κα­τ' α­να­λο­γί­αν σε ο­ποι­α­δή­πο­τε χώ­ρα του κό­σμου. Η α­μαρ­τί­α εί­ναι πα­ναν­θρώ­πι­νη και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ί­δια.

         Οι πλη­ρο­φο­ρί­ες για τους ή­ρω­ες της α­φή­γη­σης, ξε­δι­πλώ­νον­ται αρ­γά κα­τά την διά­ρκεια του τα­ξι­διού. Ο πα­τέ­ρας κον­τά στα 80, γκρι­νιά­ρης, α­γέ­λα­στος α­πό­το­μος, α­πλη­σί­α­στος, αλ­κο­ο­λι­κός. Έ­ζη­σε την φρί­κη του πα­ρα­λο­γι­σμού της Κο­ρέ­ας, εί­δε την κό­λα­ση του ανθρωποσφαγείου με τα μά­τια του και γύ­ρι­σε σε μια πα­τρί­δα που α­φού του έ­δω­σε ί­σως έ­να πα­ρά­ση­μο, τον ξέ­χα­σε με τους ε­φιά­λτες τής αν­θρώ­πι­νης θη­ρι­ω­δί­ας κι ε­κεί­νος δεν μί­λη­σε πο­τέ πια γι αυ­τό. "Πο­τέ δεν μι­λού­σε πο­λύ, μα ό­ταν γύ­ρι­σε α­πο τον πό­λε­μο δεν έ­λε­γε ού­τε λέ­ξη", θα πει μια πα­λιά του φι­λε­νά­δα. "Πα­λιά ή­ταν πο­λύ ευ­γε­νι­κός. Οι άλ­λοι τον εκ­με­τα­λεύ­ον­ταν για­τί δεν μπο­ρού­σε να χα­λά­σει χα­τή­ρι"... Δεν αρ­κεί να εί­σαι κα­λός α­πό την φύ­ση σου. Αν δεν πο­θή­σεις την υ­πέρ­βα­ση, εί­ναι εύ­κο­λο να α­φε­θείς στην φθο­ρά και να αλ­λοι­ω­θεί ο χα­ρα­κτή­ρας σου.

         Ό­ταν κάποια στιγμή ο γιός θα ρωτήσει τον πατέρα "Με­τά­νι­ω­σες πο­τέ που παν­τρεύ­τη­κες την μα­μά;",  η α­λή­θεια ξε­δι­πλώ­νε­ται κυ­νι­κά: "Συ­νε­χώς το με­τά­νι­ω­να. Θα μπο­ρού­σε να εί­ναι χει­ρό­τε­ρα". Για­τί δεν χώ­ρι­σες;". "Για­τί να το κά­νω; Θα έ­βρι­σκα μιά άλ­λη που θα με έ­πρη­ζε χει­ρό­τε­ρα Κι ε­σύ θα "έ­πι­νες αν ή­σουν παν­τρε­μέ­νος με κά­ποι­α σαν την μη­τέ­ρα σου...". Μοιρολατρία, άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να ζήσουν την χαρά της σχέσης, το πανηγύρι των προσώπων που ονειρεύονται και συνοδοιπορούν.

         Η μά­να, από την άλλη πλευρά, μια α­τέ­λει­ω­τη γκρί­νια, για τα χρό­νια που πέ­ρα­σαν, την συμ­βί­ω­ση που ή­ταν κο­πι­α­στι­κή, τα ό­νει­ρα που δεν ι­κα­νο­ποι­ή­θη­καν. Ζει α­να­πο­λών­τας μια υ­πο­τι­θέ­με­νη γο­η­τευ­τι­κή νι­ό­τη ό­που ό­λοι οι άν­τρες τά­χα την ή­θε­λαν. Δια­ρκώς υ­πο­τι­μά τον άν­τρα της, τον δι­ορ­θώ­νει, τον φρον­τί­ζει, με την τυ­πι­κή μουρ­μού­ρα του αν­θρώ­που που έ­χει χά­σει τον ε­αυ­τό του. "Ξέ­ρεις τι θα έ­κα­να ε­γώ με έ­να ε­κα­τομ­μύ­ριο;",  θα πει στον γιό της για τον άν­τρα της. "Θα τον έ­βα­ζα σε γη­ρο­κο­μεί­ο!".  Ζωές παράλληλες που ποτέ δεν συναντήθηκαν και απέμειναν μόνο τα τυπικά του γάμου ως γέφυρα συντροφικότητας. Πλύσιμο, μαγείρεμα, ικανοποίηση σωματικών αναγκών.

 Ενδιαφέρον έχει και το μι­κρό καυ­στι­κό σχό­λιο στο νε­κρο­τα­φεί­ο για την θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά της μητέρας: Σαν κα­λή κα­θο­λι­κή θέ­λει ο­πωσ­δή­πο­τε να πά­ει στα μνή­μα­τα, αλ­λά για κά­θε νε­κρό, εμ­πά­θεια στά­ζει α­πό το στό­μα της. Εί­ναι η ζω­ή που περ­νά και τί­πο­τα δεν μας δι­δά­σκει ό­ταν εί­μα­στε πνευ­μα­τι­κά νε­κροί, εί­ναι που α­κό­μα κι αν ζή­σου­με πολ­λά χρό­νια τί­πο­τε, δεν θα κα­τα­λά­βου­με αν δεν α­να­ζη­τή­σου­με την Α­λή­θεια μέ­σα α­πό τον τρό­πο της Α­γά­πης.

         Ο έ­νας γιός, ο Ντέ­η­βιντ, εί­ναι έ­νας α­σή­μαν­τος πω­λη­τής σε έ­να κα­τά­στη­μα ό­που πω­λούν­ται τα Hi Fidelity α­γα­θά του τε­χνο­λο­γι­κού πο­λι­τι­σμού. Πό­τε συμ­βι­ώ­νει και πό­τε χω­ρί­ζει με μια γυ­ναί­κα που θα ή­θε­λε να τον παν­τρευ­τεί, μα ε­κεί­νος δεν ξέ­ρει για­τί εί­ναι μα­ζί της. "Ας παν­τρευ­τού­με, ας χω­ρί­σου­με", του φω­νά­ζει ε­κεί­νη! "Ας κά­νου­με ε­πι­τέ­λους κά­τι !". Ο χρό­νος περ­νά α­δι­ά­φο­ρα, πλη­κτι­κά, ο­σμή θα­νά­του σε ζω­ή ά­νευ­ρη, ά­χα­ρη, ζω­ή δί­χως ό­νει­ρα, δί­χως προ­ο­ρι­σμό. Άν­θρω­πος χα­μη­λών τό­νων, τα­πει­νω­μέ­νος α­πό την ζω­ή, προ­σπα­θεί να δει τον πα­τέ­ρα του με συμ­πά­θεια.

         Ο άλ­λος γιός αν­τί­θε­τα, εί­ναι εκ­πρό­σω­πος του Α­με­ρι­κα­νι­κού ο­νεί­ρου. Τη­λε­ο­πτι­κός α­στέ­ρας μι­κρής εμ­βέ­λειας, ή­ρω­ας του τί­πο­τα. Εμ­φα­νί­ζε­ται στις τη­λε­ο­πτι­κές ει­δή­σεις, ά­ρα πι­στεύ­ει πως εί­ναι κά­ποι­ος. Πλη­γω­μέ­νος α­πό τον αλ­κο­ο­λι­σμό του πα­τέ­ρα του, δεν μπο­ρεί να τον χω­ρέ­σει, "πο­τέ δεν τον έ­νοια­ζε για μας, θα πει στον α­δελ­φό του". 

         "Εν α­μαρ­τί­αις ε­γεν­νή­θην και εν α­μαρ­τί­αις ε­κίσ­ση­σέ με η μή­τηρ μου", λέ­ει ο ψαλ­μω­δός. Πλη­γω­μέ­να τα παι­διά α­πό την α­στο­χί­α των γο­νι­ών, κου­βα­λά­νε την στρε­βλή παι­δα­γω­γί­α των σχέ­σε­ων. Δί­χως α­γά­πη α­λη­θι­νή πως να μά­θεις να α­γα­πάς, τους άλ­λους, τον ε­αυ­τό σου, την ί­δια την ζω­ή; Α­νυ­πο­ψί­α­στοι για την Χα­ρά και την Ευ­χα­ρι­στί­α, η ζω­ή μοιά­ζει να εί­ναι κά­τι που υ­πάρ­χει ό­ταν ε­μείς εί­μα­στε α­πα­σχο­λη­μέ­νοι με κά­τι άλ­λο. Η κλή­ση στο δεί­πνο της Βα­σι­λεί­ας δεν βρί­σκει α­πο­δέ­κτες, κι ό­πως δι­α­βά­ζου­με στον Ευ­αγ­γε­λι­στή Λου­κά, "αγρό αγό­ρα­σα, ζεύ­γη βο­δι­ών αγό­ρα­σα, γυ­ναίκα παν­τρεύ­τη­κα, και για αυτό δεν μπο­ρώ να έλ­θω".  Οι μέ­ρι­μνες της ζω­ής κα­τα­τρώ­γουν και α­μαυ­ρώ­νουν το κα­τ' ει­κό­να, α­πο­γυ­μνώ­νουν τον άν­θρω­πο α­πό την ελ­πί­δα του ε­πέ­κει­να, μας βου­λιά­ζουν στην πνευ­μα­τι­κή α­πρα­ξί­α.

         Δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια με­τά την έ­λευ­ση τού Χρι­στού, ο πτω­τι­κός άν­θρω­πος μοιά­ζει α­κό­μα πα­γι­δευ­μέ­νος στο σπή­λαι­ο που δι­η­γεί­ται ο Πλά­τω­νας, στην αρ­χή του έ­βδο­μου βι­βλί­ου της Πο­λι­τεί­ας του. Ζού­με σε μια ψευ­δαί­σθη­ση και δεν μπο­ρού­με να γνω­ρί­σου­με την α­λή­θεια για­τί μας εμ­πο­δί­ζουν τα δε­σμά των πα­θών μας αλ­λά και τα δε­σμά ό­σων χει­ρα­γω­γούν τις αι­σθή­σεις μας ώ­στε να αν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε μό­νο την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­πως την κα­θο­ρί­ζουν ε­κεί­νοι. Βυ­θι­σμέ­νος ο σύγ­χρο­νος δυ­τι­κός άν­θρω­πος στην ψευ­δαί­σθη­ση της υπερπληροφόρησης και του "κα­τα­να­λώνω άρα υπάρχω" και βομ­βαρ­δι­σμέ­νος α­πό την χει­ρα­γώ­γη­ση των media, έ­πα­ψε να α­να­ζη­τεί την σοφία και τον δι­δά­σκα­λο που υ­παι­νίσ­σε­ται ο Πλά­τω­νας ως σω­τή­ρα, και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο λη­σμό­νη­σε τον ί­διο τον Σω­τή­ρα που ό­ταν δεν Τον έ­χει αρ­νη­θεί, τον συρ­ρι­κνώ­νει σε μέ­τρα αν­θρω­πο­μορ­φι­κά, έ­να Σω­τή­ρα εί­δω­λο, εκ­δι­κη­τι­κό, φα­να­τι­κό, φον­τα­μεν­τα­λι­στή.


         Κι ό­μως, υ­πάρ­χει ελ­πί­δα στον κό­σμο! Η χά­ρις του Θε­ού ε­νερ­γεί στους αν­θρώ­πους, κά­θε φο­ρά που η δι­ά­νοι­α θα ε­πι­τρέ­ψει να ει­σχω­ρή­σει μια α­χτί­δα φω­τός. «Πό­σο και­ρό να έ­χει α­κό­μα;» ρω­τά την μη­τέ­ρα του ο Ντέ­η­βιντ . «Για­τί να μην τον α­φή­σου­με να ζή­σει την τε­λευ­ταί­α του φαν­τα­σί­α;». Το τα­ξί­δι τους θα εί­ναι η α­φορ­μή για μια συ­νάν­τη­ση πα­τέ­ρα - γιού και ε­νός α­νοίγ­μα­τος του Ντέ­η­βιντ στον τρό­πο της συγ­χώ­ρε­σης και της α­γά­πης. Η κω­μι­κο­τρα­γι­κή Ο­δύσ­σεια έχει ξε­κι­νήσει.

         Στην αρ­χή της πε­ρι­πλά­νη­σης η σχέ­ση γιου-πα­τέ­ρα μοιά­ζει α­δύ­να­τη. "Έ­λα, πι­ες κά­τι με τον πα­τέ­ρα σου " λέ­ει ο Γούν­τι στον γιό του "γί­νε κά­ποι­ος". Το αν­τρι­λί­κι μέ­σα α­πό την ψευ­δαί­σθη­ση του αλ­κο­όλ, η πλα­στή ε­πί­φα­ση της ε­πι­κοι­νω­νί­ας, εί­ναι ο μό­νος τρό­πος που ξέ­ρει ο γέ­ρος. 

         Για τον πα­τέ­ρα, το τα­ξί­δι αυ­τό στην Ι­θά­κη του εί­ναι η τε­λευ­ταί­α ευ­και­ρί­α τής ζω­ής του. "Ο Γούν­τι εί­ναι έ­νας άν­τρας που στα­μά­τη­σε να ο­νει­ρεύ­ε­ται πολ­λά χρό­νια πριν ", λέ­ει ο θαυ­μά­σιος Μπρους Ντέρν, ο η­θο­ποι­ός που τον εν­σαρ­κώ­νει στην ο­θό­νη. "Εί­ναι α­πο­φα­σι­σμέ­νος ω­στό­σο, να τε­λει­ώ­σει την ζω­ή του με τον τρό­πο του. Ί­σως να εί­ναι λί­γο χα­μέ­νος. Αλ­λά θα πά­ρει αυ­τά τα χρή­μα­τα ό­τι και να γί­νει. Για πρώ­τη φο­ρά στη ζω­ή του, θέ­λει κά­τι πραγ­μα­τι­κά ". Η προ­σπά­θεια για να φτά­σει ε­κεί, τον κρα­τά σε ε­γρή­γορ­ση και του δί­νει σκο­πό, το νό­η­μα ή μάλλον ένα υποκατάστατο νοήματος - που εί­χε χά­σει ε­δώ και πολ­λά χρό­νια.


          Στο Χό­θορν, μια πό­λη μι­κρή και κα­τα­θλι­πτι­κή, ο Woody συ­ναν­τά συγ­γε­νείς και πα­λιούς φί­λους, που μοιά­ζουν νε­κρο­ζών­τα­νοι, χω­ρίς ε­ξάρ­σεις, χω­ρίς εν­δι­α­φέ­ρον για την ζω­ή. "Η οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση κα­τά­στρε­ψε το Χώ­θορν", θα πει η θεί­α και η α­πάν­τη­ση των φαι­δρών ε­ξα­δέρ­φων στην ε­ρώ­τη­ση "τι κά­νε­τε", εί­ναι "τί­πο­τα το σπου­δαί­ο". Το καταναλωτικό όνειρο γκρεμισμένο μέσα στην κοινωνική ανισότητα, καμία προσωπική καλλιέργεια, μεροδούλι μεροφάϊ, ψυ­χές ρη­μαγ­μέ­νες μπρο­στά σε μια τη­λε­ό­ρα­ση να κρυ­φο­κοι­τούν τις ζω­ές των άλ­λων. "Ε­δώ πί­νουν ό­λοι α­πό μι­κροί. Δεν υ­πάρ­χει και κά­τι άλ­λο να κά­νεις", θα α­κού­σου­με κά­ποι­α στιγ­μή.
         Η συ­νάν­τη­ση με τους συγ­γε­νείς του Γούν­τι δεν προ­κα­λεί κα­νέ­να άλ­λο εν­δι­α­φέ­ρον πα­ρά τα φαν­τα­στι­κά κέρ­δη. Οι σχέ­σεις θα χα­λά­σουν μια για πάν­τα κα­θώς ό­λοι του ζη­τούν με­ρί­διο α­πό τα υ­πο­τι­θέ­με­να κέρ­δη. Αυ­τά μέ­χρι να α­πο­κα­λυ­φθεί το μυ­στι­κό πως το λα­χεί­ο ή­ταν δι­α­φη­μι­στι­κό τρικ. Στο μπαρ θα τον κο­ρο­ϊ­δεύ­ουν, ό­σοι πριν τον φθο­νού­σαν ή πε­ρί­με­ναν κά­τι α­π' αυ­τόν. Ας μην βι­α­στού­με να πε­ρι­γε­λά­σου­με τα Α­με­ρι­κα­νά­κια. Στην πα­τρί­δα μας μέ­χρι και εγ­κλή­μα­τα γί­νον­ται για τα κλη­ρο­νο­μι­κά. Εί­πα­με και νω­ρί­τε­ρα πως η α­μαρ­τί­α εί­ναι κοι­νή. Το πε­ρί­βλη­μα αλ­λά­ζει σε κά­θε τό­πο.

 Η Ο­δύσ­σεια φτά­νει προς το τέ­λος της. Ό­μως, δεν εί­ναι η δό­ξα, δεν εί­ναι τα λε­φτά, εί­ναι το τα­ξί­δι, ό­πως λέ­ει κι ο κα­λός τρα­γου­δο­ποι­ός. Ο Γούν­τυ έ­κα­νε το προ­σκύ­νη­μά του, ξε­κα­θά­ρι­σε τους λο­γα­ρια­σμούς του και ξα­να­συ­ναν­τή­θη­κε με τον γιό του. Στο τέ­λος θα α­πο­κα­λύ­ψει το μυ­στι­κό του: "Για σας το έ­κα­να το τα­ξί­δι. Ή­θε­λα να σας α­φή­σω κά­τι". Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι θε­ρα­πευ­τι­κή για την ψυ­χή του αν­θρώ­που, εί­ναι πη­γή ζω­ής, ει­ρή­νευ­ση με τον ε­αυ­τό μας. Πα­τέ­ρας και γιος έ­χουν ξα­να­συ­ναν­τη­θεί, τα τραύ­μα­τα ε­που­λώ­νον­ται.
Στην σκη­νή του τέ­λους,  ο Γούν­τυ ε­πι­στρέ­φει στο Χό­θορν, ο­δη­γών­τας το φορ­τη­γά­κι που μό­λις τού α­γό­ρα­σε ο γιος του, δή­θεν α­πό τα λε­φτά του λα­χεί­ου, παίρ­νον­τας την ρε­βάνς α­πό τους συμ­πα­τρι­ώ­τες του. Έ­στω και στα ψέ­μα­τα έ­χει πε­τύ­χει με το μέ­τρο των δι­κών τους α­ξι­ών. Οι πα­λιοί γνώ­ρι­μοι θα σκά­σουν α­πό την ζή­λεια. Κι ο Α­λε­ξάν­τερ Πέ­ην θα μας κλεί­σει το μά­τι. Ναι, η ζω­ή εί­ναι με­λαγ­χο­λι­κή κι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι εί­ναι εγ­κλω­βι­σμέ­νοι. Οι σχέ­σεις γο­νι­ών και παι­δι­ών εί­ναι δύ­σκο­λες,  αλ­λά ας την πά­ρου­με α­πό την α­στεί­α πλευ­ρά της. 

                                                                                ***

         Σε μια πρώ­τη α­νά­γνω­ση η ται­νί­α μοιά­ζει με σά­τι­ρα στον α­με­ρι­κα­νι­κό ψευ­δο­πα­ρά­δει­σο, στην χτυ­πη­μέ­νη α­πό την οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση καρ­διά της χώ­ρας. Ό­μως, βα­θύ­τε­ρα, η ται­νί­α μάς βά­ζει μπρο­στά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τά μας. Και τό­τε ο τί­τλος μπο­ρεί να πα­ραλ­λα­χτεί. Η ται­νί­α θα μπο­ρού­σε να λε­γό­ταν Σπάρ­τη, Κα­τε­ρί­νη, Λα­μί­α. Α­πό ό­που κι αν προ­έρ­χε­σαι, νι­ώ­θεις σα να στο­χά­ζε­σαι κοι­τών­τας τις φω­το­γρα­φί­ες των δι­κών σου γο­νι­ών. Που κα­τα­λα­βαί­νεις πως δεν τους ξέ­ρεις κα­λά, πως δεν ξέ­ρεις πολ­λά πράγ­μα­τα για την ζω­ή τους. Και πως έ­χει έρ­θει ί­σως η ώ­ρα να μά­θεις κά­τι πα­ρα­πά­νω γι αυ­τούς, να τους συγ­χω­ρή­σεις αν σε πλη­γώ­σα­νε. Για­τί τώ­ρα έ­χεις αρ­χί­σει να συ­νει­δη­το­ποι­είς και την δι­κή σου α­μαρ­τί­α. Για­τί αν εί­σαι Χρι­στια­νός Ορ­θό­δο­ξος εν με­τα­νοί­α, έ­χεις αρ­χί­σει να κα­τα­λα­βαί­νεις τον λόγο που οι συμ­πα­τρι­ώ­τες σου ζουν έ­τσι. Για­τί σού α­πο­κα­λύ­φθη­κε ε­κεί­νο το "ο α­να­μάρ­τη­τος πρώ­τος βα­λέ­τω λί­θον" που α­να­φώ­νη­σε ο γλυ­κύ­τα­τος Γα­λι­λαί­ος και κα­τα­νό­η­σες συν­τε­τριμ­μέ­νος τι θα πει πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος και θέ­λεις να ξε­φύ­γεις α­π' αυ­τόν, να α­να­στη­θείς, για­τί α­πο­φά­σι­σες να α­να­λά­βεις την ευ­θύ­νη της ζω­ή σου, και συν Θεῷ απέκτησες την επίγνωση πως δεν υ­πάρ­χει λό­γος να κα­τη­γο­ρείς τους άλ­λους. Μό­νο να τους πε­ρι­χω­ρείς και να τους συγ­χω­ρείς. 

         Η Νεμ­πρά­σκα εί­ναι μια ρε­α­λι­στι­κή και ποι­η­τι­κή ται­νί­α που ό­πως κά­θε κα­λό έρ­γο τέ­χνης υ­πεν­θυ­μί­ζει, συγ­κι­νεί, προ­βλη­μα­τί­ζει. Ευ­χα­ρι­στού­με, Α­λέ­ξαν­δρε Πα­πα­δό­που­λε.